Η ακτινογραφία ενός “ανθυγιεινού” προϋπολογισμού

Των Ανδρέα ΞΑΝΘΟΥ και Δημήτρη ΒΑΡΝΑΒΑ* Ο προϋπολογισμός που καταθέτει κάθε χρόνο η κυβέρνηση στη Βουλή για έγκριση δεν αποτελεί μια ουδέτερη τεχνοκρατική επεξεργασία ούτε μια απλή λογιστική απεικόνιση της λειτουργίας του κράτους. Είναι ένα πολιτικό “εργαλείο” που χρησιμοποιεί κάθε κυβέρνηση για να προωθήσει ή, ορθότερα, για να επιβάλει μια συγκεκριμένη οικονομική και κοινωνική πολιτική. Στην περίπτωση της χώρας μας έχει στόχο τη συγκράτηση των κοινωνικών δαπανών και την ενίσχυση της επιχειρηματικής δραστηριότητας του κεφαλαίου μέσω μιας νεοφιλελεύθερης πολιτικής είτε με “εκσυγχρονιστικό” είτε με “μεταρρυθμιστικό” προσωπείο. Τα αριθμητικά δεδομένα είναι συνήθως αποκαλυπτικά και αδιαμφισβήτητα. Στον προϋπολογισμό του 2007, που αρχίζει να συζητείται στη Βουλή, προβλέπεται αύξηση του ΑΕΠ 7,1% και αύξηση τακτικών εσόδων 7,4%. Τα φορολογικά έσοδα θα αυξηθούν 7,2%, που όμως θα κατανεμηθούν για άλλη μια χρονιά άνισα, αφού οι άμεσοι φόροι θα αυξηθούν 4,8% ενώ οι έμμεσοι φόροι που επιβαρύνουν περισσότερο τα χαμηλότερα εισοδήματα κατά 8,8%. Τα πιο ενδιαφέροντα στοιχεία όμως αφορούν το “κοινωνικό πρόσωπο” του προϋπολογισμού. Το μόνο ασφαλές κριτήριο για την επάρκεια των κονδυλίων που προϋπολογίζονται για κάθε τομέα είναι αν η ποσοστιαία αύξηση τους είναι τουλάχιστον ανάλογη με την αύξηση του ΑΕΠ. Έτσι λοιπόν με προβλεπόμενη αύξηση του ΑΕΠ 7,1%, οι δαπάνες του υπουργείου Παιδείας θα αυξηθούν μόνο 5,9% και των νοσοκομείων – προνοιακών ιδρυμάτων μόνο 5,0%. Οι αυξήσεις που θα δοθούν στους μισθούς το 2007 θα είναι, σύμφωνα με την Εισηγητική Έκθεση του Προϋπολογισμού, 3,4% και στις συντάξεις 4,0%. Την ίδια ώρα οι δαπάνες του υπουργείου Δημόσιας Τάξης αυξάνονται 8,1% και τα εξοπλιστικά προγράμματα του υπουργείου Εθνικής ¶μυνας 13,3%. Τα βασικά χαρακτηριστικά του νέου προϋπολογισμού είναι τρία: * Φορολογική ανισότητα. * Καθήλωση των μισθών και των συντάξεων. * Συνέχιση της υποχρηματοδότησης του κοινωνικού κράτους. Τα οικονομικά στοιχεία ειδικά για τον χώρο της Υγείας δικαιολογούν απόλυτα τον χαρακτηρισμό του ως “ανθυγιεινού”: * Αύξηση 1,1% στις δαπάνες περίθαλψης των ασφαλισμένων . * Αύξηση 2,5% στο κονδύλιο των εφημεριών των νοσοκομειακών γιατρών (πέρυσι η αντίστοιχη αύξηση ήταν 6,3%), η οποία, με δεδομένη την αύξηση στους μισθούς 3,5% περίπου και την αντίστοιχη αναπροσαρμογή του κόστους κάθε εφημερίας, σημαίνει απόλυτη μείωση των εφημεριών. Τα, ούτως ή άλλως, ελλειμματικά κονδύλια για τις εφημερίες φέτος προβλέπεται να είναι εντελώς ανεπαρκή για να καλύψουν τις ανάγκες των νοσοκομείων και των Κέντρων Υγείας. * Πρόβλεψη ποσού 10 εκατ. ευρώ για νέες προσλήψεις στο ΕΣΥ, δηλαδή το 1/3 του περυσινού. Αυτό μεταφράζεται στη δυνατότητα προσλήψεων μόνο 700 υγειονομικών για το 2007, τη στιγμή που αναγνωρίζεται επίσημα ότι τα κενά σε νοσηλευτές είναι 15.000 και σε γιατρούς 2.500-3.000. Και αυτό χωρίς να υπολογίζονται οι τεράστιες ανάγκες σε γιατρούς που θα δημιουργηθούν από την εφαρμογή των ανώτατων ορίων υπερωριακής απασχόλησης από 1.1.2007. Ο καθένας μπορεί να αντιληφθεί τη σοβαρότητα των υπουργικών εξαγγελιών για χιλιάδες προσλήψεις στα νοσοκομεία. * Μείωση σε απόλυτους αριθμούς των κονδυλίων που προβλέπονται για τις μονάδες Ψυχικής Υγείας (23 εκατ. ευρώ για το 2007 έναντι 40 εκατ. ευρώ για το 2006). Τι σημαίνει αυτό για την ολοκλήρωση της ψυχιατρικής μεταρρύθμισης μπορούμε εύκολα να αντιληφθούμε. * Μείωση του κονδυλίου για το Κέντρο Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (ΚΕΕΛΠΝΟ) από 17 εκατ. το 2006 σε 13 εκατ. φέτος. Σε μια εποχή μάλιστα διεθνούς ανησυχίας για ενδεχόμενη πανδημία της γρίπης των πτηνών στους ανθρώπους. Ακόμα και τα κονδύλια για την προστασία της δημόσιας υγείας από το AIDS είναι μειωμένα όταν καταγράφεται αύξηση των νέων κρουσμάτων τα τελευταία χρόνια. * Μείωση της επιχορήγησης του ΟΚΑΝΑ σε σχέση με το 2006, δηλαδή αδυναμία του Οργανισμού να λειτουργήσει νέες θεραπευτικές μονάδες και να καλύψει τη μισθοδοσία του προσωπικού του. * Συνεχιζόμενη λιτότητα για τις δημόσιες δαπάνες υγείας, που από 2,73% του ΑΕΠ το 2005 έπεσαν στο 2,65% το 2006 και φέτος ακόμα λιγότερο στο 2,63%. Αυτή είναι λοιπόν η κυβερνητική πολιτική στον ευαίσθητο χώρο της Υγείας, που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στη συρρίκνωση του ΕΣΥ. Διαιωνίζει τη μίζερη καθημερινότητα της περίθαλψης, αφήνει τα νοσοκομεία και τα Κ.Υ. στην τύχη τους, δεν αναπτύσσει την Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, δεν καλύπτει τις ανάγκες σε προσωπικό, απαξιώνει την αξιόλογη προσφορά του ανθρώπινου δυναμικού που εργάζεται στο ΕΣΥ και υποβαθμίζει την ποιότητα των παρεχόμενων υπηρεσιών. Την ίδια στιγμή ο ιδιωτικός τομέας αυξάνεται με ρυθμούς 10% ετησίως, οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας στην Ελλάδα ισοσκελίζουν περίπου τις δημόσιες και η χώρα βρίσκεται σταθερά στην 1η θέση της Ε.Ε. των 25 στις ιδιωτικές δαπάνες υγείας. Εδώ πρόκειται όχι απλώς για σύμπραξη δημόσιου – ιδιωτικού τομέα (πολύ πριν καθιερωθούν οι ΣΔΙΤ) αλλά και εκχώρηση δημόσιας περιουσίας προς τα επιχειρηματικά συμφέροντα που καλύπτουν τις ανεπάρκειες (υποδομών – εξοπλισμού – στελέχωσης) του δημόσιου συστήματος περίθαλψης. Το αξίωμα των κυβερνήσεων ότι δεν μπορούν να συνυπάρξουν υψηλές κοινωνικές δαπάνες με ανταγωνιστική οικονομία είναι ανυπόστατο. Το ίδιο παραπλανητική είναι η λογική του περιορισμού του κρατικού τομέα που διατυμπανίζει η κυβέρνηση. Αυτό που θέλουν δεν είναι λιγότερο κράτος γενικά, αλλά λιγότερο κοινωνικό κράτος. Όταν ο κρατικός τομέας έχει να κάνει με στρατιωτικούς εξοπλισμούς, ενίσχυση των αστυνομικών μέτρων και επιδότηση των επιχειρήσεων, τότε είναι ιδιαίτερα ευπρόσδεκτος από τους αντικρατιστές. Είναι αναγκαίο οι συνδικαλιστικές ενώσεις των νοσοκομειακών γιατρών να αντικρούσουν την πολιτική “συμμόρφωσης” των υγειονομικών αναγκών του πληθυσμού στα ασφυκτικά πλαίσια του Προϋπολογισμού, ο οποίος δεν έχει κοινωνικές προτεραιότητες όχι λόγω δημοσιονομικής στενότητας, αλλά λόγω πολιτικής επιλογής. * Ο Δημ. Βαρνάβας είναι μέλος της Ε.Ε. της Ομοσπονδίας Ενώσεων Νοσοκομειακών Γιατρών Ελλάδας (ΟΕΝΓΕ) και ο Ανδρ. Ξανθός είναι πρόεδρος της Ένωσης Γιατρών ΕΣΥ νομού Ρεθύμνου