Γιατί και το ΕΣΥ, θέλει το γιατρό του!

Νάνσυ Χρηστίδη
ΠΟΛΛΕΣ ΠΡΟΣΦΑΤΕΣ ΕΡΕΥΝΕΣ ΚΑΤΑΓΡΑΦΟΥΝ ΣΗΜΑΝΤΙΚΑ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΑ ΠΟΥ ΑΝΤΙΜΕΤΩΠΙΖΟΥΝ ΤΟΣΟ ΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΟΣΟ ΚΑΙ ΟΙ ΠΟΛΙΤΕΣ – ΑΣΘΕΝΕΙΣ ΣΤΑ ΔΗΜΟΣΙΑ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΑ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ ΜΑΣ

«Κάθε μέρα δεκάδες έρευνες έρχονται να καθορίσουν τα «πρέπει» και τα «μη» της καθημερινότητάς μας. Κάθε μέρα και ένας κίνδυνος. Κάθε μέρα έχουμε την καλή, την κακή και την άσχημη τροφή. Είναι δύσκολο να θυμηθεί κανείς, πόσες φορές διάβασε ή άκουσε, για παράδειγμα ότι ο καφές είναι τόσο καλός ή κακός για τον οργανισμό. Αν κάνει κανείς ένα «πέρασμα» από τις έρευνες των τελευταίων μηνών, σίγουρα θα ανακαλύψει ότι κάποιο πρόβλημα έχει και δεν το γνωρίζει, ότι κάποια από τις συνήθειες του είναι προμήνυμα για τις δύσκολες μέρες που θα έρθουν, ή ακόμη ότι, κάποιο χαρακτηριστικό δικό του, των γονιών του ή ακόμα και του περιβάλλοντός του μπορεί να καθορίσει το (σίγουρα) δυσοίωνο μέλλον του!».

Με αυτό τον καυστικό τρόπο, περιγράφαμε σε προηγούμενο τεύχος της «δ» (φύλο 140), την μία από τις «όψεις» του ιατρικού ρεπορτάζ. Έρευνες, επί των ερευνών, πάντα δυσοίωνες και πάντα σχεδόν τρομακτικές κατακλύζουν καθημερινά τις εφημερίδες και τα περιοδικά, προκαλώντας πανικό στους αναγνώστες, οι οποίοι πια δεν γνωρίζουν πώς να αντιδράσουν. Σε θεωρητικό επίπεδο, όλες αυτές οι έρευνες, ενδεχομένως, να είναι σωστές και οι παραινέσεις των επιστημόνων προς τους πολίτες να έχουν στόχο την προστασία της υγείας τους. Σε πρακτικό επίπεδο, η καθημερινότητα είναι πολύ πιο σκληρή για να μπορέσει να ενταχθεί σε «καλούπια τελειότητας».

Αυτό το σκληρό πρόσωπο της καθημερινότητας έρχεται να επιβεβαιώσει μια σειρά άλλων ερευνών, που θα παρουσιάσει σήμερα η «δ», με επίκεντρο τόσο τους εργαζόμενους στα Δημόσια Νοσηλευτικά Ιδρύματα της χώρας, όσο και τους ίδιους τους πολίτες –συμπεριλαμβανομένων και των μεταναστών. ¶γχος, ψυχική και σωματική καταπόνηση, καθώς και υποβάθμιση σε όλες οι διαστάσεις της ποιότητας ζωής τους αναφέρουν οι εργαζόμενοι, εξαιτίας των φοβερών ελλείψεων σε προσωπικό που τους «εξαναγκάζει» σε υπερεργασία. Και δεν είναι μόνο αυτό. ¶λλη έρευνα, με επίκεντρο το Κωνστανοπούλειο» Νοσοκομείο Αθηνών, καταδεικνύει πως, η πλειονότητα των νοσηλευτών εκτίθεται σε κάποια μορφή βίαιης συμπεριφοράς, συνήθως λεκτικής, η οποία μοιραία οδηγεί σε μείωση της επαγγελματικής ικανοποίησης. Βασικός παράγοντας πρόκλησης τέτοιας συμπεριφοράς από τους πολίτες είναι η έλλειψη προσωπικού. Βέβαια, οι Έλληνες παραμένουν ανεπίδεκτοι, όσον αφορά τη βελτίωση της υγείας, ενώ οι μετανάστες φαίνεται να μην έχουν θέση στον ελληνικό «ήλιο» της περίθαλψης…

Τα παραπάνω, καθώς και άλλα αποτελέσματα ερευνών που θα διαβάσετε, ανακοινώθηκαν, πριν από μερικές ημέρες, στο 17ο Παγκόσμιο Συνέδριο Νοσοκομείων και Υπηρεσιών Προαγωγής Υγείας, που πραγματοποιήθηκε στην Κρήτη. Το Συνέδριο διοργανώθηκε από την Παγκόσμια Ένωση Νοσοκομείων και Υπηρεσιών Προαγωγής Υγείας, της οποίας πρόεδρος είναι ο Αναπληρωτής Καθηγητής Κοινωνικής Ιατρικής της Ιατρικής Σχολής Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Γιάννης Τούντας.

Στρες, πόνος, κόπωση, ψυχικές διαταραχές…

Το σύνδρομο Burn-out άρχισε να μελετάται από τα μέσα της δεκαετίας του ’70 και αφορούσε, αρχικά, αποκλειστικά τους επαγγελματίες υγείας. Μάλιστα, όπως έχει αποδειχθεί, από το σύνδρομο απειλούνται περισσότεροι οι νεότεροι εργαζόμενοι ή εκείνοι που έχουν εξιδανικεύσει τη δουλειά τους και επενδύουν σε αυτή. Τεράστιο κόστος για την εμφάνιση συνδρόμου Burn-out στους εργαζόμενους, καταλογίζουν οι επιστήμονες στους εργοδότες, οι οποίοι καλούνται να λαμβάνουν και τα απαραίτητα μέτρα προστασίας και να εξασφαλίζουν ένα ανθρώπινο περιβάλλον εργασίας.

Για την ηγεσία του υπουργείου Υγείας, λοιπόν, χτυπάει η «καμπάνα», καθώς από τα αποτελέσματα της έρευνας –η οποία εκπονήθηκε υπό την επίβλεψη του κ. Τούντα- διαφαίνεται πως, δεν είναι και ο πλέον σωστός εργοδότης. Ένα δείγμα 345 εργαζομένων –γιατροί, νοσηλευτές, τεχνικοί, κ.λπ- σε 6 Δημόσια νοσοκομεία της χώρας, έδωσε το στίγμα της κατάστασης που επικρατεί:

  • Το 72% όλων των εργαζομένων ανέφερε υψηλά επίπεδα εργασιακού στρες. Πιο συγκεκριμένα, το 83% του τεχνικού προσωπικού, το 80,4% του νοσηλευτικού και το 52,4% του βοηθητικού προσωπικού.
  • Το 43,9% του δείγματος ανέφερε ότι αισθάνεται ψυχολογική καταπόνηση, το 37,2% ότι βρίσκεται υπό μεγάλη πίεση χρόνου και το 34,2% ότι παρουσιάζει σωματική κόπωση.

Από τους εργασιακούς παράγοντες, αρνητική επίδραση ασκούν ο κακός εξαερισμός, η ακαταστασία του χώρου, οι επικίνδυνες εργασιακές συνθήκες και ο εξοπλισμός, καθώς και ο περιορισμένος εργασιακός χώρος, ο θόρυβος και ακατάλληλη θερμοκρασία. Επίσης, όλες οι διαστάσεις της ποιότητας ζωής που σχετίζεται με την υγεία, επηρεάζονται αρνητικά από την παρουσία εργασιακού στρες και ιδιαίτερα η ζωτικότητα, ο σωματικός πόνος, αλλά και η συναισθηματική διάσταση και η ψυχική υγεία.

Από τα προβλήματα, βέβαια, δεν απέχει ούτε το διοικητικό προσωπικό. Σε άλλη έρευνα, με δείγμα 100 εργαζόμενους ελληνικού νοσοκομείου, που δουλεύουν μπροστά σε οθόνες υπολογιστή περισσότερες από 20 ώρες εβδομαδιαία, βρέθηκε ότι ένα μεγάλο ποσοστό αντιμετωπίζει οφθαλμολογικά προβλήματα. Πιο συγκεκριμένα:

  • Το 25% παρουσίαζε ίλιγγο και επιπεφυκίτιδα.
  • Το 58% οφθαλμική κόπωση.
  • Το 41% βλεφαρίτιδα.
  • Το 50% των εργαζομένων που εξετάστηκαν δήλωσαν ότι υποφέρουν από πονοκεφάλους, μυοσκελετικά προβλήματα και κόπωση.

Οι ανισότητες… προκαλούν βίαιες συμπεριφορές

Προβληματισμό και μόνο προβληματισμό προκαλεί η έξαρση περιστατικών βίαιης συμπεριφοράς τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. «Τα πολύ συχνά πλέον κρούσματα, οι περιπτώσεις εγκληματικότητας που ξεκινά από τους τσαντάκηδες για να καταλήξει σε ανθρωποκτονίες και περιλαμβάνει κλοπές, διαρρήξεις, ένοπλες ληστείες, βιασμούς, απαγωγές, καταχρήσεις σε Τραπεζικά και άλλα ιδρύματα, αύξηση της ναρκομανίας, σεξουαλικά προβλήματα, χουλιγκανισμό στα γήπεδα, αύξηση των διαζυγίων, αύξηση του αριθμού των παιδιών που εγκαταλείπουν το σπίτι τους, αύξηση της βίαιης συμπεριφοράς ανάμεσα στους πολίτες, τεκμηριώνουν την ύπαρξη κοινωνικής παθολογίας», υποστηρίζει ο κ. Γιώργος Πιπερόπουλος, Καθηγητής Επικοινωνιολογίας στο Πανεπιστήμιο Μακεδονίας.

Δυστυχώς, αυτή η κοινωνική παθολογία άρχισε να εμφανίζεται και στα Δημόσια νοσοκομεία. Από μεμονωμένα περιστατικά «έκρηξης» πολιτών για τις υποβαθμισμένες παρεχόμενες υπηρεσίες, οι βίαιες συμπεριφορές έχουν πια μετατραπεί σε καθημερινότητα. Όπως αποδεικνύεται από έρευνα στο «Κωνσταντοπούλειο» Νοσοκομείο της Αθήνας, οι εργαζόμενοι γίνονται καθημερινά αποδέκτες βίαιης συμπεριφοράς από τους πολίτες, με βασικό παράγοντα πρόκλησης τέτοιου είδους συμπεριφορών την έλλειψη προσωπικού και το φόρτο εργασίας. Πιο συγκεκριμένα:

  • Το 73% των νοσηλευτών που έλαβαν μέρος στην έρευνα εκτίθεται σε κάποια μορφή βίαιης συμπεριφοράς, συνήθως λεκτικής.
  • Συνέπεια του γεγονότος αυτού, αποτελούν τα αυξημένα επίπεδα εργασιακού στρες, όπως δήλωσε το 70,1% των εργαζομένων και η μείωση της επαγγελματικής ικανοποίησης, για το 34,2% των νοσηλευτών.
  • Ως κύριοι παράγοντες πρόκλησης βίαιων περιστατικών αναφέρονται από το σύνολο σχεδόν των εργαζομένων (99%), η έλλειψη προσωπικού και ο φόρτος εργασίας.

Μακάριοι οι πλούσιοι… στην καλύτερη περίθαλψη

Μεγάλες ανισότητες εντοπίζονται στην πρόσβαση και τη χρήση των υπηρεσιών υγείας, γεγονός που αποδεικνύει πως, τα χρήματα –όσο και αν κάποιοι προσπαθούν να ισχυριστούν το αντίθετο- αποτελούν «εισιτήριο» για καλύτερες υπηρεσίες υγείας. Σε έρευνα που πραγματοποιήθηκε σε αντιπροσωπευτικό δείγμα του ελληνικού πληθυσμού -1005 άτομα-, βρέθηκε ότι, τα άτομα στην υψηλότερη κοινωνικοοικονομική τάξη δηλώνουν ότι διαθέτουν οικογενειακό γιατρό σε ποσοστό 68,7%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στη χαμηλότερη τάξη είναι μόλις 48%. Η πιθανότητα επίσκεψης σε επαγγελματία υγείας είναι 51% μικρότερη στους κατοίκους των αγροτικών, σε σχέση με τις αστικές περιοχές, ενώ η πιθανότητα προσφυγής σε ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας είναι 42% μικρότερη στο χαμηλότερο, σε σχέση με το υψηλότερο κοινωνικοοικονομικό επίπεδο.

Οι ανισότητες αυτές είναι ιδιαίτερα έντονες και στη χρήση των υπηρεσιών στοματικής υγείας. Μόλις το 47% των ερωτηθέντων, δήλωσε ότι έχει επισκεφθεί οδοντίατρο το τελευταίο έτος, με τους ανθρώπους υψηλής κοινωνικοοικονομικής τάξης να έχουν σχεδόν διπλάσια πιθανότητα, σε σχέση με την χαμηλότερη τάξη. Οι σωματικά αδρανείς και οι παχύσαρκοι εμφάνισαν μικρότερη πιθανότητα να έχουν επισκεφθεί οδοντίατρο.

Η υγεία του ελληνικού πληθυσμού… στο μικροσκόπιο

«Η Ελλάδα κατέχει στο κάπνισμα μια από τις υψηλότερες θέσεις διεθνώς και είναι 2η στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μετά την Κύπρο. Το 40% των ενήλικων Ελλήνων είναι καπνιστές, με αυξητικές τάσεις και στα δυο φύλα τα τελευταία χρόνια. Συνολικά, περίπου 200.000 Έλληνες πεθαίνουν κάθε χρόνο, εξαιτίας του καπνίσματος», είχε δηλώσει στη «δ», ο κ. Τούντας.

Μελέτη σε 470 άτομα του γενικού πληθυσμού, ηλικίας περίπου 65 ετών στην Κρήτη, τον επιβεβαιώνει. Όπως αποδεικνύεται, ένα σημαντικό ποσοστό, περί το 18,9% πάσχει από Χρόνια Αναπνευστική Πνευμονοπάθεια, η οποία σχετίζεται στενά με το κάπνισμα. Από αυτούς, το 1/3 περίπου, δηλαδή, το 30,4% δεν γνώριζε ότι έπασχε από τη νόσο και, επομένως, δεν λάμβανε και την κατάλληλη θεραπεία.

Οι μετανάστες νοσούν βαρέως

Το θέμα της παροχής υπηρεσιών υγείας σε μεταναστευτικό πληθυσμό απασχόλησε και απασχολεί εν πολλοίς το Ελληνικό Κοινοβούλιο, με σχετικές ερωτήσεις που κατατέθηκαν από βουλευτές κυρίως των κομμάτων της Αριστεράς, χωρίς βέβαια να έχουν ληφθεί αποφάσεις που να δίνουν λύση στα προβλήματα που προκύπτουν. Στοιχεία που έδωσε στη δημοσιότητα η Αναπληρώτρια Καθηγήτρια, κα Αθηνα Λινού, και αποτελούν αποτελέσματα του ευρωπαϊκού προγράμματος με τίτλο «Δίκτυο πληροφόρησης για καλές πρακτικές που αφορούν την παροχή υπηρεσιών Υγείας σε μετανάστες και μειονότητες στην Ευρώπη», δείχνουν ότι η χώρα μας κατέχει την πρώτη θέση στην Ευρωπαϊκή Ένωση με τον μεγαλύτερο αναλογικά αριθμό μεταναστών, οι οποίοι δεν χρησιμοποιούν συχνά τις υπηρεσίες Υγείας, διότι η πρόσβαση σε αυτές είναι δύσκολη.

Αυξημένα προβλήματα υγείας, όπως λοιμώδη νοσήματα, εργατικά ατυχήματα και ψυχιατρικές διαταραχές, αντιμετωπίζουν οι μετανάστες της χώρας μας, που ενδεχομένως να είναι οι περισσότεροι από άλλη χώρα της Ευρώπης, χωρίς να έχουν στην κατοχή τους τα απαιτούμενα έγγραφα. Σύμφωνα με την απογραφή του 2001, υπάρχουν περίπου 800.000 ξένοι υπήκοοι στην Ελλάδα, δηλαδή ποσοστό 7,3% του συνολικού πληθυσμού. Αν υπολογιστούν όσοι δεν διαθέτουν τα απαιτούμενα έγγραφα, ο αριθμός των μεταναστών εκτιμάται ότι φθάνει το ένα εκατομμύριο.

Σε ό,τι αφορά το προφίλ των μεταναστών, έρευνες δείχνουν μια στατιστικά σημαντική ανοδική τάση του ποσοστού των πασχόντων από φυματίωση. Από άλλες έρευνες προκύπτει ότι, ενώ στον γενικό πληθυσμό ο επιπολασμός της ηπατίτιδας Β μειώνεται διαχρονικά ως αποτέλεσμα της εφαρμογής μέτρων πρόληψης, οι μετανάστες παρουσιάζουν υψηλά ποσοστά της νόσου. Εξίσου επιρρεπείς είναι και σε εργατικά ατυχήματα. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΚΑ, το 2005 αντιστοιχούσαν περίπου επτά ατυχήματα ανά 1.000 Έλληνες εργαζόμενους, ενώ η συχνότητα των ατυχημάτων σε αλλοδαπούς εργαζόμενους είναι μεγαλύτερη, καθώς έχουν καταγραφεί 11 ατυχήματα ανά 1.000 αλλοδαπούς εργαζόμενους.

¶λλη πάλι έρευνα, που έγινε με δείγμα 961 γεννήσεις σε ελληνικό μαιευτήριο, αποδείχθηκε ότι οι Ελληνίδες μητέρες εμφανίζουν μικρότερα ποσοστά λοιμώξεων σε σχέση με τις μετανάστριες. Πιο συγκεκριμένα:

  • Από ηπατίτιδα Β, νοσεί το 1% των Ελληνίδων έναντι 7,2% των μεταναστριών.
  • Από ηπατίτιδα C, νοσεί το 0% των Ελληνίδων έναντι 0,9% των μεταναστριών.
  • Από HIV, νοσεί το 0% των Ελληνίδων έναντι 0,5% των μεταναστριών

Ωστόσο, δε βρέθηκαν σημαντικές διαφορές στο ποσοστό των γυναικών που υποβάλλονται σε καισαρική τομή, 43,1% έναντι 39,4%.

Οι μετανάστριες μητέρες θηλάζουν αποκλειστικά τα βρέφη τους σε υψηλότερο ποσοστό, 27,5% έναντι 20% των Ελληνίδων, ενώ κατά μέσο όρο, γίνονται μητέρες και σε μικρότερη ηλικία , 26 ετών έναντι 28 ετών των Ελληνίδων.