Οι ειδικοί κρούουν από τώρα τον κώδωνα του κινδύνου για τη γρίπη
Κανένα σχέδιο με συμμετοχή αυτοδιοίκησης και φορέων
Της Γαληνης Φουρα
Παρά τις δηλώσεις με έντονη επικοινωνιακή χροιά, το τοπίο στη χώρα μας σχετικά με την πορεία και την αντιμετώπιση της γρίπης παραμένει θολό, την ώρα που η αγωνία εντός και εκτός συνόρων επιτείνεται.
Εάν επαληθεύονταν οι διαβεβαιώσεις του υπουργού Υγείας Δημήτρη Αβραμόπουλου, ότι το εμβόλιο θα είναι διαθέσιμο στα μέσα Σεπτεμβρίου, δεν θα υπήρχε λόγος ανησυχίας. Το πρόβλημα είναι ότι η Παγκόσμια Οργάνωση Υγείας (ΠΟΥ), με την εμπειρία που διαθέτουν τα στελέχη της, εκτιμά ότι η οριστική έγκριση του εμβολίου θα καθυστερήσει και ότι το εμβόλιο δεν θα δοθεί στην αγορά πριν από το τέλος του έτους. Εφόσον συμβεί αυτό, που είναι και το πιθανότερο, οι προοπτικές μοιάζουν δυσοίωνες, καθώς όλα θα κριθούν στην οργάνωση και ετοιμότητα της Πολιτείας στη λήψη των κατάλληλων μέτρων τη σωστή ώρα, στα φάρμακα και στα νοσοκομεία.
«Το αποτελεσματικότερο μέσο αντιμετώπισης της γρίπης είναι ευνόητο ότι είναι ο εμβολιασμός των ομάδων υψηλού κινδύνου (που αποτελούν το 10% του πληθυσμού), για να μη νοσήσουν και να αποφύγουν τις συνέπειες, αλλά και των παιδιών, των φοιτητών, των σπουδαστών κ.λπ., ώστε να δημιουργηθεί ένας “φραγμός” στην επέκταση της λοίμωξης», τόνισε στην «Κ» ο καθηγητής Επιδημιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Αγγελος Χατζάκης. «Αλλα μέτρα δημόσιας υγείας είναι κατά σειράν προτεραιότητας: το κλείσιμο των σχολείων και ενδεχομένως ανώτερων και ανώτατων σχολών για μικρό χρονικό διάστημα, η έγκαιρη θεραπεία όσων νοσούν, ιδιαίτερα των ομάδων υψηλού κινδύνου, με αντιιικά φάρμακα και η λήψη αυστηρών προληπτικών μέτρων στα στρατόπεδα, τις φυλακές και τα κέντρα υποδοχής μεταναστών».
Για την εφαρμογή των μέτρων, τα οποία δεν αποτελούν πανάκεια, απαιτείται οργάνωση και προετοιμασία: «Το κλείσιμο των σχολείων υπήρξε ιδιαίτερα αποτελεσματικό μέτρο στο Μεξικό, στην Ιαπωνία και αλλού, όπου εφαρμόστηκε, αλλά όταν ασκείται κατά περίπτωση και χωρίς προγραμματισμό, όχι μόνο δεν είναι αποτελεσματικό, αλλά μπορεί να δημιουργήσει κοινωνικά προβλήματα. Αυτό είναι το ένα θέμα. Το άλλο είναι ότι πρέπει να υπάρχει εύκολη και γρήγορη πρόσβαση στα αντιιικά φάρμακα μέσα στις πρώτες δύο μέρες από την εκδήλωση της νόσου. Και αυτό γιατί η έγκαιρη θεραπεία μειώνει τη διάρκεια της νόσου, τις επιπλοκές, αλλά και τη μετάδοση από άτομο σε άτομο».
Το κράτος έχει δεσμεύσει και διαθέτει 1,5 εκατομμύριο κουτιά Tamiflu (χωρίς να υπάρχει κανένα απόθεμα στα φαρμακεία), ποσότητα που καλύπτει περίπου το 14% του πληθυσμού, όταν στην Αγγλία το ποσοστό κάλυψης φθάνει το 60%. Από τις αρμόδιες υπηρεσίες δεν έχει γίνει σαφές με ποιον τρόπο θα γίνεται η διάγνωση και θα χορηγούνται τα φάρμακα σε όσους ασθενείς παραμένουν στο σπίτι και πού πρέπει να απευθύνονται όσοι ανήκουν στις ομάδες υψηλού κινδύνου (καρδιοπαθείς, διαβητικοί κ.ά.). Παρά τις οδηγίες να απευθύνονται μόνο οι σοβαρά πάσχοντες στα νοσηλευτικά ιδρύματα, εκτιμάται ότι τα νοσοκομεία θα δεχθούν τον μεγάλο όγκο των ασθενών με απρόβλεπτες συνέπειες, λόγω και των τραγικών ελλείψεων προσωπικού. Αυτό είναι πολύ πιθανό γιατί στην Ελλάδα δεν έχουμε οικογενειακό γιατρό και υπηρεσίες πρωτοβάθμιας, ιατρεία και πολυϊατρεία με διαγνωστικά μέσα, όπως συμβαίνει στο Βρετανικό Σύστημα Υγείας. Η χορήγηση των αντιιικών φαρμάκων από τα νοσοκομεία και τις νομαρχίες σε ασθενείς που νοσηλεύονται στο σπίτι είναι πιθανόν να συνοδευτεί από γραφειοκρατικά προβλήματα, ουρές (όπου ο ένας θα «κολλάει» τον άλλον) και καθυστερήσεις…
Αυτή τη στιγμή δεν έχει γίνει γνωστό κάποιο συγκεκριμένο σχέδιο δράσης με τη συμμετοχή της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και άλλων φορέων. Επίσης, δεν έχουν γίνει γνωστά (αν υπάρχουν) επιμέρους σχέδια για τις ομάδες υψηλού κινδύνου, τα παιδιά κ.ο.κ., ώστε να γνωρίζει ο καθένας τι πρέπει να κάνει και πού να απευθυνθεί. Τα παιδιατρικά νοσοκομεία ασφυκτιούν.
Το προσωπικό των νοσοκομείων δεν έχει προετοιμαστεί και ενημερωθεί. Αλλωστε, λόγω της καθυστέρησης των προσλήψεων, πολλοί εργαζόμενοι δεν μπορούν να πάρουν ούτε τις άδειές τους. Στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο των Ιωαννίνων ζητήθηκε από επισκέπτριες αδελφές (συνήθως απασχολούνται στις κοινωνικές υπηρεσίες) να αναλάβουν τη διαλογή των ύποπτων κρουσμάτων για γρίπη, στον χώρο των επειγόντων περιστατικών…
Τι θα συμβεί εάν επαληθευτούν τα χειρότερα σενάρια; Μια ελληνική μελέτη που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Ευρωπαϊκού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ECDC), «Euro surveillance» (Αγγ. Χατζάκης, Β. Σύψα), συγκεντρώνοντας το ενδιαφέρον της επιστημονικής κοινότητας, έδειξε ότι αν αφεθούν όλα στην τύχη και δεν ληφθεί κανένα μέτρο, είναι πιθανόν να νοσήσει το 60% των παιδιών έως 18 ετών, το 32% των ενηλίκων από 19 έως 65 ετών και το 65% των άνω των 65 ετών, δηλαδή το 36% του συνολικού πληθυσμού. Εάν όμως ληφθούν τα σωστά μέτρα την κατάλληλη στιγμή, είναι δυνατόν η πανδημία να περιοριστεί εντυπωσιακά και οι μολύνσεις να μην ξεπεράσουν το 2,5% του πληθυσμού. Ηδη τα κρούσματα αυξάνονται με γεωμετρική πρόοδο και ακόμη και αν δεν ανακοινώνονται καθημερινά, στο εξής, όπως ανακοίνωσε ο υπουργός Υγείας, είναι πολύ σημαντικό να καταγράφονται για να γνωρίζουμε πού πάμε…
Φόβοι για χιλιάδες νεκρούς στη Βρετανία
Τα τελευταία 24ωρα τα κρούσματα σε Αυστραλία, Ιαπωνία και Βρετανία εκτινάχθηκαν, ενώ αυξάνονται και οι θάνατοι. Οι αρχές της Αυστραλίας ανακοίνωσαν ότι πιθανόν 6.000 άτομα θα πεθάνουν εκεί από τη γρίπη έως τα τέλη της χρονιάς, ενώ η Βρετανία πιθανολογεί τον θάνατο 65.000! Τελευταία εμφανίζουν ιδιαίτερα βαριά συμπτώματα ή και πεθαίνουν από γρίπη άνθρωποι χωρίς βεβαρημένο ιατρικό ιστορικό.
Ανησυχητικό, εξάλλου, θεωρείται το γεγονός ότι ορισμένα κρούσματα εμφανίζονται ανθεκτικά στο αντιιικό Τamiflu, την πρώτη και μοναδική γραμμή άμυνας που διαθέτουμε σε τούτο τον πόλεμο.