Με τα δημόσια νοσοκομεία σε πολύ χειρότερη κατάσταση από ό,τι πριν από δύο χρόνια, με το υγειονομικό προσωπικό κατάκοπο και τρομοκρατημένο, με τα μέτρα ατομικής προστασίας απαξιωμένα, με την πρόχειρη επιδημιολογική επιτήρηση, με τις σχολικές και εργασιακές συνθήκες όμοιες και απαράλλαχτες, με τα οικονομικά περιθώρια πολύ δυσμενέστερα και με την κοινωνία παραπληροφορημένη και διχασμένη περισσότερο από ποτέ, η κυβερνητική επιλογή της «μεγάλης εξόδου» των εμβολιασμένων, όπως αποφασίστηκε, οπωσδήποτε θα κριθεί υγειονομικά στις λίγες επόμενες εβδομάδες.
Πέραν αυτού όμως, το να αφεθούν όλα να συμβούν αρρύθμιστα, σύμφωνα με το κεντρικό νεοφιλελεύθερο οικονομικό δόγμα του «laissez-faire», όπως ουσιαστικά εχτές ανακοινώθηκε, οδηγεί νομοτελειακά και στο τίμημα των ανθρώπινων ζωών, το οποίο καλούνται να καταβάλλουν, για όλο τον υπόλοιπο χειμώνα, κυρίως όσοι δεν «ψήφισαν», μέσω του εμβολιασμού τους, τις υγειονομικές αποφάσεις της Νέας Δημοκρατίας, όπως αυτές υπαγορεύτηκαν σε όλη τη διάρκεια από την εξυπηρέτηση συγκεκριμένων προτεραιοτήτων στην πολιτική υγείας της. Ομολογείται δηλαδή εμμέσως, με τα πρόσφατα κυβερνητικά μέτρα, ότι η ανθρώπινη ζωή δεν ήταν εξαρχής στο επίκεντρο μιας αδιαπραγμάτευτης πολιτικής. Στο επίκεντρο ήταν μόνο η αποτροπή της κατάρρευσης της μισογκρεμισμένης δημόσιας υγείας στα χέρια τους και βεβαίως, η επικοινωνιακή διαχείριση αυτών των επιλογών.
Η νεοφιλελεύθερη πραγματικότητα έχει μεν τα ρίσκα της και αυτό η κοινωνία μπορεί να το συνειδητοποιήσει πλέον πολύ καλά. Επιπροσθέτως όμως, η άνεση με την οποία η διεθνής πρακτική εγκατέστησε ανάμεσά μας ένα νέο και μόνιμο κοινωνικό διαχωρισμό, ανάμεσα σε εμβολιασμένους και μη, εμπορευόμενη τις ανθρώπινες ανάγκες και τα πραγματικά κοινωνικά ζητούμενα, θα πρέπει πολιτικά να μας αφυπνίσει όλους, είτε εμβολιαστήκαμε είτε όχι.