p>
Η οφειλόμενη αποζημίωση για τις πραγματοποιούμενες εφημερίες δεν αποτελεί “πρόσθετες παροχές”, κατά το άρθρο 104 του Συντάγματος, δηλαδή αποδοχές δεύτερης θέσης αλλά αποδοχές για εργασία παρεχόμενη στα πλαίσια της κύριας οργανικής θέσης των ιατρών και μάλιστα υποχρεωτικά. Κρίση ότι ο αναιρεσίβλητος πραγματοποίησε τις εφημερίες για τις οποίες περιεκόπη το αιτηθέν με την αγωγή ποσό και επιδίκαση αυτού ως αποζημίωση των άρθρων 105 και 106 ΕισΝΑΚ. Δεν υπήρξε αντιστροφή του βάρους απόδειξης της πραγματοποίησης των εφημεριών. Απορρίπτεται η αναίρεση (επικυρώνει την αριθμ. 663/1999 ΔΕφΠατρ). Ομοια η 629/2007 ΣτΕ.
Αριθμός 628/2007
ΤΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΤΗΣ ΕΠΙΚΡΑΤΕΙΑΣ
ΤΜΗΜΑ ΣΤ΄
Συνεδρίασε δημόσια στο ακροατήριό του στις 26 Σεπτεμβρίου 2005, με την εξής σύνθεση: Θ. Χατζηπαύλου, Αντιπρόεδρος, Πρόεδρος του ΣΤ΄ Τμήματος, Στ. Χαραλάμπους, K. Ευστρατίου, Σύμβουλοι, Κ. Φιλοπούλου, Β. Πλαπούτα, Πάρεδροι. Γραμματέας ο Β. Μανωλόπουλος, Γραμματέας του ΣΤ΄ Τμήματος.
Για να δικάσει την από 15 Μαΐου 2000 αίτηση :
του Ν.Π.Δ.Δ. με την επωνυμία «Περιφερειακό Γενικό Νοσοκομείο Πατρών ο ΄Αγιος
Ανδρέας», το οποίο παρέστη με τον δικηγόρο Ανδρέα Νικολόπουλο (Α.Μ. 17538),
που τον διόρισε με πληρεξούσιο, κατά του ……… …………, κατοίκου ……, οδός …… …… αρ. .., ………… ……., ο οποίος δεν παρέστη.
Με την αίτηση αυτή το αναιρεσείον Νοσοκομείο επιδιώκει να αναιρεθεί η υπ αριθμ. 663/1999 απόφαση του Διοικητικού Εφετείου Πατρών.
Η εκδίκαση άρχισε με την ανάγνωση της εκθέσεως της Εισηγήτριας, Παρέδρου Κ.
Φιλοπούλου.
Κατόπιν το δικαστήριο άκουσε τον πληρεξούσιο του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου,
ο οποίος ανέπτυξε και προφορικά τους προβαλλόμενους λόγους αναιρέσεως και
ζήτησε να γίνει δεκτή η αίτηση.
Μετά τη δημόσια συνεδρίαση το δικαστήριο συνήλθε σε διάσκεψη σε αίθουσα του
δικαστηρίου κ α ι
Α φ ο ύ μ ε λ έ τ η σ ε τ α σ χ ε τ ι κ ά έ γ γ ρ α φ α
Σ κ έ φ θ η κ ε κ α τ ά τ ο Ν ό μ ο
1. Επειδή, για την άσκηση της κρινόμενης αιτήσεως δεν απαιτείται κατά το νόμο καταβολή τελών και παραβόλου.
2. Επειδή, με την αίτηση αυτή ζητείται η αναίρεση της 663/1999 αποφάσεως του Διοικητικού Εφετείου Πατρών, με την οποία απορρίφθηκε έφεση του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου κατά της 1214/1997 αποφάσεως του Διοικητικού Πρωτοδικείου Πατρών, με την οποία, κατόπιν αποδοχής αγωγής του ήδη αναιρεσιβλήτου, ιατρού, Διευθυντή, κατά τον κρίσιμο χρόνο, του Γναθοχειρουργικού Τμήματος του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου, έχει υποχρεωθεί
αυτό να του καταβάλει διαφορά αποδοχών ως αποζημίωση για πραγματοποιηθείσες
εφημερίες κατά το χρονικό διάστημα Δεκεμβρίου 1992 – Ιουλίου 1994.
3. Επειδή, το άρθρο 104 του Συντάγματος ορίζει τα εξής: «1. Κανένας από τους υπαλλήλους που αναφέρονται στο προηγούμενο άρθρο (δηλαδή τους κατά το άρθρο 103 υπαλλήλους, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι ιατροί του Εθνικού Συστήματος Υγείας) δεν μπορεί να διοριστεί σε άλλη θέση δημόσιας υπηρεσίας ή οργανισμού τοπικής αυτοδιοίκησης ή άλλου νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου ή δημόσιας επιχείρησης ή οργανισμού κοινής ωφέλειας. Κατ εξαίρεση μπορεί να επιτραπεί με ειδικό νόμο ο διορισμός και σε δεύτερη θέση, εφόσον τηρούνται οι διατάξεις της επόμενης παραγράφου. 2. Οι κάθε είδους πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές των υπαλλήλων του προηγούμενου άρθρου δεν μπορεί να είναι κατά μήνα ανώτερες από το σύνολο των αποδοχών της οργανικής τους θέσης». Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι ως «πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές», στις οποίες αναφέρεται η παράγραφος 2, η οποία τελεί σε συνάφεια με την παράγραφο 1, νοούνται οι αποδοχές από τη δεύτερη θέση την οποία τυχόν κατέχει ο υπάλληλος υπό τις προϋποθέσεις της εν λόγω παραγράφου 1, και όχι αποδοχές καταβαλλόμενες σ αυτόν ως αμοιβή για εργασία παρεχομένη στα πλαίσια της κύριας οργανικής του θέσεως, ανεξαρτήτως του ειδικότερου χαρακτηρισμού τους ως βασικού μισθού ή επιδόματος ή αποζημιώσεως για υπερωριακή απασχόληση καθώς και του αν καταβάλλονται τακτικώς ή εκτάκτως. Τούτο, ότι δηλαδή η ανωτέρω διάταξη της παραγράφου 2 προϋποθέτει την κατοχή πλειόνων της μιας θέσεων και δεν αφορά την περίπτωση κατοχής μιας και μόνον θέσεως, συνάγεται και από το ότι οι «πρόσθετες αποδοχές ή απολαβές» συγκρίνονται προς το «σύνολο των αποδοχών της οργανικής θέσης», στις οποίες προφανώς περιλαμβάνονται και οι αποδοχές για υπερωριακή αποζημίωση, εφόσον δεν γίνεται καμία διάκριση μεταξύ των αποδοχών αναλόγως του χαρακτηρισμού τους. Εξάλλου, η ανωτέρω άποψη επαληθεύεται και από τις σχετικές κατά την ψήφιση των προπαρατεθεισών διατάξεων συζητήσεις στη Βουλή, από τις οποίες προκύπτει ότι με τις διατάξεις αυτές ο συντακτικός νομοθέτης απέβλεψε στην καταπολέμηση της πολυθεσίας και της καταβολής υπέρμετρων αμοιβών για τη συμμετοχή σε συμβούλια και επιτροπές και όχι στη θέσπιση ανωτάτου ορίου, το οποίο να μην μπορεί να υπερβεί η αμοιβή για εργασία του υπαλλήλου στα πλαίσια της οργανικής του θέσεως, έστω και αν η εργασία αυτή παρέχεται πέραν του συνήθους ωραρίου ή έχει έκτακτο χαρακτήρα (βλ. ΣτΕ 3765/2004, 3754, 1341/2002, 1886/2001 επτ., 564/2001).
4. Επειδή, εξάλλου, ο ν. 2071/1992 «Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση Συστήματος
Υγείας» (ΦΕΚ 123) ορίζει, στο άρθρο 88 ότι: «1. Οι γιατροί του Ε.Σ.Υ., όλων των βαθμών, πλήρους και αποκλειστικής ή μερικής απασχόλησης ή ειδικευόμενοι . . . που υπηρετούν στα νοσοκομεία και στα κέντρα υγείας, υποχρεούνται σε ενεργό εφημερία μέσα στο νοσοκομείο ή στο κέντρο υγείας σύμφωνα με τις ανάγκες των τμημάτων, εργαστηρίων και ειδικών μονάδων και εν γένει σύμφωνα με τις ανάγκες για την απρόσκοπτη λειτουργία του νοσοκομείου ή του κέντρου υγείας. Στους ιατρούς . . . ενεργού εφημερίας καταβάλλεται αποζημίωση για υπερωριακή απασχόληση, που καθορίζεται σύμφωνα με τις διατάξεις που ισχύουν για τον καθορισμό της υπερωριακής αποζημίωσης. 2. Με απόφαση του Υπουργού Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων καθορίζεται ο τρόπος εφημερίας κατά ειδικότητα, κατά τμήμα ή εργαστήριο και κάθε άλλη σχετική λεπτομέρεια που αφορά την ενεργό εφημερία . . .».
5. Επειδή, από το συνδυασμό των προπαρατεθεισών διατάξεων συνάγεται ότι η οφειλόμενη στους ιατρούς του Ε.Σ.Υ. αποζημίωση για τις πραγματοποιούμενες εφημερίες δεν αποτελεί «πρόσθετες αποδοχές» κατά την έννοια της ανωτέρω συνταγματικής διατάξεως, δηλαδή αποδοχές δεύτερης θέσεως, αλλά αποδοχές για εργασία παρεχόμενη στα πλαίσια της κύριας οργανικής θέσεως των ιατρών, και μάλιστα υποχρεωτικώς κατά νόμο (βλ. ΣτΕ 3754, 1941/2002, 1886/2001 επτ., 564/2001).
6. Επειδή, στην προκειμένη περίπτωση, από την προσβαλλόμενη απόφαση προκύπτουν τα ακόλουθα: Ο ήδη αναιρεσίβλητος, ιατρός του Ε.Σ.Υ., ο οποίος κατά τον κρίσιμο χρόνο υπηρετούσε ως Διευθυντής του Γναθοχειρουργικού Τμήματος του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου, υποχρεώθηκε, από το Δεκέμβριο 1992 μέχρι και τον Ιούλιο 1994, κατά τα οικεία προγράμματα εφημεριών και τις αποφάσεις του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσείοντος, να πραγματοποιήσει εφημερίες πέραν της κανονικής εργασίας του, πλην με τις αντίστοιχες μισθοδοτικές καταστάσεις περιεκόπη από τις αποδοχές του αμοιβή για εφημερίες, ύψους 5.132.470 δραχμών, με την αιτιολογία ότι το ποσό αυτό υπερέβαινε, κατά τη μηνιαία αναλογία του, το συνολικό ύψος των μηνιαίων αποδοχών της οργανικής θέσεως του αναιρεσιβλήτου κατά παράβαση του ανωτέρω άρθρου 104 παρ. 2 του Συντάγματος, και υπερέβαινε επιπλέον κατά τις συνολικές ακαθάριστες αποδοχές του Προέδρου του Αρείου Πάγου. Με αγωγή του ενώπιον του Διοικητικού Πρωτοδικείου ο αναιρεσίβλητος ζήτησε ως αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και106
του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, το ανωτέρω ποσό της αμοιβής για τις
πραγματοποιηθείσες εφημερίες. Το Πρωτοδικείο έκρινε κατά πρώτον ότι στην προαναφερθείσα απαγόρευση του άρθρου 104 παρ. 2 του Συντάγματος εμπίπτει και η αποζημίωση των ιατρών του Ε.Σ.Υ. για υπερωριακή αποσχόλησή τους σε εφημερίες και ότι, ωστόσο, αν οι ιατροί υποχρεωθούν με οποιονδήποτε τρόπο να
πραγματοποιήσουν εφημερίες στις οποίες αντιστοιχούν αποδοχές (αποζημίωση) μη
επιτρεπόμενες από το άρθρο 104 του Συντάγματος κατά τα άνω, η συμπεριφορά
αυτή των αρμοδίων οργάνων των Νοσοκομείων είναι παράνομη και συνεπάγεται
ευθύνη αυτών προς αποζημίωση κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Ακολούθως δε, το Πρωτοδικείο εξέδωσε την 749/1996
προδικαστική απόφασή του περί συμπληρώσεως των αποδείξεων, με την οποία υποχρέωσε, μεταξύ άλλων, το αναιρεσείον Νοσοκομείο να προσκομίσει το πρόγραμμα εφημεριών του επιδίκου χρονικού διαστήματος και τις οικείες μισθοδοτικές καταστάσεις εφημεριών του αναιρεσιβλήτου καθώς και έκθεση στην οποία να αναφέρεται α) αν η περικοπή της αποζημιώσεως για τις εφημερίες έγινε
κατ εφαρμογή του άρθρου 104 παρ. 2 του Συντάγματος, β) αν το μηνιαίο ποσό της αποζημιώσεως για τις εφημερίες, τόσο το καταβληθέν όσο και το περικοπέν, αντιστοιχούσαν στον αριθμό εφημεριών του οικείου προγράμματος και γ) πως διαπιστώθηκε η πραγματοποίηση των εφημεριών για τις οποίες χορηγήθηκε η αποζημίωση και η μη πραγματοποίηση εκείνων για τις οποίες η αποζημίωση περιεκόπη. Προς συμμόρφωση στην προδικαστική αυτή απόφαση το αναιρεσείον Νοσοκομείο προσκόμισε, μεταξύ άλλων και έκθεση, σύμφωνα με την οποία α) η επίδικη περικοπή έγινε κατ εφαρμογή του ανωτέρω άρθρου 104 παρ. 2 του Συντάγματος και β) το σύνολο της μηνιαίας αποζημιώσεως για εφημερίες του κρισίμου χρόνου, δηλαδή τόσο της χορηγηθείσης όσο και της περικοπείσης, αντιστοιχεί στον αριθμό εφημεριών που περιλαμβάνονταν στα οικεία προγράμματα.
Ενόψει των στοιχείων αυτών, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατέληξε στην κρίση ότι
κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα ο αναιρεσίβλητος υποχρεώθηκε παρανόμως, επί
τη βάσει των σχετικών αποφάσεων του Διοικητικού Συμβουλίου του αναιρεσείοντος και των προγραμμάτων εφημεριών, σε υπερωριακή λόγω εφημεριών απασχόληση, συνεπαγομένη πρόσθετη μηνιαία αμοιβή, η οποία υπερέβαινε τις αποδοχές της οργανικής του θέσεως, με αποτέλεσμα να προκληθεί σε βάρος του ισόποση ζημία 5.132.470 δραχμών, με τις σκέψεις δε αυτές το δικαστήριο επεδίκασε υπέρ του αναιρεσιβλήτου το εν λόγω ποσό. Επί εφέσεως του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου το Διοικητικό Εφετείο, αφού υιοθέτησε την ερμηνεία των προπαρατεθεισών συνταγματικών διατάξεων στην οποία είχε προβεί κατά τα άνω το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δέχθηκε, στη συνέχεια, μεταξύ των άλλων ότι ο αναιρεσίβλητος υπείχε υποχρέωση πραγματοποιήσεως των εφημεριών των οικείων προγραμμάτων, ότι, σύμφωνα με τη σχετική έκθεση προς το Διοικητικό Πρωτοδικείο της Διοικητικής Διευθύντριας του αναιρεσείοντος Νοσοκομείου, το σύνολο της μηνιαίας αποζημιώσεως του αναιρεσιβλήτου για εφημερίες, τόσο το χορηγηθέν όσο και το περικοπέν, αντιστοιχεί στον περιλαμβανόμενο στα οικεία προγράμματα αριθμό εφημεριών, ότι το αναιρεσείον λειτουργούσε σε εικοσιτετράωρη βάση και ότι αυτό δεν απέδειξε ότι τα προγράμματα εφημεριών τυχόν δεν πραγματοποιήθηκαν, όπως είχαν, σε σχέση με τον αναιρεσίβλητο. Με τις σκέψεις αυτές το δικάσαν Εφετείο, επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση, κατέληξε και αυτό στην κρίση ότι ο αναιρεσίβλητος πραγματοποίησε τις εφημερίες για τις οποίες του περιεκόπη το αιτηθέν με την αγωγή του ως άνω ποσό, και ότι δικαιούται το ποσό αυτό ως αποζημίωση, κατά τα άρθρα 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα, λόγω της υποχρεώσεώς του να προσφέρει υπηρεσίες τις οποίες δεν μπορούσε να αρνηθεί και για τις οποίες το αναιρεσείον δεν θα μπορούσε να του καταβάλει την αντίστοιχη αμοιβή.
7. Επειδή, με την κρινόμενη αίτηση προβάλλεται ότι, κατά παράβαση του έχοντος εν προκειμένω εφαρμογή άρθρου 122 του Κώδικα Φορολογικής Δικονομίας επιδικάσθηκε η αιτηθείσα αποζημίωση, μολονότι ο αναιρεσίβλητος, ο οποίος έφερε το βάρος αποδείξεως των ισχυρισμών του, δεν απέδειξε την πραγματοποίηση των επιδίκων εφημεριών, το δε αναιρεσείον Νοσοκομείο, το οποίο έφερε απλώς το βάρος της ανταποδείξεως, αμφισβήτησε εξ αρχής την πραγματοποίηση των εφημεριών αυτών, προσκομίζοντας και την απόφαση 6/26.4.1996 του Διοικητικού
Συμβουλίου περί ακυρώσεως της 34519/18.10.1994 βεβαιώσεως του Τμήματος μισθοδοσίας του αναιρεσείοντος, σύμφωνα με την οποία ο αναιρεσίβλητος πραγματοποίησε είκοσι ή και περισσότερες εφημερίες κατά τη διάρκεια ορισμένων μηνών εκ του επιδίκου χρονικού διαστήματος. Ο λόγος αυτός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι η ανωτέρω κρίση του δικάσαντος Εφετείου περί του ότι δικαιούται της αιτηθείσης αποζημιώσεως ο αναιρεσίβλητος νομίμως και επαρκώς στηρίζεται στα επικαλούμενα από το δικαστήριο ως άνω στοιχεία, η κρίση δε αυτή δεν συνιστά, πάντως, αντιστροφή του βάρους αποδείξεως.
8. Επειδή, προβάλλεται περαιτέρω ότι, εφόσον το αιτηθέν ποσό της αποζημιώσεως
υπερέβαινε το όριο του ανωτέρω άρθρου 104 παρ. 2 του Συντάγματος, δεν είναι
επιτρεπτό να επιδικασθεί υπέρ του αναιρεσιβλήτου ούτε κατ εφαρμογή των άρθρων 105 και 106 του Εισαγωγικού Νόμου του Αστικού Κώδικα. Ο λόγος αυτός
πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, όπως έχει εκτεθεί σε προηγούμενη σκέψη, η αποζημίωση των ιατρών του Ε.Σ.Υ. για τις πραγματοποιούμενες εφημερίες δεν αποτελεί αποδοχές δεύτερης θέσεως, οι οποίες και μόνον εμπίπτουν στον περιορισμό του άρθρου 104 παρ. 2 του Συντάγματος, η ανωτέρω δε κρίση περί του ότι εδικαιούτο ο αναιρεσίβλητος της επίδικης αποζημιώσεως είναι ορθή, ανεξαρτήτως των ειδικοτέρων αιτιολογιών της προσβαλλομένης αποφάσεως κατά τα άνω.
9. Επειδή, μη προβαλλομένου άλλου λόγου αναιρέσεως, η κρινόμενη αίτηση πρέπει να απορριφθεί.
Δ ι ά τ α ύ τ α
Απορρίπτει την κρινόμενη αίτηση.
Η διάσκεψη έγινε στην Αθήνα στις 4 Οκτωβρίου 2005
Ο Πρόεδρος του ΣΤ΄