Αιμορραγεί το σύστημα αιμοδοσίας

 

Καταστρέφονται 25.000 μονάδες ετησίως, ενώ οι υπηρεσίες χρειάζονται προσωπικό

Της Πεννυς Mπουλουτζα

Μια ιδιαίτερα δυσάρεστη και αγχωτική κατάσταση βιώνουν όσοι έχει χρειαστεί να υποβληθούν σε εγχείρηση ή όσοι έχουν συγγενείς που υποβλήθηκαν σε εγχείρηση. Την αναζήτηση αίματος, για την οποία κύρια ευθύνη έχει η κακή οργάνωση του συστήματος αιμοδοσίας. Οι υπηρεσίες των νοσοκομείων «στενάζουν» λόγω έλλειψης προσωπικού, που δεν επαρκεί για να εξυπηρετήσει και να κατευθύνει σωστά τους υποψήφιους αιμοδότες. Εξαιτίας της υποστελέχωσης, πολλές υπηρεσίες ακόμα και σε μεγάλα νοσοκομεία της Αθήνας δεν μπορούν να λειτουργήσουν σε απογευματινή βάρδια (π. χ. στον Ευαγγελισμό και στο Αλεξάνδρα), ή ακόμα και τα Σαββατοκύριακα. Επιπλέον, ελάχιστες υπηρεσίες αιμοδοσίας έχουν σωστές κτιριακές υποδομές (χώρους υποδοχής αιμοδοτών, εργαστήρια κ. ά.) με βάση τις ευρωπαϊκές οδηγίες. Οπως επισήμανε στην «Κ» ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ομοσπονδίας Συλλόγων Εθελοντών Αιμοδοτών κ. Χρ. Πρωτόπαπας, «τουλάχιστον έως πρόσφατα οι περισσότερες υπηρεσίες στεγάζονταν σε μικρούς χώρους σε υπόγεια, υπό κακές κτιριακές συνθήκες, με κουρασμένο προσωπικό, στοιχεία που αποτελούν αντικίνητρο γι’ αυτόν που θα θελήσει να δώσει αίμα».

Συνολικά οι ανάγκες για αίμα στην Ελλάδα ανέρχονται σε περίπου 600.000 – 650.000 μονάδες ετησίως, εκ των οποίων μόλις το 48% προέρχεται από εθελοντές αιμοδότες. Τριάντα χιλιάδες μονάδες εισάγονται από τον Ελβετικό Ερυθρό Σταυρό και οι υπόλοιπες προέρχονται από συγγενείς ασθενών που «εξαναγκάζονται» να δώσουν αίμα για να χειρουργηθεί ο άνθρωπός τους. Σύμφωνα με τον κ. Πρωτόπαπα, περίπου 25.000 μονάδες αίματος που συλλέγονται από τις υπηρεσίες αιμοδοσίας καταστρέφονται κάθε χρόνο, λόγω της κακής οργάνωσης του συστήματος. Οπως χαρακτηριστικά αναφέρει, «υπήρξαν στο παρελθόν περιπτώσεις που το αίμα έληξε πριν χρησιμοποιηθεί». Σε πολλές περιπτώσεις, η αιτία είναι ότι οι αιμοδότες του «συγγενικού περιβάλλοντος», προκειμένου να μην τους απορρίψουν από την αιμοδοσία, δεν λένε την αλήθεια σε ερωτήσεις που τους γίνονται σχετικά με το εάν έχουν λάβει φάρμακα ή εάν πάσχουν από κάποια ασθένεια. Το ίδιο παρατηρείται και με υπαλλήλους οργανισμών και υπηρεσιών που δίνουν εθελοντικά αίμα με αντάλλαγμα ολιγοήμερη άδεια. Στον έλεγχο του αίματος καταδεικνύεται η ακαταλληλότητα του αιμοδότη και το αίμα που συλλέχθηκε καταστρέφεται.

Ανάγκη αναδιοργάνωσης

Στην ανάγκη αναδιοργάνωσης του συστήματος αιμοδοσίας στη χώρα μας εστιάζει μιλώντας στην «Κ» η διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας, Ολγα Μαραντίδου. Οπως τονίζει, θα πρέπει αφενός να υπάρξει συγκεντρωτισμός των αιμοδοσιών, που σημαίνει ότι ο συνολικός έλεγχος του αίματος που συλλέγουν οι περίπου 90 υπηρεσίες αιμοδοσίες στη χώρα μας θα γίνεται κεντρικά σε προκαθορισμένα κέντρα αιμοδοσίας. Με τον τρόπο αυτό μπορεί να επιτευχθεί οικονομία στις υπηρεσίες αιμοδοσίες σε αντιδραστήρια. Από την άλλη, θα απελευθερωνόταν προσωπικό (από ένα έως τρία άτομα σε κάθε υπηρεσία), το οποίο θα μπορούσε να λειτουργήσει τις υπηρεσίες σε απογευματινή βάση, διευκολύνοντας με αυτόν τον τρόπο τον εργαζόμενο εθελοντή αιμοδότη. Αρκεί μόνο να τονιστεί ότι το ένα τρίτο των υπηρεσιών αιμοδοσίας που λειτουργούν πραγματοποιούν λιγότερες από 3.000 αιμοληψίες τον χρόνο. Εάν το αίμα που συλλέγουν αυτές οι υπηρεσίες ελέγχεται κεντρικά θα υπάρξει οικονομία από το κόστος των αντιδραστηρίων (το ίδια υλικά για πολύ μεγαλύτερο αριθμό δειγμάτων). Σημειώνεται ότι σε υπηρεσία αιμοδοσίας μεγάλου νοσοκομείου το κόστος για τα αναλώσιμα επεξεργασίας του αίματος ανά μονάδα αίματος ανέρχεται στα 250 ευρώ, που μαζί με τον μοριακό έλεγχο μπορεί να φθάσουν τα 350 ευρώ. Αυτό το ποσό μπορεί να είναι ακόμα και διπλάσιο όταν η επεξεργασία γίνεται σε μικρές υπηρεσίες. Τέλος, η κ. Μαραντίδου επισημαίνει την ανάγκη δημιουργίας ενός Εθνικού Αρχείου Αιμοδοτών καθώς και ηλεκτρονική σύνδεση των κέντρων αιμοδοσίες με τις αντίστοιχες υπηρεσίες.

Τακτικοί εθελοντές, οι πιο «ασφαλείς»

«Ο “ασφαλής” για τους άλλους αιμοδότης είναι ο τακτικός αιμοδότης», τονίζει στην «Κ» η διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Αιμοδοσίας κα Ολγα Μαραντίδου. «Ο τακτικός αιμοδότης “εκπαιδεύεται”. Μαθαίνει για τους κινδύνους που εγκυμονεί μια επισφαλής αιμοδοσία και προσέχει. Δεν λέει ποτέ ψέματα». Σύμφωνα με την κ. Μαραντίδου η πολιτική του κράτους στο θέμα του αίματος θα πρέπει να εστιάζει στην αύξηση του αριθμού των τακτικών εθελοντών αιμοδοτών μέσα από μια συνεχή προσπάθεια ευαισθητοποίησης του πληθυσμού. «Η επάρκεια και η ασφάλεια του αίματος είναι ευθύνη της πολιτείας. Και είναι υποχρέωση της πολιτείας να παρέχει το αίμα και όχι να το ζητεί από τους συγγενείς των ασθενών όταν υπάρχει ανάγκη», σημειώνει. Αξίζει μόνο να σημειωθεί ότι στη Δυτική Ευρώπη δεν υπάρχουν οι «συγγενείς αιμοδότες». Σύμφωνα με την κ. Μαραντίδου, παράλληλα με την εκστρατεία ευαισθητοποίησης θα πρέπει να υπάρχει μια διαρκής προσπάθεια για την εκπαίδευση των κλινικών γιατρών ως προς τη χρήση του αίματος. Οπως επισημαίνει συχνά δεν υπάρχει ορθολογική χρήση του αίματος από τους γιατρούς. «Μια καλή μετάγγιση, σημαίνει όχι μόνο να είναι ασφαλής αλλά να είναι και χρήσιμη», επισημαίνει. Και τονίζει «το αίμα είναι ένα πολύτιμο αγαθό. Οταν το προσφέρει ο αιμοδότης είναι για να πιάσει τόπο. Για να βοηθήσει το συνάνθρωπό του».