1 στους 2 προτιμά ιδιώτη γιατρό

Σημαντικές ανεπάρκειες, ανισοκατανομές και ανισότητες χαρακτηρίζουν το «υγειονομικό τοπίο» της χώρας. Τα τρία αρνητικά «α» του συστήματος υγείας, καθώς και την έντονη δυσαρέσκεια των πολιτών για τις ιατρικές υπηρεσίες καταδεικνύει μελέτη του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών.

Σύμφωνα με τη μελέτη που έχει θέμα την εξέλιξη των υπηρεσιών υγείας την περίοδο 1996-2006, το Εθνικό Σύστημα Υγείας νοσεί και ωθεί τους μισούς Ελληνες στον ιδιωτικό τομέα. Τουλάχιστον ένας στους δύο πολίτες καταφεύγει σε ιδιώτες γιατρούς και αναγκάζεται να πληρώσει από την τσέπη του τις κατά τα άλλα δωρεάν υπηρεσίες υγείας. Ιδιαίτερα σημαντικό είναι το στοιχείο ότι ακόμη και οι πολίτες των κατώτερων και των μεσαίων κοινωνικών τάξεων (22,7% και 32,4% αντίστοιχα) επιλέγουν να επισκεφτούν έναν ιδιώτη γιατρό από το να απευθυνθούν σε δημόσιο νοσοκομείο και δαπανούν 10% του εισοδήματός τους σε ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας.

Oπως προκύπτει από τη μελέτη, το 26% του ελληνικού πληθυσμού απευθύνεται σε ιδιώτη γιατρό και ένα 25,6% επισκέπτεται ιδιώτη γιατρό συμβεβλημένο με το ταμείο του. Σε ιατρεία ασφαλιστικού ταμείου πηγαίνει το 24,5% των πολιτών και στα εξωτερικά ιατρεία των δημόσιων νοσοκομείων απευθύνεται μόλις το 12,7%. Τον κυρίαρχο ρόλο του ιδιωτικού τομέα στην πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας παρά την ύπαρξη του ΕΣΥ υποδηλώνει και το γεγονός ότι μόνο το 20% των κατοίκων των αγροτικών περιοχών προσφεύγει στα κέντρα υγείας και τα περιφερειακά ιατρεία.

Την ίδια ώρα ενδιαφέρον έχουν οι διαπεριφερειακές ροές των ασθενών, οι οποίοι φεύγουν από τον τόπο τους για να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν κάποιο πρόβλημα υγείας. Σύμφωνα με τα στοιχεία της μελέτης, μία «υγειονομική αυτοδυναμία» και μία δυνατότητα συγκράτησης των ασθενών εντός των ορίων τους παρουσιάζουν σταθερά τα τελευταία χρόνια μόνον οι περιφέρειες της Αττικής, της Μακεδονίας και της Ηπείρου, ενώ, αντίθετα, οι περιφέρειες της Λοιπής Στερεάς και Ευβοίας, της Πελοποννήσου και των Νήσων Αιγαίου εξαρτώνται σε μεγάλο βαθμό από τις υπηρεσίες άλλων περιφερειών.

Oι ελλείψεις

Το μεγαλύτερο πρόβλημα που αντιμετωπίζουν τα νοσοκομεία του ΕΣΥ είναι οι μεγάλες ελλείψεις σε νοσηλευτές και η ανισοκατανομή του προσωπικού. Μάλιστα, πολλά νοσοκομεία και κέντρα υγείας στη Βόρεια Ελλάδα υπολειτουργούν, καθώς το προσωπικό δεν μπορεί να ανταποκριθεί στις αυξημένες ανάγκες. Κάποια τμήματα λειτουργούν σχεδόν καθημερινά με προσωπικό κάτω από τα όρια ασφαλείας, ενώ κρεβάτια σε μονάδες εντατικής θεραπείας είναι κλειστά λόγω ελλείψεων σε προσωπικό.

Στα νοσοκομεία και κέντρα υγείας των Α’ και Β’ ΠΕΣΥΠ Κεντρικής Μακεδονίας απασχολούνται 7.567 νοσηλευτές, ενώ στα νοσοκομεία και κέντρα υγείας της ανατολικής Μακεδονίας-Θράκης 2.348 και της δυτικής Μακεδονίας 841 νοσηλευτές. Πιο συγκεκριμένα, στη δυτική Μακεδονία υπάρχουν 2,8 νοσηλευτές και στο Β’ ΠΕΣΥΠ Κεντρικής Μακεδονίας 3,5 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους, τη στιγμή που στην Α’ Αττικής υπάρχουν 6,1 νοσηλευτές και στην Ηπειρο 5,6 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους. Εξίσου δύσκολη είναι η κατάσταση στα νοσοκομεία και κέντρα υγείας του νοτίου Αιγαίου (1,5 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους) και της Στερεάς Ελλάδας (2,2 νοσηλευτές ανά 1.000 κατοίκους).

Σύμφωνα με τους ειδικούς, πρέπει να προσληφθούν περισσότεροι από 20.000 νοσηλευτές για να λειτουργήσει εύρυθμα και αποτελεσματικά το σύστημα υγείας της χώρας μας. O αναπληρωτής καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής Γιάννης Τούντας ανέφερε χτες κατά την παρουσίαση της μελέτης ότι το νοσηλευτικό προσωπικό στην Ελλάδα πρέπει να διπλασιαστεί και να αντιμετωπιστούν τα γραφειοκρατικά προβλήματα. Δυστυχώς, οι προσλήψεις νοσηλευτών μέσω ΑΣΕΠ χρειάζονται 18-24 μήνες για να ολοκληρωθούν, ενώ ο κ. Τούντας υπογράμμισε ακόμη ότι πρέπει να σταματήσουν και οι αποσπάσεις των νοσηλευτών σε διοικητικές θέσεις.

Κρίσιμα κενά

Oσον αφορά την ιατρική υπηρεσία, μπορεί να μην υπάρχουν μεγάλες ελλείψεις, παρουσιάζονται όμως κενά που δυσχεραίνουν τη λειτουργία κρίσιμων τμημάτων. Oι καθυστερήσεις στην ολοκλήρωση των κρίσεων είναι πολύ μεγάλες -έως και τρία χρόνια-, με αποτέλεσμα το ιατρικό προσωπικό να τείνει να μετατραπεί σε ένα «γερασμένο» και κουρασμένο σώμα λειτουργών, χωρίς ουσιαστικό όραμα και κίνητρο προσφοράς.

Παράλληλα, η μελέτη καταδεικνύει την «καθήλωση» κάποιων περιφερειών όσον αφορά τις υγειονομικές υποδομές, παρά τη ραγδαία ανάπτυξη νέων δομών σε όλη την επικράτεια τα τελευταία χρόνια και την ανισοκατανομή στις κλίνες. Για παράδειγμα, στην Αθήνα και τη Θεσσαλονίκη υπάρχουν 6 και 5 κλίνες αντίστοιχα ανά 1.000 κατοίκους, ενώ σε Στερεά Ελλάδα και Εύβοια υπάρχουν 2,6 κλίνες και στην Πελοπόννησο 2,9 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους. Επίσης, στη Θράκη υπάρχουν 3,3 κλίνες, στα νησιά του Αιγαίου 3,4 και στην Ηπειρο 4,3 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους.

Σημειώνεται πως η Ελλάδα διαθέτει κατά μέσο όρο 4,7 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους, καταλαμβάνοντας τη 12η θέση στις 25 χώρες του OOΣΑ. Την πρώτη θέση κατέχει η Ιαπωνία με 14,4 κλίνες, ακολουθούν η Γερμανία και η Τσεχία (8,9 και 8,8 αντίστοιχα), ενώ στις τελευταίες θέσεις βρίσκονται η Τουρκία και το Μεξικό (2,6 και 1,9 κλίνες ανά 1.000 κατοίκους). Σύμφωνα με τους ειδικούς, οι κλίνες στη χώρα μας κρίνονται επαρκείς (καθώς διεθνώς παρατηρείται μείωση των αναγκών για νοσηλεία και μείωση της μέσης διάρκειας νοσηλείας), ωστόσο πρέπει να γίνει καλύτερη κατανομή των κλινών και να αντιμετωπιστούν οι γεωγραφικές ανισότητες.

Στο μεταξύ ο βαθμός ικανοποίησης των Ελλήνων πολιτών από τη νοσηλευτική υποδομή της χώρας βρίσκεται σε χαμηλά επίπεδα. Η χώρα μας δεν περνάει τη βάση του 5, αφού ο βαθμός της είναι 4,56. Τις πρώτες θέσεις στην ΕΕ κατέχουν η Αυστρία (9,41), το Βέλγιο (8,80), η Γαλλία (8,11) και το Λουξεμβούργο (7,91). Η έλλειψη ικανοποίησης αφορά κυρίως τις χαμηλής ποιότητας ξενοδοχειακές υπηρεσίες των δημόσιων νοσοκομείων, την καθαριότητα, την απουσία μονόκλινων δωματίων και τις μεγάλες λίστες αναμονής για ορισμένες ειδικότητες, όπως καρδιοχειρουργική και ογκολογία.

Χάραξη εθνικής πολιτικής

Η απουσία ενός οργανωμένου συστήματος σχεδιασμού και ελέγχου των υπηρεσιών υγείας, η αποσπασματική παροχή υπηρεσιών, οι ελλείψεις σε ανθρώπινο δυναμικό, η ανεπαρκής διοικητική υποστήριξη και η υποχρηματοδότηση καθιστούν, σύμφωνα με τους ειδικούς, αναγκαία τη χάραξη μίας εθνικής πολιτικής υγείας που θα οδηγήσει σε συνολικό επανασχεδιασμό, αναδιάρθρωση και βελτίωση των υπηρεσιών υγείας στη χώρα μας.