Η σκυτάλη της δημόσιας υγείας σε ιδιωτικά χέρια

Της Θεοδωρας Λιακοπουλου / dliakopoulou@kathimerini.gr

Η υποχρηματοδότηση στις δημόσιες υποδομές υγείας που καθηλώνει τα δημόσια νοσοκομεία στην προ 25ετίας κατάσταση, η αδυναμία των ασφαλιστικών ταμείων να καλύψουν τη ζήτηση, αλλά και η υστέρηση της κρατικής χρηματοδότησης σε κοινωνικές υπηρεσίες ευθύνονται σε μεγάλο βαθμό για το κενό που εμφανίζει σήμερα η δημόσια υγεία. Κενό που την τελευταία τριετία προσέφερε εύφορο έδαφος στα ιδιωτικά κεφάλαια να διεισδύσουν στον χώρο της υγείας και σήμερα πλέον η ιδιωτική υγεία υπερβαίνει το 52% επί των συνολικών δαπανών υγείας.

Ελεγχος

Σύμφωνα με στοιχεία της ΙCAP, το διάστημα 1997-2007 ο συνολικός τζίρος των ιδιωτικών κλινικών υπερτριπλασιάστηκε, καθώς από 508 εκατ. ευρώ που ήταν το 1997 ανήλθε στο 1,8 δισ. ευρώ το 2007. Πάντως, το 51,2% της εγχώριας ελληνικής ιδιωτικής υγείας ελέγχεται από τέσσερα ιδιωτικά νοσοκομεία, τα οποία εμφανίζουν παράλληλα ισχυρό προβάδισμα στις ανακατατάξεις και στις εξαγορές που συντελούνται αυτήν την περίοδο μεταξύ των ιδιωτικών γενικών κλινικών. Το 2006, ο κλάδος της ιδιωτικής υγείας έγινε ελκυστικός, με τις εξαγορές και τις συγχωνεύσεις να προκαλούν «πυρετό» τόσο στο ταμπλό της Σοφοκλέους όσο και στα τραπέζια των διαπραγματεύσεων.

Εικόνα ακριβώς αντίθετη από εκείνη που εμφάνιζε κατά τη δεκαετία του 1980, όταν η προσπάθεια ενίσχυσης του νεοσύστατου ΕΣΥ οδήγησε στην παύση έκδοσης νέων αδειών για ίδρυση νέων κλινικών ή επέκταση των ήδη υφισταμένων (Ν. 1397/83). Αυτό, σε συνδυασμό με την τακτική καθήλωσης των νοσηλίων σε χαμηλά επίπεδα, αποθάρρυνε τις ιδιωτικές επενδύσεις.

Είναι ενδεικτικό ότι ο αριθμός των δημοσίων νοσοκομείων από 122 που ήταν το 1983 αυξήθηκε σε 140, ενώ οι ιδιωτικές κλινικές από 391 που ήταν το 1983 μειώθηκαν στις 224, 10 χρόνια αργότερα.

Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, με το Προεδρικό Διάταγμα 247/91 άναψε και πάλι το «πράσινο φως» για την ίδρυση, τη λειτουργία και τη μεταβίβαση ιδιωτικών κλινικών και οι ιδιωτικές επενδύσεις στην Υγεία αυξήθηκαν κατά 1.450% τη δεκαετία 1995-2004.

«Το κράτος από την άλλη μεριά βραδυπορεί. Την περασμένη δεκαετία, η υστέρηση είχε ως αιτία κυρίως την παραδοσιακή ραστώνη του Δημοσίου και τη χρόνια αναποτελεσματικότητα στη διοίκηση οργανωμένων συστημάτων παροχής υπηρεσιών κάθε μορφής. Σήμερα, φαίνεται ότι η υποχώρηση του κράτους είναι πολύ περισσότερο συνειδητή, αν και ακόμη συγκεκαλυμμένη. Η εκχώρηση δημόσιας ευθύνης στον ιδιωτικό τομέα γίνεται σταδιακά και σύμφωνα με το business plan του δεύτερου. Το μεγάλο ερώτημα, όμως, παραμένει. Είναι η ελληνική κοινωνία διατεθειμένη να εκχωρήσει συνειδητά την υγεία στον ιδιωτικό τομέα;», αναφέρει στην «Κ» ο κ. Λυκούργος Λιαρόπουλος, καθηγητής Οικονομίας της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Φαρμακοβιομηχανίες

Παράλληλα, ο κλάδος των φαρμακοβιομηχανιών πολυεθνικών και ελληνικών κινείται με ταχείς ρυθμούς ανάπτυξης τα τελευταία χρόνια. Από το 2002 έως σήμερα, ο συνολικός κύκλος εργασιών έχει υπερδιπλασιαστεί. Η αύξηση του τζίρου όπως αυτός αποτυπώνεται αποδίδεται σε μεγάλο βαθμό στη χρήση νέων καινοτόμων και πιο εξελιγμένων φαρμάκων τα οποία είναι σαφώς ακριβότερα. Επιπλέον, μεγάλο μέρος των κερδών και του τζίρου των φαρμακοβιομηχανιών προέρχεται από την πώληση μη συνταγογραφούμενων ειδών.