Δημόσια υγεία αλλά μόνο κατΆ όνομα

Δημόσια υγεία αλλά μόνο κατΆ όνομα

Οσο αυξανονται οι κρατικές δαπάνες, τόσο μεγαλώνει το μερίδιο των ιδιωτικών κλινικών

Της Θεοδωρας Λιακοπουλου 

Οι Ελληνες πληρώνουν ένα στα δύο ευρώ για ιατρικές υπηρεσίες από την
τσέπη τους, παρά το γεγονός ότι οι κρατικές δαπάνες για
ιατροφαρμακευτική περίθαλψη κάθε χρόνο αυξάνονται.

Για τον λόγο
αυτό, άλλωστε, το ελληνικό σύστημα υγείας χαρακτηρίζεται τόσο από
Ελληνες όσο και από ξένους ειδικούς «παράδοξο» και «ασυνήθιστο», αφού,
ενώ το Σύνταγμα κάνει κατηγορηματικά λόγο για «δημόσια υγεία», η
ιδιωτική δαπάνη, νόμιμη και παράνομη, αυξάνεται με ρυθμούς υψηλότερους
του ΑΕΠ και ήδη καλύπτει πάνω από το 50% της συνολικής.

«Το ότι
το 50% των δαπανών του Ελληνα για την υγεία κατευθύνεται στον ιδιωτικό
τομέα και το υπόλοιπο 50% στο Δημόσιο, διαμορφώνει μία ουσιαστικά
δυσανάλογη σχέση μεταξύ δημόσιας και ιδιωτικής υγείας που καθιστά την
Ελλάδα “ασυνήθιστη” σε σύγκριση με την υπόλοιπη Ευρώπη. Και τούτο γιατί
εφόσον η χώρα προσφέρει υπηρεσίες υγείας και ο ιδιωτικός τομέας θα
έπρεπε να έχει μικρότερο μερίδιο, οι δαπάνες για ιδιωτικές υπηρεσίες
υγείας όλο και αυξάνονται».

Αυτά ανέφερε μεταξύ άλλων, ο
καθηγητής της Κοινωνικής Πολιτικής του London School of Economics &
Political Sciens κ. Alistair MAcGuire στη διάρκεια της ημερίδας με θέμα
«η λήψη αποφάσεων στον χώρο της υγείας, μέσω συνδυασμού κλινικών και
οικονομικών δεδομένων».

Σύμφωνα με στοιχεία που παρουσίασε στην
ημερίδα ο κ. MAcGuire, στην Ελλάδα, η κατα κεφαλήν αύξηση για τέτοιες
δαπάνες είναι σημαντικά μεγαλύτερη από την αύξηση του ονομαστικού ΑΕΠ.
Το διάστημα 2000-2005 ο Ελληνας δαπάνησε κατά 8,9% περισσότερα χρήματα
για την ιδιωτική υγεία, όταν η αύξηση (κατά κεφαλήν) του ονομαστικού
ΑΕΠ για το ίδιο διάστημα ήταν 7,2%. Το διάστημα 1995-2000 τα μεγέθη
αυτά ήταν 9,3% και 4,6%, αντίστοιχα, το 1990-1995, 8,2% και 2,6%, ενώ
την περίοδο 1970-1985 ήταν 10,6% και 9,6%, με την αύξηση των δαπανών
για ιδιωτική υγεία να είναι πάντα μεγαλύτερες από την αύξηση του
ονομαστικού ΑΕΠ.

Για τους ίδιους λόγους, «παράδοξη» χαρακτηρίζει
την περίπτωση της Ελλάδας και ο Καθηγητής Οικονομίας της Υγείας στο
Πανεπιστήμιο Αθηνών κ. Λυκούργος Λιαρόπουλος, αναφέροντας
χαρακτηριστικά ότι το ελληνικό σύστημα υγείας είναι πλέον το πιο
ιδιωτικοποιημένο μεταξύ των 30 χωρών του ΟΟΣΑ, παρά το γεγονός ότι το
Σύνταγμα προβλέπει ότι η υγεία του πολίτη είναι κρατική υπόθεση. Στις
ΗΠΑ, όπου το Σύνταγμα προβλέπει ακριβώς το αντίθετο, δηλαδή ότι η υγεία
είναι υπόθεση της ατομικής ευθύνης των πολιτών, η δημόσια
χρηματοδότηση, μόνο για τους ηλικιωμένους και τους (πολύ) φτωχούς,
είναι, ως ποσοστό της συνολικής δαπάνης υγείας, οριακά μεγαλύτερη από
ό,τι στην Ελλάδα.

Και συνεχίζει ο κ. Λιαρόπουλος: το 1976 υπήρχαν
περίπου 900 (μικρές) ιδιωτικές κλινικές και κανένα μεγάλο ιδιωτικό
θεραπευτήριο. Το 2006, έμειναν λιγότερες από 200 και από αυτές, τα 3-4
μεγάλα ιδιωτικά θεραπευτήρια συγκεντρώνουν ένα πολύ μεγάλο μέρος του
ιδιωτικού τζίρου. Στα 30 χρόνια από το 1976, η εικόνα στην Υγεία άλλαξε
ριζικά. Η τεχνολογία και η ιατρική επιστήμη σημείωσαν τεράστια πρόοδο
και οι δυνατότητες παρέμβασης άλλαξαν προς το καλύτερο. Η ανταπόκριση
του ιδιωτικού τομέα ήταν άμεση και γρήγορη, αρχικά στον διαγνωστικό
τομέα και τα τελευταία χρόνια στην παροχή παρεμβατικών θεραπευτικών
υπηρεσιών που τώρα επεκτείνονται και σε άλλους παραμελημένους τομείς,
όπως η αποκατάσταση, η πρωτοβάθμια και η κατΆ οίκον φροντίδα.

Μάλιστα,
στη σκληρή μάχη για τη διεκδίκηση μεριδίων, τα μεγάλα ιδιωτικά
νοσοκομεία επενδύουν σημαντικά κεφάλαια στην εφαρμογή καινοτόμου
τεχνολογίας, αλλά και της δημιουργίας πρόσθετων υπηρεσιών που θα τα
καταστήσουν ανταγωνιστικότερα.

Πού θα γίνουν επενδύσεις

Η
μέθοδος της κρυοχειρουργικής και η ρομποτική ιατρική αποτελούν σήμερα
την αιχμή της τεχνολογίας αλλά και του ενδιαφέροντος των ιδιωτικών
νοσοκομείων, ενώ εξειδικευμένοι τομείς όπως η αποκατάσταση, η
γυναικολογία, η ογκολογία αναμένεται να απορροφήσουν στα προσεχή χρόνια
σημαντικά επενδυτικά κονδύλια. Ειδικότερα, η ρομποτική χειρουργική
αποτελεί την αιχμή της σύγχρονης ιατρικής τεχνολογίας στο εξωτερικό και
γίνεται μέσω υπερσύγχρονων ιατρικών μηχανημάτων. Η τηλεϊατρική, από την
άλλη πλευρά, αποτελεί μία σχετικά νέα μορφή εξελιγμένων ιατρικών
υπηρεσιών, καθώς διαμέσου αυτής καθίσταται εφικτή η παροχή συμβουλών
και υποδείξεων προς ασθενείς, οι οποίο βρίσκονται σε απόσταση από τον
ιατρό τους. Μάλιστα, είναι μία μέθοδος που ενδιαφέρει πραγματικά τα
μεγάλα νοσοκομεία, που η επέκτασή τους στο εξωτερικό αποτελεί την αιχμή
των προωθούμενων επενδύσεών τους.

Από την άλλη πλευρά, η νοσηλεία
κατΆ οίκον, ή ο γιατρός στο σπίτι, είναι υπηρεσίες που προσφέρονται σε
πολύ μικρότερο βαθμό και μόνο για να εξυπηρετήσουν μεμονωμένα
περιστατικά, καθώς δεν αποφέρουν κέρδη και παράλληλα δεν είναι εύκολο
να διατηρηθεί το ποιοτικό επίπεδο. Στις περισσότερες περιπτώσεις, η
παροχή αυτής της υπηρεσίας γίνεται μέσω συνεργαζόμενων εταιρειών που
εξειδικεύονται στον τομέα της νοσηλείας στο σπίτι.