Γιατί καθυστερούν τα φθηνά φάρμακα

Η ΕΕ διαπιστώνει ότι απαιτούνται επτά μήνες για να κυκλοφορήσει ως «γενόσημο» στην αγορά ένα φάρμακο που λήγει η αποκλειστικότητά του

Δεκαοκτώ μήνες μετά την έναρξη της έρευνας για τις μονοπωλιακές πρακτικές στα φάρμακα και για την «παρακμή στην κυκλοφορία νέων φαρμάκων», η Ευρωπαϊκή Επιτροπή εξέδωσε ένα πόρισμα που επιβεβαιώνει αρκετές υποψίες για άνομες πρακτικές μεγάλων φαρμακευτικών εταιρειών. Οι πρακτικές αυτές αφορούν κυρίως την καθυστέρηση των λεγόμενων γενοσήμων σκευασμάτων, δηλαδή την ελεύθερη κυκλοφορία της θεραπευτικής ουσίας όταν λήξουν τα δικαιώματα εκμετάλλευσής της από την εταιρεία που το έχει κατοχυρώσει. Η έκθεση επισημαίνει και προβλήματα στο κανονιστικό ή νομικό πλαίσιο ανάμεσα στα διάφορα κράτη. Και η πανταχού παρούσα και πάντα επαγρυπνούσα επίτροπος της ΕΕ για θέματα Ανταγωνισμού Νέλι Κρους δήλωσε ότι «στις περιπτώσεις που οι καθυστερήσεις αυτές οφείλονται σε μονοπωλιακές πρακτικές, δεν θα διστάσουμε να εφαρμόσουμε τους αντιμονοπωλιακούς κανόνες».

«Εχουμε μερικές υποθέσεις στο γραφείο μας», είπε η ολλανδέζα επίτροπος, υπονοώντας ότι οσονούπω ξεκινούν έρευνες σε συγκεκριμένες εταιρείες. Ηδη εξετάζεται η περίπτωση της γαλλικής Servier για το αρχέτυπο φάρμακό της Ρerindopril, αλλά και διάφοροι παραγωγοί του αντίστοιχου γενοσήμου, όπως οι Κrka, Lupin, Μatrix, Νiche Generics, Τeva. Ως τώρα δεν έχει καταδικαστεί μεγάλη φαρμακευτική εταιρεία για καρτέλ ή για πρακτικές καθυστέρησης ή παρεμπόδισης κυκλοφορίας κάποιου γενοσήμου παρά μόνο το 2005 η ΑstraΖeneca- υποχρεώθηκε να καταβάλει πρόστιμο 50 εκατ. ευρώ για παρεμπόδιση της κυκλοφορίας του Losec από φθηνότερους ανταγωνιστές της.

Η έκθεση της Επιτροπής όμως, η οποία ξεκίνησε τον Ιανουάριο του 2008, έπειτα από επιθεωρήσεις σε πολλά εργαστήρια εταιρειών όπως η ΑstraΖeneca, η GlaxoSmithΚline, η Ρfizer, η Μerck και η Sanofi-Αventis, σημειώνει: «Αφού εξέτασε αντιπροσωπευτικό δείγμα φαρμάκων για τα οποία απωλέσθη το δικαίωμα αποκλειστικής εκμετάλλευσης κατά την περίοδο 2000-2007 σε 17 κράτη-μέλη, διαπίστωσε ότι οι πολίτες χρειάστηκε να περιμένουν περισσότερους από επτά μήνες μετά τη λήξη ισχύος του διπλώματος ευρεσιτεχνίας για να έχουν πρόσβαση σε φθηνότερα γενόσημα φάρμακα».

O ι καθυστερήσεις αυτές όμως, κατά την Επιτροπή, στοιχίζουν τόσο στους καταναλωτές όσο και στα ασφαλιστικά συστήματα- και μετατρέπονται σε αντίστοιχα έσοδα για το σύστημα Βig Ρharma. Και μόνο οι επτά μήνες καθυστέρησης μεταφράζονται σε «20% πρόσθετη δαπάνη», δηλαδή σε πολλά δισ. ευρώ. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις της Επιτροπής, στις αγορές όπου αρχίζουν να διατίθενται γενόσημα η μέση εξοικονόμηση για τα ασφαλιστικά συστήματα είναι της τάξεως του 20% ετησίως την πρώτη χρονιά της κυκλοφορίας τους και 25% έπειτα από δύο χρόνια, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις μπορεί να φθάσει και στο 40%. Η βρετανική ένωση παραγωγών γενοσήμων (ΒGΜΑ), η οποία υποδέχτηκε θετικά τα ευρήματα της Επιτροπής, εκτιμά ότι τα γενόσημα, ενώ αποτελούν το 64% των φαρμάκων που χορηγούνται από το Εθνικό Σύστημα Υγείας, απορροφούν μόνο το 29% της αντίστοιχης δαπάνης. Γι΄ αυτό και οι καθυστερήσεις «αυξάνουν το κόστος στο σύστημα χωρίς κανένα όφελος για τον ασθενή και περιορίζουν και την πρόσβαση στα φάρμακα» .

Ο Μάρτιν Μπρένινγκερ, αναλυτής της Βryan Garnier στο Λονδίνο, σημειώνει ότι «τα εργαστήρια δεν διαθέτουν νέες ουσίες στα οπλοστάσιά τους και γι΄ αυτό αποδεικνύονται πολύ δημιουργικά στο να επεκτείνουν την προστασία που τους παρέχεται από τα διπλώματα ευρεσιτεχνίας» . Η Επιτροπή, με βάση εσωτερικά ντοκουμέντα που κατάσχεσε σε εργαστήρια, συμπεραίνει ότι «οι κάτοχοι διπλωμάτων ευρεσιτεχνίας έχουν συνείδηση ότι ορισμένα από αυτά δεν είναι και πολύ σοβαρά». Για παράδειγμα, καταμέτρησαν ως και «100 τύπους διπλώματος ευρεσιτεχνίας για ένα συγκεκριμένο προϊόν».

Α πό την άλλη πλευρά, το κανονιστικό πλαίσιο στην Ευρώπη δεν διευκολύνει τη διάδοση των γενοσήμων, όπως μαρτυρεί η διαφορά διάδοσής τους (μόνο 15% στη γαλλική αγορά και 70%-80% στη γερμανική και στη βρετανική. Επιπλέον, σύμφωνα με την Επιτροπή, «το 30% των σχετικών με διπλώματα ευρεσιτεχνίας υποθέσεων που αποτελούν αντικείμενο δικαστικής διαδικασίας, διερευνώνται παράλληλα σε πολλά κράτη-μέλη». Και, ακόμη χειρότερα, «στο 11% των υποθέσεων τα εθνικά δικαστήρια εκδίδουν αντικρουόμενες αποφάσεις»!