Χειρουργούσαν με κριτήριο το ύψος της μίζας

Τι αποκαλύπτει η αλληλογραφία εκπρόσωπου εταιρείας με τον Ντούγκαλ

Του Τασου Tελλογλου

Την αύξηση του ποσοστού προμήθειας που δινόταν στους γιατρούς από 20% σε 23% της τιμής των ορθοπεδικών προϊόντων ζητούσε ο Ελληνας εκπρόσωπος της εταιρείας Medec N.K. σε απόρρητη επιστολή του στον κ. Τζον Ντούγκαλ, που καταδικάστηκε χθες από το πρωτοδικείο του Λονδίνου για δωροδοκίες γιατρών του ΕΣΥ. Σύμφωνα με απόρρητη επιστολή του Ν.Κ., κυρίου μετόχου της Medec, προς τον Τζον Ντούγκαλ στις 22 Φεβρουαρίου του 2002, η ελληνική εταιρεία ελάμβανε την 1η Ιανουαρίου του 2002 προμήθεια ύψους 30% του συνολικού ποσού του ορθοπεδικού είδους που διακινούσε για λογαριασμό της Depuy. H ξένη εταιρεία ζητούσε μείωση της τιμής κατά 10%, αλλά ο Ν.Κ. αντέτεινε στην επιστολή του ότι βρισκόταν μπροστά σ’ ένα δίλημμα:

Είτε να συνεχίσει να υποστηρίζει τις πωλήσεις της εταιρείας «από την τσέπη του είτε να αυξήσει την επιδότηση της «επιμόρφωσης των ιατρών» (σ.σ. όπως κατ’ ευφημισμόν αποκαλούνταν το «λάδωμα» των χειρουργών ορθοπεδικών) από 20% σε 23% του τελικού προϊόντος το 2002, καθώς η Johnson& Johnson και δύο τρεις άλλες εταιρείες δουλεύουν με 26-30%.

Ο Ντούγκαλ φαίνεται ότι θεωρούσε αυτού του είδους το αίτημα «εκβιασμό», αλλά ο Ελληνας «μεσάζοντας» εξέφραζε ταυτόχρονα την ελπίδα ότι ο σύλλογος των προμηθευτών, δηλαδή ο ΠΑΣΥΠΟΥ, θα ερχόταν στα λογικά του, καθώς οι «μίζες» είχαν ξεπεράσει κάθε όριο και ο Ν.Κ. με «βάση την εξέλιξη της αγοράς», δηλαδή την απληστία των ορθοπεδικών για ολοένα και μεγαλύτερες «μίζες», «δεν επιθυμούσε ούτε να κερδίσει αλλά ούτε και να χάσει από την εξέλιξη της αγοράς…».

Ο Ελληνας μεσάζων επισήμανε στον Ντούγκαλ ότι οι ανταγωνιστές του δεν ενδιαφέρονταν τόσο για τα περιθώρια κέρδους, αλλά «για μερίδια αγοράς πάση θυσία». Χαρακτηριστικό είναι ότι ο Ελληνας αντιπρόσωπος διέθετε πληροφόρηση «από το εσωτερικό του ΠΕΣΥ».

Σύμφωνα με όσα κατατέθηκαν στο πρωτοδικείο του Λονδίνου, η Depuy απομακρύνθηκε από τον συγκεκριμένο αντιπρόσωπο από το 2004, με αποτέλεσμα να χάσει μεγάλα μερίδια της αγοράς, καθώς το τελικό κριτήριο πολλών χειρουργών για το αν και ποια υλικά θα χρησιμοποιούσαν αποτελούσε πάντα συνάρτηση του ύψους των «μιζών». Ετσι όταν χάθηκε η Depuy από την αγορά, τη θέση της πήραν άλλες ευρωπαϊκές και κυρίως ιταλικές εταιρείες.

H μητρική της εταιρεία Johnson & Johnson εγκατέλειψε κάθε συνεργασία με Ελληνες μεσάζοντες και ακολούθησε μια τακτική πίεσης στις αρχές να κατεβάσουν δραστικά τις τιμές όχι μόνο στα ορθοπεδικά υλικά, αλλά και στα προϊόντα αγγειοπλαστικής. Στην ίδια γραμμή πλεύσης είναι και μια σειρά άλλες αμερικανικές εταιρείες που υφίστανται απηνή διωγμό για πληρωμές σε γιατρούς και επιδιώκουν επί ίσοις όροις ανταγωνισμό με τις ευρωπαϊκές που λειτουργούν ακόμα πιο ελεύθερα σε ό,τι αφορά τη δυνατότητά τους να «λαδώνουν».