Η καλή μας η ζωή, η κακή μας η υγεία

Η λάθος αντίληψη του σύγχρονου τρόπου ζωής μάς στερεί το προνόμιο να βρισκόμαστε μεταξύ των μακροβιότερων λαών της Ευρώπης

Της Πεννυς Μπουλουτζα

Επαναπαυθήκαμε. «Ξαπλώσαμε» στην πολυθρόνα, ανοίξαμε την τηλεόραση, ακούσαμε τους γιατρούς να μας επισημαίνουν τους κινδύνους του σύγχρονου τρόπου ζωής, αλλά… αλλάξαμε κανάλι. Μετά ξαφνιαστήκαμε όταν μάθαμε ότι δεν είμαστε πλέον μεταξύ των μακροβιότερων λαών της Ευρώπης. Μέσα σε 15 χρόνια η Ελλάδα βρέθηκε από τη 2η θέση στη σχετική λίστα της Ε.Ε. στην 11η θέση(!), αφού δεν έγινε τίποτα ουσιαστικό για να μειωθούν οι θάνατοι από νοσήματα όπως τα καρδιαγγειακά και ο καρκίνος. Τουλάχιστον όχι στον βαθμό που το κατάφεραν άλλες χώρες, επενδύοντας «έξυπνα» στην πρόληψη και έχοντας ως όφελος τη βελτίωση του επιπέδου της υγείας του πληθυσμού τους και την εξοικονόμηση πόρων.

Στην Ελλάδα, πολίτες και Πολιτεία επαναπαύθηκαν λόγω «πρότερου εντίμου βίου», δηλαδή της υγιεινής μεσογειακής διατροφής, της έντονης σωματικής δραστηριότητας του πληθυσμού -ως λαός αγροτών- και των ισχυρών κοινωνικών δεσμών. «Δώρα» που απαρνηθήκαμε όταν υιοθετήσαμε τον σύγχρονο τρόπο ζωής, και μαζί το γρήγορο φαγητό, την καθιστική ζωή, το στρες, το κάπνισμα.

Αυτό προκύπτει από τη μελέτη – έκθεση του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, «Η υγεία του ελληνικού πληθυσμού 1997-2006», που παρουσιάστηκε χθες σε εκδήλωση από τον αναπληρωτή καθηγητή Κοινωνικής Ιατρικής κ. Γ. Τούντα. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, ενώ το 1991 οι Ελληνες βρίσκονταν στη 2η θέση μεταξύ των λαών της Ε.Ε. όσον αφορά στο προσδόκιμο επιβίωσης με 77,35 έτη, το 2001 «έπεσαν» στην 7η θέση και το 2004 στην 11η με 79,05 έτη. Στις πρώτες θέσεις βρέθηκαν το 2004 η Ισπανία, η Σουηδία και η Ιταλία.

«Από το 1991 έως το 2004, οι Ελληνες κέρδισαν μόνο 1,7 έτη, τη στιγμή που στις περισσότερες δυτικοευρωπαϊκές χώρες το αντίστοιχο κέρδος ήταν διπλάσιο», τόνισε ο κ. Τούντας. Πρόσθεσε ότι το κέρδος στο προσδόκιμο επιβίωσης των Ελλήνων οφείλεται κυρίως στη σημαντική μείωση της βρεφικής και περιγεννητικής θνησιμότητας και όχι στη βελτίωση των δεικτών υγείας του ελληνικού πληθυσμού.

Οι κύριες αιτίες θανάτου στην Ελλάδα είναι τα νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος (48% των θανάτων), τα κακοήθη νεοπλάσματα (25%), οι παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος (7%) και τα ατυχήματα (5%). Η θνησιμότητα από νοσήματα του καρδιαγγειακού συστήματος μειώνεται τα τελευταία χρόνια στην Ελλάδα, αλλά με ρυθμούς σαφώς βραδύτερους σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ε.Ε. (μείωση της τάξης του 10,9% για την τελευταία 20ετία, έναντι 35,7% για τις χώρες της Ε.Ε.).

Ο αριθμός των θανάτων από καρκίνο παραμένει σταθερός και -προς το παρόν- μικρότερος από τον μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ενωσης (162 ανά 100.000 κατοίκους έναντι 182,43 στην Ε.Ε. το 2004). Ωστόσο, όπως χαρακτηριστικά είπε ο κ. Τούντας, το «θετικό για τη χώρα μας άνοιγμα της ψαλίδας στον συγκεκριμένο τομέα αρχίζει να κλείνει αφού στις άλλες χώρες της Ευρώπης με προγράμματα πρόληψης και τακτικού ελέγχου του πληθυσμού σταδιακά μειώνονται οι θάνατοι από τα κακοήθη νεοπλάσματα». Και πρόσθεσε: «Δηλαδή δεν έχουμε πετύχει καμία ουσιαστική νίκη υπέρ της υγείας του ελληνικού πληθυσμού παρά την πληθώρα των μέσων πρόληψης που υπάρχουν αλλά και της γνώσης που έχουμε αποκομίσει».

Είναι ενδεικτικό ότι στην Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, το 25% των θανάτων σχετίζεται με την υψηλή αρτηριακή πίεση, το 19,3% με το κάπνισμα, το 11,6% με την υψηλή χοληστερόλη, το 8,3% με την παχυσαρκία και το 5% με την καθιστική ζωή. «Παράγοντες που είναι κατά βάση προβλέψιμοι», σχολίασε ο κ. Τούντας, τονίζοντας «δυστυχώς, η πρόληψη είναι «εγκληματικά» χαμηλά στη συνείδηση τόσο των Ελλήνων πολιτών όσο και της Πολιτείας».

Αλλα ενδεικτικά σημεία που αναφέρονται στην έκθεση είναι:

– Το 35% του ενήλικου ελληνικού πληθυσμού πάσχει από ένα χρόνιο νόσημα, με συχνότερη την υπέρταση και ακολουθούν η υπερχοληστερολαιμία, οι αρθρίτιδες, ο σακχαρώδης διαβήτης και οι αγχώδεις διαταραχές.

– Οι κύριες αιτίες νοσηλείας του ελληνικού πληθυσμού ήταν το 2003 τα νοσήματα του κυκλοφορικού συστήματος (15%), τα νεοπλάσματα (10%) και τα νοσήματα του πεπτικού συστήματος (10%).

– Κατά την περίοδο 1997-2003, ο αριθμός των εισαγωγών στα νοσοκομεία αυξήθηκε κατά 20%, γεγονός που σύμφωνα με τον κ. Τούντα, πιθανόν να οφείλεται και στην αύξηση του αριθμού των γιατρών που πάντα συνοδεύει αύξηση της ζήτησης των υπηρεσιών υγείας (ακόμα και πλασματική).