Δότες αιμοπεταλίων, μυελού οστών και βλαστοκυττάρων

Τα σύγχρονα θεραπευτικά σχήματα επιτρέπουν την αποτελεσματική αντιμετώπιση των διαφόρων μορφών λευχαιμίας και λεμφωμάτων, όμως είναι απαραίτητο να λειτουργεί υποστηρικτικά και η συμπληρωματική αγωγή, για την οποία χρειάζονται δότες αιμοπεταλίων, μυελού οστών και βλαστοκυττάρων ομφαλίου λώρου.

Για το λόγο αυτό, είναι απαραίτητη η ενίσχυση των δημοσίων τραπεζών ομφαλοπλακουντιακών μοσχευμάτων, τα οποία χορηγούνται για τη θεραπεία των πασχόντων, με ετερόλογη μεταμόσχευση, η οποία είναι αποδεδειγμένα αποτελεσματική.

Η αυτόλογη μεταμόσχευση, δηλαδή η χρήση του μοσχεύματος σε πάσχοντα που έχει αποθηκεύσει τα βλαστοκύτταρα του ομφαλίου λώρου από τη γέννησή του, δεν έχει αποδειχθεί ακόμη.

Τα παραπάνω τόνισαν χθες ο πρόεδρος της Ελληνικής Αιματολογικής Εταιρείας, Στ. Γραφάκος και τα μέλη του Δ.Σ. της εταιρείας, σε συνέντευξη Τύπου, με αφορμή την Ευρωπαϊκή Εβδομάδα κατά της Λευχαιμίας και του Λεμφώματος (21-28 Ιουνίου).

Σύμφωνα με τους ομιλητές, κάθε χρόνο προσβάλλονται στη χώρα μας 120 παιδιά με νεοπλασματικά νοσήματα του αίματος, όπως οι λευχαιμίες και τα λεμφώματα, καθώς και τετραπλάσιος αριθμός ενηλίκων. Για αρκετούς από αυτούς, απαιτείται μεταμόσχευση μυελού των οστών ή ομφάλιου αίματος από συμβατό δότη, για την ίασή τους. Η πιθανότητα να βρεθεί συμβατός δότης στην οικογένεια είναι μόνο 30%. Για το υπόλοιπο 70% αναζητούνται δότες στη Διεθνή Δεξαμενή Εθελοντών Δοτών και στις Δημόσιες Τράπεζες Ομφάλιου Αίματος. Για την επάρκεια της χώρας μας, απαιτούνται 10.000 μονάδες ομφάλιου αίματος.

Ομως η αδυναμία εξεύρεσης δοτών κοστίζει στους ασφαλιστικούς οργανισμούς 20.000-30.000 ευρώ, τα οποία πολλές φορές καλούνται οι ασθενείς να καταβάλλουν από την αρχή, για να τα εισπράξουν στη συνέχεια από τους ασφαλιστικούς τους οργανισμούς.