Εισφορά αλληλεγγύης

Με νομοθετική ρύθμιση που περιλαμβάνεται στο νόμο 4738/20 η κυβέρνηση κατάργησε για το φορολογικό έτος 2020 την εισφορά αλληλεγγύης στους γιατρούς του ιδιωτικού τομέα. Ορθά έπραξε. Απεναντίας δεν συμπεριέλαβε στη ρύθμιση τους γιατρούς ΕΣΥ, πράγμα που δείχνει και την υπόληψη που τρέφει απέναντι σ΄ αυτούς που αποκαλεί υποκριτικά ως «ήρωες».

Η εισφορά αλληλεγγύης επιβλήθηκε για πρώτη φορά στο κατώφλι της μνημονιακής εποχής με το άρθρο 29 του ν. 3986/2011 και εξακολούθησε με διαδοχικές παρατάσεις. Βέβαια η δια νόμου επιβολή κοινωνικής αλληλεγγύης αντιφάσκει με την έννοια της ίδιας της αλληλεγγύης και ουσιαστικά πρόκειται για κεφαλικό φόρο. Το ακριβώς αντίθετο συνέβη με την οργανωμένη κοινωνική αλληλεγγύη των πολιτών, χαρακτηριστικότερο παράδειγμα της οποίας υπήρξαν τα κοινωνικά ιατρεία και φαρμακεία.
 
Ο περιορισμός της «εισφοράς αλληλεγγύης» μόνο στους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα και στους συνταξιούχους, πέρα από το γεγονός ότι επιβαρύνει τους φορολογικά συνεπέστερους πολίτες, δημιουργεί πρόβλημα ασυμβατότητας με το άρθρο 4 παρ. 5 του Συντάγματος που ορίζει «οι Έλληνες πολίτες συνεισφέρουν χωρίς διακρίσεις στα δημόσια βάρη ανάλογα με τις δυνάμεις τους». Ενδεικτικά ο Διευθυντής ΕΣΥ καταβάλλει κάθε μήνα 120€ ως εισφορά αλληλεγγύης, δηλαδή 1440€ ετησίως.

Η έξοδος της Ελλάδας από τις δεσμεύσεις των μνημονίων αίρει τη δικαιολογητική βάση ενός ειδικού φόρου που, σύμφωνα με τους εμπνευστές του, είχε εξ αρχής στενό χρονικό ορίζοντα και επιβλήθηκε λόγω έκτακτων καταστάσεων. 

Η εισφορά αλληλεγγύης πρέπει να καταργηθεί για τους γιατρούς του δημοσίου τομέα και το μείζον είναι η έναρξη συζήτησης για την αναμόρφωση του ιατρικού μισθολογίου, το οποίο έχει υποστεί εξουθενωτικές περικοπές στα χρόνια των μνημονίων.