Ακατάλληλες καρδιολογικές κλινικές

Σε δημόσιο και ιδιωτικό τομέα

Της Γαληνης Φουρα

Καρδιολογικές κλινικές σε νοσοκομεία και ιδιωτικές κλινικές προβαίνουν σε εμφυτεύσεις βηματοδοτών και απινιδωτών, χωρίς να έχουν κατάλληλα εκπαιδευμένους γιατρούς και προσωπικό ή άλλες αναγκαίες προδιαγραφές όσον αφορά τον εξοπλισμό και τις δυνατότητες του θεραπευτηρίου.

Αυτό προκύπτει από έγγραφο της υπουργού Υγείας Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου προς τις υγειονομικές περιφέρειες, το Σώμα Επιθεωρητών Υγείας και τα ασφαλιστικά ταμεία, με το οποίο ζητείται να κατατεθούν τα αναγκαία πιστοποιητικά για την επαναξιολόγηση όλων των μονάδων. Στο στόχαστρο του υπουργείου βρίσκονται, σύμφωνα με πληροφορίες, αρκετές μονάδες σε νοσοκομεία και κλινικές, στις οποίες πραγματοποιείται μικρός αριθμός εξετάσεων και επεμβάσεων (δεν υπάρχει εμπειρία) και δεν διασφαλίζεται η ποιότητα των ιατρικών υπηρεσιών.

«Από έγγραφα των νοσοκομείων και ιδιωτικών κλινικών», αναφέρει στις 29 Ιουνίου η υπουργός, προκύπτει ότι αν και δεν έχουν προσαρμοστεί «εντούτοις εξακολουθούν να προβαίνουν σε εμφυτεύσεις». Από τη σχετική απόφαση (18/6/2009) προβλεπόταν περίοδος προσαρμογής έξι μηνών για την υποβολή δικαιολογητικών σχετικά με τα προσόντα των γιατρών και του προσωπικού, το αρχείο των ασθενών και γενικά τη διαδικασία αδειοδότησης, η οποία έχει λήξει προ πολλού.

Οι προδιαγραφές χαρακτηρίζονται από γιατρούς αυστηρές, κυρίως για περιφερειακά νοσοκομεία που βρίσκονται σε μεγάλη απόσταση από τα αστικά κέντρα. Αλλοι τις θεωρούν αναγκαίες.

«Πρέπει, επιτέλους, να εφαρμοστεί και στην Ελλάδα αυτό που γίνεται σε όλες τις χώρες της Ευρώπης», σημειώνει στην «Κ» ο διευθυντής Καρδιολογικής Κλινικής ιδιωτικού Θεραπευτηρίου, κ. Δήμος Κατρίτσης. «Για να δοθεί άδεια σε ένα κρατικό ή ιδιωτικό νοσοκομείο να εμφυτεύει βηματοδότες και απινιδωτές, πρέπει να υπάρχουν γιατροί και παραϊατρικό προσωπικό ειδικά εκπαιδευμένοι στην ηλεκτροφυσιολογία, εξοπλισμένο εργαστήριο, καρδιοχειρουργική ή θωρακοχειρουργική κάλυψη, αλλά και να εκτελείται ένας ικανοποιητικός αριθμός επεμβάσεων τον χρόνο. Στην Ελλάδα υπάρχουν πολλά κρατικά και ιδιωτικά θεραπευτήρια στα οποία έχει επιτραπεί η τοποθέτηση βηματοδοτών και απινιδωτών, χωρίς να πληρούν καμιά από τις προϋποθέσεις αυτές.

Ενα άλλο πρόβλημα είναι ότι ακόμη και σήμερα το ΙΚΑ πληρώνει διαφορετικές τιμές, κατά περίπτωση, για βηματοδότες και απινιδωτές. Επειδή υπάρχουν βηματοδότες που η μπαταρία τους τελειώνει σε ένα χρόνο και άλλων σε δέκα, ενώ η διαφορά τιμής μπορεί να είναι 300 ευρώ, απαιτείται μεγάλη προσοχή. Η λύση είναι να ληφθεί ως πλαφόν η μέση τιμή της Ευρώπης και να κληθούν οι μεγάλες εταιρείες να δώσουν εκπτώσεις για μαζικές αγορές».

Η πίεση που ασκείται από την πλευρά των ενημερωμένων ασθενών προς τα ασφαλιστικά ταμεία είναι μεγάλη και το κόστος υψηλό, παρότι στην Ελλάδα οι γιατροί δεν πληρώνονται κατά πράξη, όπως συμβαίνει σε όλο τον κόσμο. Στο ηλεκτροφυσιολογικό εργαστήριο του Ιπποκρατείου, όπως και σε άλλες μεγάλες κλινικές, πραγματοποιούνται ετησίως 1.300 ηλεκτροφυσιολογικές πράξεις (έλεγχοι, επεμβάσεις, εμφυτεύσεις).

«Απαραίτητη προϋπόθεση, ώστε ένας καρδιοπαθής που έχει υποστεί έμφραγμα και πάσχει από καρδιακή ανεπάρκεια να φθάσει στα βαθιά γεράματα, είναι να ελεγχθεί ηλεκτροφυσιολογικά» υπογραμμίζει στην «Κ» ο υπεύθυνος του εργαστηρίου επίκουρος καθηγητής Καρδιολογίας Κώστας Γκατζούλης. «Προστατεύεται έτσι από αιφνίδιο καρδιακό θάνατο. Από την εξέταση θα διαπιστωθεί εάν κινδυνεύει, και στην περίπτωση αυτή η καλύτερη δυνατή προστασία είναι ο εμφυτεύσιμος απινιδωτής. Παράλληλα, οι αντιβραδυκαρδιακοί βηματοδότες προστατεύουν κυρίως ηλικιωμένους ασθενείς από συγκοπτικά επεισόδια. Τέλος, ο καθετηριασμός της εστίας της αρρυθμίας μέσα στην καρδιά, ανακουφίζει νέα άτομα από βασανιστικές ταχυκαρδίες, όπως υπερκοιλιακές ή κοιλιακές ταχυκαρδίες και τους επιτρέπει να απολαμβάνουν ποιότητα ζωής. Θεωρώ ότι σε κάθε περίπτωση δεν προέχει το μοντέλο και η τιμή του μηχανήματος, αλλά η σχέση γιατρού – ασθενούς».