«Αιμορραγεί» το σύστημα αιμοδοσίας

Το σύστημα αιμοδοσίας της χώρας «αιμορραγεί». Oι ελλείψεις σε αποθέματα αίματος δημιουργούν σοβαρά προβλήματα στη θεραπεία των ασθενών με μεσογειακή αναιμία και με άλλες χρόνιες παθήσεις, ενώ τα νοσοκομεία εξακολουθούν να κάνουν μεταγγίσεις υψηλού κινδύνου. Παρά τις εξαγγελίες της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας, μόνο μία στις δύο φιάλες αίματος που μεταγγίζονται σε ασθενείς εξετάζεται με τη μέθοδο του μοριακού ελέγχου και είναι απολύτως ασφαλής. Η εφαρμογή της μεθόδου ΝΑΤ σε όλη τη χώρα εξελίσσεται σε σίριαλ, τη στιγμή μάλιστα που τουλάχιστον 150 ασθενείς το χρόνο κινδυνεύουν να μολυνθούν από ηπατίτιδα Β ή AIDS από μετάγγιση.

Στην Ελλάδα συλλέγονται περίπου 630.000 μονάδες αίματος ετησίως, οι οποίες όμως δεν επαρκούν. Κάθε μέρα εκατοντάδες συνάνθρωποί μας χρειάζονται αίμα. Oι πάσχοντες από μεσογειακή αναιμία χρειάζονται 130.000 μονάδες αίματος το χρόνο, ενώ αυξημένες ανάγκες προκύπτουν και από τα τροχαία ατυχήματα, τις επεμβάσεις και τις μεταμοσχεύσεις. Ενας ασθενής με λευχαιμία χρειάζεται 40 φιάλες αίματος και αιμοπεταλίων το χρόνο, ένας νεφροπαθής που κάνει αιμοκάθαρση 30 φιάλες το χρόνο, ένας πολυτραυματίας από τροχαίο 10 – 40 φιάλες…

Σύμφωνα με διεθνείς στατιστικές, το 60% του πληθυσμού θα χρειαστεί μετάγγιση ολικού αίματος ή ενός από τα στοιχεία του αίματος κάποια στιγμή στη ζωή του. Παράλληλα, όμως, μόνο το 4% των ατόμων που θα μπορούσαν να είναι αιμοδότες δίνουν αίμα! Αν ένας στους δέκα Ελληνες (από το σύνολο των περίπου πέντε εκατομμυρίων ατόμων που μπορούν να δώσουν αίμα) έδινε αίμα μία φορά το χρόνο, θα μπορούσε να καλυφθεί το 80% των αναγκών της χώρας σε αίμα. Μέχρι σήμερα οι ανάγκες καλύπτονται κατά 50% από το συγγενικό και φιλικό περιβάλλον των ασθενών, κατά 40% από εθελοντές αιμοδότες και το υπόλοιπο καλύπτεται από τις Ενοπλες Δυνάμεις και τις εισαγωγές από την Ελβετία.

SOS για τις ελλείψεις αίματος

Τα μέλη της Ελληνικής Oμοσπονδίας Θαλασσαιμίας κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου για τις ελλείψεις αίματος και καταγγέλλουν ότι η Πολιτεία δε λαμβάνει τα κατάλληλα μέτρα για να αντιμετωπιστεί το τραγικό φαινόμενο της έλλειψης, που θέτει σε κίνδυνο τις ζωές χιλιάδων συμπολιτών μας. «Η επάρκεια αίματος στηρίζεται πρωτίστως σε μία οργανωμένη και δυναμική εκστρατεία ενημέρωσης από όλους τους αρμόδιους φορείς. Πέραν όμως από την προώθηση της ιδέας της εθελοντικής αιμοδοσίας, καταλυτικό ρόλο παίζουν τα μέτρα που λαμβάνονται κάθε χρόνο, ώστε να υπάρχει σωστός συντονισμός και να μην εμφανίζονται ελλείψεις», ανέφερε στον «Α» ο πρόεδρος της Oμοσπονδίας, Βαγγέλης Στουμπιάδης.

Κάθε καλοκαίρι οι ελλείψεις σε αίμα είναι εντονότερες (οι εθελοντές αιμοδότες φεύγουν διακοπές και οι μεταγγιζόμενοι μετακινούνται), ενώ η κατάσταση επιδεινώνεται περισσότερο από τα τραγικά κενά στο νοσηλευτικό προσωπικό. Τα περισσότερα κέντρα αιμοδοσίας της χώρας αντιμετωπίζουν ελλείψεις σε προσωπικό που φτάνουν μέχρι και το 60%, με αποτέλεσμα κάποια τμήματα να υπολειτουργούν ή ακόμη και να κλείνουν.

Για παράδειγμα, στον «Ευαγγελισμό» η αιμοδοσία είχε 14 βάρδιες και απέμειναν πέντε να βγάζουν τον ίδιο φόρτο εργασίας. Ενας αιμολήπτης μπορεί να πάρει το πρωί αίμα από 45 – 50 άτομα, ενώ ο κανονισμός προβλέπει να μην ξεπερνά τα 25. Σοβαρά προβλήματα αντιμετωπίζουν και οι εργαζόμενοι στο Δρακοπούλειο Κέντρο Αιμοδοσίας στο Νοσοκομείο «Ερυθρός Σταυρός». Σύμφωνα με τους εργαζόμενους, πολλές μονάδες αίματος κινδυνεύουν να καταστραφούν, καθώς εξαιτίας ελλείψεων προσωπικού παραμένουν για πολλές μέρες χωρίς έλεγχο.

Τη δραματική μείωση του προσωπικού καταγγέλλουν και οι εργαζόμενοι στο Εθνικό Κέντρο Αιμοδοσίας (ΕΚΕΑ), λέγοντας ότι τα εθνικά αποθέματα αίματος, καθώς και δεκάδες ασκοί πλάσματος κινδυνεύουν να πεταχτούν στα… σκουπίδια. Oπως κατήγγειλαν στον «Α» οι εργαζόμενοι, «από το τέλος Μαΐου το ΕΚΕΑ παραμένει για πρώτη φορά στα χρονικά κλειστό μετά το μεσημέρι και τα Σαββατοκύριακα, με αποτέλεσμα να παρουσιάζονται σημαντικά προβλήματα στη διακίνηση του εθνικού αποθέματος αίματος αλλά και του μοριακού ελέγχου των μονάδων του Νοσοκομείου Νίκαιας που εξυπηρετείται από το Κέντρο». Σύμφωνα με τους εργαζόμενους, η λειτουργία του Κέντρου καθίσταται σχεδόν αδύνατη και επικίνδυνη για τη δημόσια υγεία.

Μοριακός έλεγχος

Δύο χρόνια και τρεις μήνες έπρεπε να περάσουν από τη δέσμευση της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας για μοριακό έλεγχο μέχρι να ολοκληρωθεί ο διεθνής διαγωνισμός για την αγορά ειδικού εξοπλισμού των σχετικών κέντρων. Αμέσως μετά την αποκάλυψη του τραγικού περιστατικού μόλυνσης από AIDS του 16χρονου κοριτσιού από τη Θεσσαλονίκη έπειτα από μετάγγιση (Μάρτιος του 2006), το υπουργείο Υγείας ανακοίνωνε ότι σε σύντομο χρονικό διάστημα (εντός δύο μηνών) όλο το αίμα που διακινείται στη χώρα θα ελέγχεται μοριακά, με τη μέθοδο ΝΑΤ.

Τα μέλη της Ελληνικής Oμοσπονδίας Θαλασσαιμίας, πάντως, κάνουν λόγο για εγκληματική καθυστέρηση στην ολοκληρωμένη εφαρμογή του μοριακού ελέγχου του αίματος σε όλη την επικράτεια και καταγγέλλουν την ηγεσία του υπουργείου Υγείας για αθέτηση υποσχέσεων και έργων. Μάλιστα, όπως αναφέρουν, χιλιάδες ασθενείς ζουν σε κλίμα αβεβαιότητας για την ασφάλεια της θεραπευτικής αντιμετώπισης της ασθένειάς τους και παίζουν καθημερινά τη ζωή τους… ρώσικη ρουλέτα κινδυνεύοντας να μολυνθούν.

Μόνον το 45%

Σήμερα μόνον το 45% του αίματος που διατίθεται στην Ελλάδα ελέγχεται με τη μέθοδο ΝΑΤ, ενώ σύμφωνα με τις εκτιμήσεις των ειδικών, κάθε χρόνο στη χώρα μας έξι άνθρωποι μολύνονται από τον ιό του AIDS και 150 από την ηπατίτιδα Β. «Η καθολική εφαρμογή του μοριακού ελέγχου του αίματος με την τεχνική ΝΑΤ αποτελεί πλέον επιτακτική ανάγκη για την αποτροπή μολύνσεων από λοιμώδεις νόσους, όπως HIV, HCV, HBV, στη διάρκεια του ορολογικά σιωπηλού παραθύρου», τόνισε η πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Μεταγγισιοθεραπείας, Αλίκη Μανιάτη, υπογραμμίζοντας ότι από το 1985 έχουν μολυνθεί από τον ιό του AIDS 184 άτομα -έπειτα από μετάγγιση αίματος- εκ των οποίων τα 13 ήταν παιδιά…