ΕΣΥ Ελλείψεις σε προσωπικό επικίνδυνες για τους ασθενείς

Στην Κεντρική Μακεδονία ο αριθμός των νοσηλευτών φτάνει περίπου τους 6.000, αλλά χρειάζονται 12.000, και στη Θεσσαλονίκη είναι σχεδόν 3.500, αλλά χρειάζονται οι διπλάσιοι

Της Νικολέτας Μπούκα

Εργαζόμενοι στα δημόσια νοσοκομεία της Θεσσαλονίκης και της Κεντρικής Μακεδονίας καταγγέλλουν στη “ΜτΚ” πως οι τραγικές ελλείψεις και τα κενά που υπάρχουν σε νοσηλευτικό προσωπικό εγκυμονούν σοβαρούς κινδύνους για τους ασθενείς

Σε όλη τη χώρα υπάρχουν περίπου 36.000 νοσηλευτές, αριθμός που πρέπει να διπλασιαστεί, προκειμένου να καλυφθούν οι υπάρχουσες ανάγκες. Στην Κεντρική Μακεδονία ο αριθμός των νοσηλευτών φτάνει περίπου τους 6.000, αλλά χρειάζονται 12.000, και στη Θεσσαλονίκη είναι σχεδόν 3.500, αλλά χρειάζονται οι διπλάσιοι.

Σύμφωνα με τους εργαζόμενους, παρά τις κατά καιρούς εξαγγελίες του υπουργού Υγείας για τουλάχιστον 10.000 προσλήψεις νοσηλευτών, ελάχιστοι έχουν τελικά προσληφθεί, ενώ οι περισσότεροι φαίνεται πως… χάθηκαν στο δρόμο.

“Η κατάσταση στα νοσοκομεία είναι απελπιστική. Το μεγαλύτερο πρόβλημα αντιμετωπίζουν οι παθολογικές κλινικές, τα χειρουργεία και οι μονάδες εντατικής θεραπείας. Οι συνάδελφοι δεν μπορούν να πάρουν τις νόμιμες άδειές τους, ενώ τα νοσοκομεία δουλεύουν πάντα με προσωπικό ασφαλείας. Δυστυχώς, ούτε προσλήψεις έχουν γίνει, ούτε οι οργανισμοί των νοσοκομείων τροποποιήθηκαν, ούτε τα κρεβάτια ΜΕΘ άνοιξαν”, δηλώνει στη “ΜτΚ” ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας Νοσηλευτικού Προσωπικού Ρίζος Ριζόπουλος.

Ο ίδιος εξηγεί ότι ακόμη και τα ελάχιστα άτομα που έχουν έρθει από τις περιβόητες προσλήψεις δεν φτάνουν για να καλύψουν ούτε τις θέσεις αυτών που παραιτούνται. Εξάλλου, υπάρχουν και κάποιοι που, ενώ διορίζονται σε κάποιο νοσοκομείο, στη συνέχεια παραιτούνται, διότι δεν αντέχουν τις σκληρές συνθήκες δουλειάς, αλλά δεν αντικαθίστανται.

ΕΠΙΔΕΙΝΩΝΕΤΑΙ Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ

Σύμφωνα με τον κ. Ριζόπουλο, το 2008 τα νοσηλευτικά ιδρύματα θα επιβαρυνθούν ακόμη περισσότερο, αφού εκτιμάται ότι τουλάχιστον 2.500 νοσηλευτές, εξαιτίας του προβλήματος που δημιουργείται με το ασφαλιστικό και το συνταξιοδοτικό, θα προτιμήσουν να συνταξιοδοτηθούν, για να μη χάσουν τα συνταξιοδοτικά τους δικαιώματα, γεγονός που σημαίνει καινούργια κενά.

Όπως αναφέρει ο κ. Ριζόπουλος, αυτή τη στιγμή στο “ΑΧΕΠΑ” εργάζονται 730 νοσηλευτές και υπάρχουν 350 κενές οργανικές θέσεις, στο Ιπποκράτειο 1.100 νοσηλευτές, αλλά χρειάζονται διπλάσιοι, ώστε να αισθάνονται οι ασθενείς ότι βρίσκονται σε καθεστώς ασφαλούς νοσηλείας, και στο “Παπανικολάου” εργάζονται 600 νοσηλευτές, αλλά απαιτούνται τουλάχιστον 1.200, για να καλυφθούν οι αυξημένες ανάγκες.

“Εάν θέλουμε να πετύχουμε ασφαλείς αναλογίες, πρέπει να κλείσουν οι κλινικές και αυτό σημαίνει ότι σταδιακά κλείνουμε το ΕΣΥ. Σε καμία περίπτωση δεν θα δεχθούμε να μας κάνει η πολιτεία δολοφόνους”, δηλώνει ο κ. Ριζόπουλος και προσθέτει ότι η πρόσληψη προσωπικού με 18μηνες συμβάσεις μέσω ΟΑΕΔ είναι λύση-ασπιρίνη, καθώς τα άτομα αυτά, μέχρι να προλάβουν να εκπαιδευτούν πρέπει να φύγουν, διότι λήγει η σύμβασή τους.


ΜΟΝΑΔΕΣ ΕΝΤΑΤΙΚΗΣ ΘΕΡΑΠΕΙΑΣ

Επικίνδυνη χαρακτηρίζει ο κ. Ριζόπουλος και την κατάσταση που επικρατεί στις μονάδες εντατικής θεραπείας των νοσοκομείων. Όπως λέει, “οι ασθενείς νομίζουν πως είναι ασφαλείς όταν εισάγονται στη ΜΕΘ. Ωστόσο, η έλλειψη νοσηλευτικού προσωπικού τις καθιστά επικίνδυνες, καθώς οι λίγοι συνάδελφοι γινόμαστε, παρά τη θέλησή μας, διακομιστές μικροβίων. Τα βράδια, μάλιστα, ένας νοσηλευτής καλείται να εξυπηρετήσει 3-5 ασθενείς. Χειρότερη είναι η κατάσταση στη ΜΕΘ του Ιπποκράτειου, όπου φέτος οι συνάδελφοι δεν κατάφεραν να κάνουν ούτε Χριστούγεννα ούτε Πρωτοχρονιά”.

Σοβαρό πρόβλημα δημιουργεί και η απόσπαση νοσηλευτών στις υγειονομικές περιφέρειες. Όπως καταγγέλλουν οι εργαζόμενοι, παρότι ο αριθμός των νοσηλευτών δεν επαρκεί αλλά αντιθέτως και χρειάζεται ενίσχυση, η απόσπασή τους από τα νοσοκομεία σε θέσεις όπως στις πρώην ΔΥΠΕ, στη διεύθυνση Υγιεινής, στα γραφεία υποδοχής ασθενών ή ακόμη και στο γραφείο του… νομάρχη φαίνεται πως αποτελεί καθημερινό φαινόμενο.

“Είναι ντροπή να συμβαίνει κάτι τέτοιο. Μόνο από το νοσοκομείο ΑΧΕΠΑ υπάρχουν τρεις νοσηλευτές, οι οποίοι αποσπάστηκαν στη διεύθυνση Υγιεινής. Το φαινόμενο αυτό πρέπει να παταχθεί. Δυστυχώς, παρά τις δεσμεύσεις των εκάστοτε υπουργών Υγείας ότι όλοι οι αποσπασμένοι σε αλλότριες θέσεις θα επιστρέψουν στα νοσοκομεία, μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει τίποτε. Την ίδια στιγμή που κάποιοι βρίσκουν τρόπους που αντιβαίνουν την κοινή λογική, για να μετακινούν προσωπικό από τα νοσοκομεία, τα νοσηλευτικά ιδρύματα μέρα με τη μέρα βουλιάζουν”, τονίζει ο κ. Ριζόπουλος.

Ο γραμματέας της ομοσπονδίας Τηλέμαχος Πατινέας αναφέρει ότι αυτή τη στιγμή υπάρχουν περίπου 20 νοσηλευτές που είναι αποσπασμένοι στις δύο υγειονομικές περιφέρειες Μακεδονίας και Μακεδονίας-Θράκης με έδρα τη Θεσσαλονίκη, κάτι που οι δύο ΥΠΕ διαβεβαιώνουν ότι δεν ισχύει.


ΠΡΟΚΗΡΥΞΗ ΓΙΑ ΠΡΟΣΛΗΨΕΙΣ

Σύμφωνα με στοιχεία της 4ης Υγειονομικής Περιφέρειας Μακεδονίας-Θράκης, σταδιακά προσλαμβάνεται μόνιμο και επικουρικό προσωπικό με έμφαση στις μονάδες εντατικής θεραπείας. Ήδη έχει φτάσει η προκήρυξη για την πρόσληψη μόνιμου προσωπικού σε αντικατάσταση αυτών που συνταξιοδοτούνται, ενώ έχει υπογραφεί και η απόφαση για την πρόσληψη συνολικά 200 ατόμων ως επικουρικό, νοσηλευτικό και παραϊατρικό προσωπικό.

Προτάσεις

Λίγο πριν από τις γιορτές οι νοσηλευτές είχαν συνάντηση με τον γενικό γραμματέα του υπουργείου Υγείας Αριστείδη Καλογερόπουλο, στον οποίο κατέθεσαν σειρά προτάσεων για την ανακούφιση του κλάδου τους.

“Ζητάμε να καθιερωθεί σύστημα μοριοδότησης για τους νοσηλευτές, όπως ισχύει με τους εκπαιδευτικούς, να σταματήσουν όσοι κάνουν αιτήσεις για θέσεις σε νοσοκομείο να επιλέγουν δέκα νοσηλευτικά ιδρύματα, αλλά να μένουν στα δύο και, τέλος, κάποιος που αρνείται να πάει σε μια θέση για την οποία έκανε τα χαρτιά του να έχει δικαίωμα να καταθέσει εκ νέου αίτηση σε άλλο νοσοκομείο μόνο μία φορά”, σημειώνει ο ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Συνδικαλιστικής Ομοσπονδίας Νοσηλευτικού Προσωπικού Ρίζος Ριζόπουλος. Προσθέτει ότι “αυτά τα μέτρα που προτείνουμε μπορούν να εφαρμοστούν, διότι δεν απαιτούνται χρήματα. Ωστόσο, υπάρχει μια πολιτική αδυναμία εφαρμογής τους”.