589 παιδιά με τους γονείς, 61 με το ΕΚΑΒ

 

Πρώτα το ακούς και μετά το βλέπεις: από τα ιατρεία βγαίνει ένα φορείο και οι ρόδες τρίζουν στο μωσαϊκό. Δύο νοσοκόμες μπροστά, στο πλάι η γιατρός. Νομίζω πως είναι άδειο, αλλά όταν περνάει από μπροστά μου το βλέπω: μισοκρυμμένο στο σεντόνι ένα παιδάκι ούτε τεσσάρων χρόνων. Μάσκα οξυγόνου, αναπνέει με δυσκολία. «Νομίζαμε πως είναι λαρυγγίτιδα», ακούω τη γυναίκα που τρέχει από πίσω. Οι ρυτίδες της έντασης δεν αφήνουν περιθώρια για τίποτε άλλο – η μαμά του. «Τι θα γίνει; Τι θα γίνει τώρα;».

Ο πατέρας ακολουθεί τη γιατρό. Με το δεξί κρατάει το σίδερο του κρεβατιού τόσο σφιχτά, που το χέρι του ασπρίζει. Το φορείο κυλάει στον διάδρομο, περνάει, χάνεται στο βάθος.

Τα παιδιά της αίθουσας αναμονής συνεχίζουν να χοροπηδούν, να κλαίνε, να γκρινιάζουν. Αλλά τα μάτια των άλλων γονιών έχουν κολλήσει εκεί πίσω, που χάθηκε το φορείο. Για λίγο κανείς δεν μιλάει. Κι ύστερα, σιγά σιγά η βοή επανέρχεται. Η αίθουσα γίνεται ξανά όπως πριν.

Στην εφημερία του Παίδων, τα πραγματικά επείγοντα περιστατικά είναι αυτονόητο πως προηγούνται. Δεν θα μπορούσε να γίνει και αλλιώς – τα στατιστικά στοιχεία του νοσοκομείου δείχνουν καθαρά πώς έχει η κατάσταση: σε μια κυριακάτικη εφημερία, το ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ μόνο έφερε 61 παιδιά που χρειάστηκαν νοσηλεία στο νοσοκομείο.

Στην ίδια εφημερία, οι γονείς έφεραν στα επείγοντα άλλα 589 παιδιά. Απ’ αυτά, μόνο επτά χρειάστηκε να εισαχθούν για να νοσηλευθούν στο νοσοκομείο. Ολα τα υπόλοιπα χρειάζονταν μόνο κάποιο απλό φάρμακο ή μια συμβουλή γιατρού – αυτά, δηλαδή, που παλιά θα φρόντιζε ο παιδίατρος της οικογένειας.

Κι έτσι σε μία μόνο εφημερία, οι γιατροί του Παίδων, που κανονικά θα έπρεπε να νοσηλεύουν και να περιθάλπουν βαριά περιστατικά, αντιμετώπισαν 582 περιπτώσεις στις οποίες έπρεπε να γράψουν συνταγές για αντιβηχικά σιρόπια και αντιπυρετικά χαπάκια…

Αν μέχρι το 2008 οι γονείς που «εκμεταλλεύονταν» την εφημερία για να δει ο γιατρός το παιδί τους ήταν αλλοδαποί, πλέον η αναλογία έχει αντιστραφεί – τα δύο τρίτα των ανθρώπων στην εφημερία του Παίδων είναι Ελληνες.

Κάποιοι απ’ αυτούς αναγκάζονται να περιμένουν ατελείωτες ώρες για να δει κάποιος το παιδί τους. Συνήθως τα πρωινά δεν υπάρχει τόσος κόσμος, αλλά από το μεσημέρι μέχρι αργά το βράδυ δεν είναι απίθανο κάποιος να περάσει μέχρι και πέντε ώρες σ’ αυτήν την αίθουσα αναμονής.

Ετσι τουλάχιστον λέει η κυρία Ελίνα, που έχει τρία παιδιά κι έρχεται συχνά εδώ. «Αρρωσταίνουν στο σχολείο, στο φροντιστήριο, στον παιδικό και μετά κολλάνε το ένα το άλλο. Αν δεν έχετε παιδιά, δεν ξέρετε πώς είναι», λέει. Σήμερα έχει έρθει με τον Τάσο, το μεγαλύτερο γιο της.

«Εχω φτάσει σε σημείο να παραμονεύω πότε έχει εφημερία για να φέρω τα παιδιά», λέει η κ. Ελίνα. Και ο Τάσος από δίπλα γελάει. «Εχω έρθει τόσες φορές, που ξέρω πια τους πιο πολλούς γιατρούς», λέει. «Στον δρόμο να τους έβλεπα, θα τους χαιρετούσα!».