Ο κ. Γιάννης Σαριβουγιούκας γράφει για το Εθνικό Σύστημα Υγείας: «Στον προγραμματισμό του έτους 2049 του υπουργείου Πρόληψης Ασθενειών & Κοινωνικής Μέριμνας- κάπως έτσι θα λέγεται τότε- δρομολογείται η πρόσληψη 5.427 νοσηλευτών και 1.869 υπαλλήλων διαφόρων ειδικοτήτων για τη στελέχωση των ειδικών μονάδων που παραμένουν κλειστές λόγω έλλειψης προσωπικού. Αν αντικαταστήσετε το έτος, έστω από τη δεκαετία του ΄90 ή του 2010, και χρησιμοποιήσετε τον αντίστοιχο τότε τίτλο στο υπουργείο, τίποτα δεν παραπέμπει σ΄ άλλη χρονική περίοδο. Συνεπώς, σε πενήντα τόσα χρόνια θα συζητάμε για τα ίδια πράματα, ελλείψεις σε προσωπικό και οικονομικούς πόρους;
Επιπλέον, το προσωπικό του Εθνικού Συστήματος Ασθενειών έχει αυξηθεί σε απόλυτους αριθμούς. Αυτό σημαίνει ότι όχι μόνο δεν καλύφθηκαν οι προηγούμενες ανάγκες, αλλά προέκυψαν και νέες; Σε ποιον άλλο χώρο επαγγελματικής δραστηριότητας μπορεί να συμβαίνει αυτό; Πού εντοπίζεται λοιπόν αυτή η διαρκής αναζήτηση πόρων;
… Ο προγραμματισμός στην Υγεία δεν μπορεί να περιορίζεται στην κατανομή των κομματιών της πίτας των προμηθειών, ούτε στο αν πρόκειται να γίνονται τοπικά ή κεντρικά, αλλά ούτε και η εξοικονόμηση πόρων μπορεί να αποτελεί αυτοσκοπό. Παράλληλα, η Πρόνοια δεν μπορεί να αποκαταστήσει την αξιοπιστία της ακόμα κι αν είχε διπλάσιο προσωπικό κι άλλους τόσους πόρους. Η Υγεία πλανάται στους χώρους κάθε δραστηριότητας και ο προγραμματισμός πρέπει να έχει επιτελικό χαρακτήρα με μακροχρόνιο ορίζοντα κι άρα, επειδή δεν μπορεί να αποκομισθούν άμεσα βραχυπρόθεσμα οφέλη, παραμελείται. Όταν το ποσοστό των παιδιών στην Αθήνα, για παράδειγμα, που παρουσίαζαν άσθμα είναι μεγαλύτερο από αυτό της προηγούμενης δεκαετίας, σημαίνει ότι δεν έγινε και δεν γίνεται προγραμματισμός και πρόληψη».