ΥΓΕΙΑ Πρόληψη πρόωρου τοκετού με μέτρηση του τραχήλου της μήτρας

Με μία απλή μέτρηση του μήκους του τραχήλου της μήτρας οι επιστήμονες μπορούν να εντοπίσουν εάν μία έγκυος γυναίκα, που διανύει την 22η εβδομάδα κύησης, θα γεννήσει πρόωρα.

 

Της Νικολέτας Μπούκα
bouka@makthes.gr

Πρόκειται για καινούργια τεχνική, η οποία εδώ και περίπου δύο χρόνια εφαρμόζεται και στην Ελλάδα. Χάρη σε αυτήν, οι επιστήμονες μπορούν να προβλέψουν τον πρόωρο τοκετό και στη συνέχεια να προβούν στην αναγκαία χορήγηση ορμονών, προκειμένου να επιμηκύνουν την κύηση.
Τα στοιχεία αυτά ανακοίνωσε ο επίκουρος καθηγητής Μαιευτικής και Εμβρυομητρικής Ιατρικής Απόστολος Αθανασιάδης, κατά τη διάρκεια συνέντευξης τύπου που δόθηκε χθες με αφορμή το 15ο Πανελλήνιο Συνέδριο Περιγεννητικής Ιατρικής, που διοργανώνει από αύριο έως τις 20 Σεπτεμβρίου, στο ξενοδοχείο “Hyatt”, η Ελληνική Εταιρεία Περιγεννητικής Ιατρικής.
“Η μέτρηση του τραχήλου της μήτρας κατά την 22η εβδομάδα κύησης δίνει πολλές πληροφορίες, ανακαλύπτοντας το 70% των γυναικών που θα γεννήσουν πρόωρα”, εξήγησε ο κ. Αθανασιάδης.
Παράλληλα, ανέφερε ότι για τις γυναίκες που έχουν μήκος τραχήλου μικρότερο του ενάμιση εκατοστού, στις οποίες η πιθανότητα για πρόωρο τοκετό, δηλαδή πριν από τις 3-4 εβδομάδες κύησης, πλησιάζει το 10%, λύση μπορεί να αποτελέσει η χορήγηση προγεστερόνης.
“Πρόκειται για μία ορμόνη, η οποία βρέθηκε ότι επιμηκύνει το χρόνο της κύησης σε ποσοστό 44%. Ακόμη βρέθηκε ότι όσο μικρότερο είναι το μήκος του τραχήλου της μήτρας, τόσο πιο αποτελεσματική είναι η θεραπεία”, είπε η κ. Αθανασιάδης.

ΕΠΙΒΙΩΣΗ ΝΕΟΓΝΩΝ
Η διευθύντρια της ΑΆ Νεογνολογικής κλινικής του Ιπποκράτειου νοσοκομείου Βασιλική Δρόσου-Αγακίδου τόνισε ότι στις μέρες μας το ποσοστό επιβίωσης των πρόωρων νεογνών, που γεννιούνται με βάρος από 800 έως 1.000 γραμμάρια, φτάνει το 70%-80%, ενώ πριν από μία 20ετία το ποσοστό αυτό ήταν μόλις 20%. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα ενός πρόωρου νεογνού βάρους 500 γραμμαρίων, που γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη κατά την 23η βδομάδα κύησής του, αλλά κατάφερε να επιβιώσει.
Η κ. Δρόσου επισήμανε ότι παράγοντες, όπως η κακή διατροφή της μητέρας και η υπέρταση ή ο σακχαρώδης διαβήτης της μητέρας, μπορούν να διαταράξουν την προσφορά θρεπτικών ουσιών, συνεπώς και τη λειτουργία διαφόρων συστημάτων του εμβρύου και την αύξησή του. Αποτέλεσμα είναι η μελλοντική εμφάνιση σοβαρών νοσημάτων, όπως η παχυσαρκία, η δυσλιπιδαιμία, η καρδιαγγειακή νόσος και ο σακχαρώδης διαβήτης, μετά τη γέννηση του παιδιού και όταν αυτό πλέον ενηλικιωθεί.