Απαξιώνεται δραματικά η περιουσία των ταμείων

Δημιουργειται ένα εκρηκτικό μείγμα με τη μείωση των εσόδων και την αύξηση των χρεών που απειλει και την πληρωμή των συντάξεων

Της Χ. Κοψινη

Εγκλωβισμένα στη δίνη της χρηματιστηριακής κρίσης, τα ασφαλιστικά ταμεία της χώρας, οι άλλοτε έμπιστοι θεσμικοί επενδυτές των τραπεζικών μετοχικών κεφαλαίων που στο πρόσφατο παρελθόν (σε Εθνική και την Εμπορική) εξαναγκάστηκαν να μειώσουν τις θέσεις τους, βλέπουν τώρα την περιουσία τους να απομειούται, τα έσοδά τους να μειώνονται και τα χρέη τους να διογκώνονται. Πρόκειται για μια απαξίωση ιστορικής σημασίας, η οποία σε συνδυασμό και με τη μείωση των εισφορών απειλεί με επιπτώσεις και στην πληρωμή των συντάξεων.

Ηδη το Ταμείο Πρόνοιας των δημόσιων υπαλλήλων διατηρεί σε εκκρεμότητα 13.500 αιτήσεις για χορήγηση εφάπαξ! Αν και το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους έχει ολοκληρώσει τη διαδικασία για την αποπληρωμή των εφάπαξ σε 10.500 συνταξιοδοτηθέντες, το ταμείο αδυνατεί να καταβάλλει τα ποσά. Για να εκπληρώσει στοιχειωδώς τις υποχρεώσεις του απαιτούνται 550 εκατομμύρια ευρώ. Αλλά ακόμη κι αν έβγαζε στο σφυρί την περιουσία του, που δεν υπερβαίνει τα 50 εκατομμύρια δεν θα επαρκούσε το ποσό παρά για ελάχιστους συνταξιούχους. Βεβαίως, τα προβλήματα εσόδων στα ταμεία δεν είναι καινούργια κι ούτε προέκυψαν από τη χρηματοπιστωτική κρίση. Ωστόσο, η τελευταία, στενεύει ακόμη περισσότερο τα περιθώρια χρηματοδότησης, απομακρύνει το ενδεχόμενο ρευστοποίησης αποθεματικών και κάνει απαγορευτική οποιαδήποτε επενδυτική κίνηση θα μπορούσε προσωρινά να ανακουφίσει την ταμειακή στενότητα. Υπό αυτήν την έννοια η επίπτωση της κρίσης στα αποθεματικά των ταμείων αποτελεί μια πρώτη χαρακτηριστική ένδειξη των επιπτώσεών της στην πραγματική οικονομία.

Ποια είναι η κατάσταση με τα αποθεματικά;

Σύμφωνα με τις πλέον μετριοπαθείς εκτιμήσεις, η περιουσία των ασφαλιστικών φορέων έχει μειωθεί τουλάχιστον κατά 5 δισ. ευρώ, ενώ ήδη ορισμένοι αναλυτές μιλούν και για απώλειες που ανέρχονται στο ποσό των 6 δισ. ευρώ, υποστηρίζοντας ότι από το σύνολο των 29 δισ. που είχαν ανακοινωθεί στις 31/12/2006 η κινητή και ακίνητη περιουσία δεν υπερβαίνει τα 23 δισ. ευρώ. Πρόκειται για απώλεια ιστορικής σημασίας εάν αναλογιστεί κανείς ότι το ποσό αυτό αντιστοιχεί σε αξία με το σύνολο του τραπεζικού χαρτοφυλακίου που είχαν τον Δεκέμβριο του 2006. Υπενθυμίζεται ότι η συνολική αξία των μετοχών που κατείχαν στις 31/12/2006 ήταν 4,749 δισ. ευρώ και αποτελούσαν το 31,1% της συνολικής τους περιουσίας Ποσοστό άνω του 80% των χεωγράφων είναι τραπεζικές μετοχές (3,800 δισ. ευρώ)

Εάν συνεχιστεί η φυγή των ξένων από το ελληνικό Χρηματιστήριο και τα κερδοσκοπικά κεφάλαια εξακολουθήσουν να εγκαταλείπουν τις θέσεις που κατείχαν στα μετοχικά των ελληνικών τραπεζών, είναι βέβαιο ότι οι απώλειες από τη διατήρηση των δομημένων κεφαλαίων στα ταμεία αποτελεί σταγόνα στον ωκεανό, εάν συγκριθεί με τη ζημία που υφίστανται σήμερα από την πτώση των βαριών χαρτιών που έχουν στα χαρτοφυλάκιά τους.

Ζημία, η οποία δεν είναι μόνο λογιστική, αφού και με νόμο η αποτίμηση των μετοχών εισηγμένων εταιρειών που κατέχουν οι ασφαλιστικοί φορείς αποτιμώνται στην τρέχουσα τιμή.

Στην πραγματικότητα η απαξίωση της περιουσίας των φορέων αντανακλά και την εσφαλμένη πολιτική που ασκήθηκε για να περιορίσουν τη συμμετοχή τους στην Εθνική Τράπεζα και την Εμπορική, όταν δεν τους επιτράπηκε να ασκήσουν τα δικαιώματά τους και συμμετάσχουν στην αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου το 2006 πριν από την εξαγορά της FinansBank. Αλλά και πιο πριν όταν «εξαναγκάστηκαν» με κυβερνητική γραμμή να σε μειώσουν τις θέσεις που κατείχαν ως παλαιοί μέτοχοι στην Εμπορική Τράπεζα, προκειμένου να προχωρήσει η εξαγορά της από την Credit Agricole. Σήμερα πολλοί θα αναθεωρήσουν τη λογική εκείνων των περιορισμών και θα αναπολήσουν τη στήριξη που παρέχουν στα τραπεζικά χαρτιά ισχυροί θεσμικοί επενδυτές, όπως είναι τα δημόσια ταμεία μιας χώρας, τα οποία θα μπορούσαν να αποδειχτούν ανάχωμα στη φυγή των κερδοσκοπικών κεφαλαίων. Αυτά, όμως, αποτελούν ιστορία η οποία, ως γνωστόν, δεν ξαναγράφεται.

Οι μεγαλύτερες απώλειες προέρχονται από την πτώση των τραπεζικών και δη της μετοχής της ΕΤΕ. Βάσει της καταγραφής που είχε γίνει στα τέλη του 2006 οι ασφαλιστικοί φορείς είχαν στην κατοχή τους περισσότερα από 66 εκατομμύρια τεμάχια, για τα οποία οι απώλειες σήμερα υπολογίζονται στο ποσό του 1,45 δισ. ευρώ με βάση την τιμή κλεισίματος της περασμένης Παρασκευής. Τις μεγαλύερες ζημίες καταγράφουν το ταμείο προσωπικού της ΕΤΕ που κατέχει 8,5 εκατομμύρια τεμάχια και το ΙΚΑ (7,123 εκατομμύρια).

Πτώση, αν και σε μικρότερο βαθμό –λόγω της χαμηλότερης εμπορευσιμότητας που είχε η Τράπεζα Αττικής– εμφανίζει και η περιουσία του ΤΣΜΕΔΕ το οποίο κατείχε 34,65 εκατομμύρια μετοχές της συγκεκριμένης τράπεζας. Εκτιμάται ότι οι συνολικές απώλειες στο μετοχικό του χαρτοφυλάκιο μόνο από τραπεζικές μετοχές ανέρχονται στο ποσό των 250 εκατομμυρίων ευρώ. Το ΤΣΑΥ προσμετρά μείωση της περιουσίας απο μετοχές κατά 250 εκατομμύρια ευρώ, ο ΟΓΑ 35 και ο ΟΑΕΕ περίπου 130 εκατομμύρια ευρώ,

Ομως, η μείωση της περιουσίας δεν προέρχεται μόνο από τα τραπεζικά χαρτιά, τα οποία αποτελούν το 80% των χρεογράφων και ανέρχονταν στο ποσό των 4 δισ. ευρώ στις αρχές του 2007, αλλά και από τα αμοιβαία κεφάλαια, που άνοιξαν πρώτα τον χορό της αντίστροφης μέτρησης για τις απώλειες των φορέων. Σύμφωνα με εκτιμήσεις οι απώλειες από τα αμοιβαία ανέρχονται στο ποσό των 400 εκατομμυρίων ευρώ, ενώ σε 250 εκατομμύρια υπολογίζονται οι απώλειες από τα περίφημα δομημένα.

Μειωμένα εμφανίζονται τα περιουσιακά στοιχεία και λόγω της λήξης ομολόγων του Δημοσίου και της μη αντικατάστασής τους με νέα. Επί παραδείγματι, λόγω της μη αντικατάστασης των ομολόγων ύψους 3,200 δισ. ευρώ που είχε το ΙΚΑ το 2006 σήμερα διαθέτει μόνο 1,850 δισ. σε τίτλους του Δημοσίου

Υπό αυτήν την έννοια η διατήρηση των διαθεσίμων ύψους περίπου 13 δισ. ευρώ στο λογαριασμό της Τραπέζης της Ελλάδος αποδεικνύεται το πιο ασφαλές καταφύγιο. Ωστόσο, πρέπει να σημειωθεί ότι η υπουργός Απασχόλησης εξέτασε και το ενδεχόμενο μεταφοράς του ποσού σε προθεσμιακές τραπεζικές καταθέσεις, προκειμένου να αντληθεί μεγαλύτερη απόδοση από την αύξηση του επιτοκίου που προσφέρουν σήμερα οι τράπεζες για να εξασφαλίσουν ρευστότητα. Αλλωστε αυτή τη στιγμή τέτοια δυνατότητα επιτρέπεται μόνο για το 1% κι αυτό σε καταθέσεις τριμήνου. Ωστόσο, επί του παρόντος η κ. Πετραλιά δεν προτίθεται να προχωρήσει σε μια τέτοια πρόταση, εκτιμώντας ότι η ΤτΕ αποτελεί καλύτερη διασφάλιση.

Η εικόνα των ασφαλιστικών ταμείων θα ήταν ελλιπής εάν σε αυτήν δεν προστεθούν οι αυξημένες χρηματοδοτικές ανάγκες που έχει για την αποπληρωμή των συντάξεων ο Οργανισμός Ασφάλισης Ελεύθερων Επαγγελματιών. Τα ταμείο χρειάζεται τουλάχιστον 170 εκατομμύρια μέχρι το τέλος του έτους, ενώ ήδη έχει χρηματοδοτηθεί με 300 εκατομμύρια ευρώ παραπανω από τον αρχικό προγραμματισμό.

Η εθελουσία έριξε έξω και τον ΟΑΠ-ΔΕΗ

Επιπλέον 300 εκατομμύρια ευρώ, εκτός από το αρχικό ποσό των 475 εκατομμυρίων ευρώ ζητεί και ο ΟΑΠ-ΔΕΗ που έπεσε έξω στους προγραμματισμούς του για τον αριθμό των συνταξιοδοτήσεων. Αρχικώς είχε προβλέψει ότι θα αποχωρήσουν 1.100 υπάλληλοι, αλλά λόγω της εθελουσίας και του πανικού που προκάλεσε η μεταρρύθμιση οι τελικές αιτήσεις συνταξιοδότησης υπερέβησαν τις 1.700. Προβλήματα που δεν φαίνονται λόγω των υποχρεώσεων που δεν εξυπηρετούνται και καταγράφονται στους ετήσιους προϋπολογισμούς (που στην πραγματικότητα είναι ισολογισμοί) έχει και το ΙΚΑ. Σύμφωνα με πληροφορίες δεν αποδίδει, ούτε τμηματικά τα ποσά άνω των 300 εκατομμυρίων ευρώ στον ΟΑΕΔ, την Εργατική Εστία και την Εργατική Κατοικία, ενώ ασαφές παραμένει εάν οι τράπεζες θα εξυπηρετήσουν την οφειλή τους για τους συνταξιούχους που μεταβίβασαν στο ΙΚΑ-ΕΤΑΜ. Ας μη μιλήσουμε για το μεγάλο χρέος προς το επικουρικό του ΙΚΑ για το οποίο συνεχίζει να εισπράττει τις εισφορές, χωρίς καμία ένδειξη για την απόδοση των παλαιών οφειλών.