Τζάμπα κολαούζοι, τζάμπα ραγιάδες

Η ελληνική γλώσσα έχει πολλές επιρροές από την τουρκική λόγω της πολυετούς συμβίωσης Ελλήνων και Τούρκων στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.

Έτσι λοιπόν συχνά λέμε ότι «χωριό που φαίνεται κολαούζο δεν θέλει», εννοώντας ότι δεν χρειάζεται οδηγός για να δούμε κάτι φανερό.
Με τα χρόνια βέβαια ο κολαούζος έφτασε να σημαίνει τον φορτικό άνθρωπο, που προσκολλάται σε κάποιον για να του κάνει τα θελήματα.

Τον καιρό του Αλη πάσα τραγουδούσαν «οι κλέφτες επροσκύνησαν και γίνανε ραγιάδες, κι άλλοι βοσκούνε πρόβατα κι άλλοι βοσκούνε γίδια».
Ραγιάς βέβαια ήταν ο μη μουσουλμάνος υπόδουλος, και τελικά σήμερα σημαίνει τον υποτελή.
Υπήρχαν βέβαια και τα ράι μπουγιουρντί, τα προσκυνοχάρτια, που ήταν προσωπικά και πιστοποιούσαν την υποτέλεια του ραγιά.

Μερικές λέξεις πάλι απέκτησαν στο πέρασμα των αιώνων διττή σημασία. Έτσι, το τζάμπα, εκτός από δωρεάν, σημαίνει πλέον και μάταια, άδικα.

Ίσως αυτό εννοούσε  ο Σπυρίδων Γεωργιάδης όταν δήλωνε για τους γιατρούς προ διμήνου ότι «το κράτος τους σπούδασε τζάμπα». Ακόμη κι αυτός γνωρίζει ότι οι γιατροί δωρεάν δεν σπούδασαν, αλλά με την πολιτική που εφαρμόζει αυτός και ο Μητσοτάκης, πιθανόν να σπούδασαν μάταια, άδικα.

Οι κολαούζοι του όμως, ως γνήσιοι ραγιάδες, προσπαθούν να αποδείξουν ότι τζάμπα σπούδασαν, τζάμπα πολιτεύονται, τζάμπα συνδικαλίζονται, τζάμπα ορύωνται στον ΠΙΣ και αλλαχού και το μόνο που αξίζουν είναι το πολυπόθητο για αυτούς ράι μπουγιουρντί.
Άξιος ο μισθός και ο δικός τους και του υπουργού τους.

Τελικά, επιβεβαιώνεται πως χωριό που φαίνεται, κολαούζο δεν θέλει.