*Η θέση του ΣτΕ για την υποχρέωση του γιατρού να ενημερώσει τον ασθενή και τους συγγενείς του

p>Έλενα Παπαευαγγέλου

Με την ΣτΕ 521/2006 τέθηκε το ζήτημα της υποχρέωσης του γιατρού να ενημερώσει τον ασθενή και τους συγγενείς του, η παράλειψη της οποίας μπορεί να γεννήσει δικαίωμα αποζημίωσης του ασθενή. Ειδικότερα με την απόφαση του αυτή το ΣτΕ, εξετάζοντας υπόθεση αστικής ευθύνης σε Νοσοκομείο του ΕΣΥ, δέχθηκε ότι με βάση τις διατάξεις για την αστική ευθύνη του Δημοσίου υπάρχει ευθύνη του Δημοσίου ή νομικού προσώπου δημοσίου δικαίου, τηρουμένων και των λοιπών προϋποθέσεων του νόμου, όχι μόνον όταν με πράξη ή παράλειψη οργάνου των νομικών αυτών προσώπων (εδώ του γιατρού) παραβιάζεται συγκεκριμένη διάταξη νόμου, αλλά και όταν παραλείπονται τα ιδιαίτερα καθήκοντα και υποχρεώσεις που προσιδιάζουν στη συγκεκριμένη υπηρεσία και προσδιορίζονται από την κείμενη εν γένει νομοθεσία, τα διδάγματα της κοινής πείρας και τις αρχές της καλής πίστης. Κρίθηκε, ότι κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, το Δημόσιο και τα νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου (εδώ Νοσοκομεία του ΕΣΥ) υποχρεούνται σε αποκατάσταση κάθε θετικής ή αποθετικής ζημίας, τα δε δικαστήρια της ουσίας μπορούν, επί πλέον, να επιδικάσουν σε βάρος τους χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή ψυχικής οδύνης κατ΄ εφαρμογή του άρθρου 932 του Αστικού Κώδικα.

Η απόφαση αυτή έκανε δεκτό ότι από τον συνδυασμό των διατάξεων του άρθρου 13 του α.ν. 1565/1939 «Περί κωδικός ασκήσεως του ιατρικού επαγγέλματος» (Α 16), η οποία ορίζει ότι «Ο ιατρός οφείλει να ασκή ευσυνειδήτως το επάγγελμα αυτού και να συμπεριφέρηται τόσον εν τη ασκήσει του επαγγέλματος όσον και εκτός αυτής κατά τρόπον αντάξιον της αξιοπρέπειας και εμπιστοσύνης τας οποίας απαιτεί το ιατρικόν επάγγελμα», του άρθρου 24 του ίδιου νόμου, όπου ορίζεται ότι «Ο ιατρός οφείλει να παρέχη μετά ζήλου, ευσυνειδησίας και αφοσιώσεως την ιατρική ν αυτού συνδρομή ν, συμφώνως προς τας θεμελιώδεις αρχάς της ιατρικής επιστήμης και της κτηθείσης πείρας, τηρών τας ισχύουσας διατάξεις περί διαφυλάξεως των ασθενών και προστασίας των υγιών», με τη διάταξη του άρθρου 47 του ν. 2071/1992 (ΑΆ 123), που φέρει τον τίτλο «Τα δικαιώματα του νοσοκομειακού ασθενούς», και ορίζει τα ότι: «1. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα προσεγγίσεως στις υπηρεσίες του νοσοκομείου, τις πλέον κατάλληλες για τη φύση της ασθενείας του, 2….. 3. Ο ασθενής έχει το δικαίωμα να συγκατατεθεί ή να αρνηθεί κάθε διαγνωστική ή θεραπευτική πράξη που πρόκειται να διενεργηθεί σε αυτόν. Σε περίπτωση ασθενούς με μερική ή πλήρη διανοητική ανικανότητα, η άσκηση αυτού του δικαιώματος γίνεται από το πρόσωπο που κατά νόμο ενεργεί για λογαριασμό του. 4…..

5. Ο ασθενής ή ο εκπρόσωπος του σε περίπτωση εφαρμογής της παρ. 3, έχει το δικαίωμα να πληροφορηθεί πλήρως και εκ των προτέρων για τους κινδύνους που ενδέχεται να παρουσιασθούν ή να προκύψουν εξ αφορμής εφαρμογής σε αυτόν ασυνηθών ή πειραματικών διαγνωστικών και θεραπευτικών πράξεων. Η εφαρμογή των πράξεων αυτών στον ασθενή λαμβάνει χώρα μόνο ύστερα από συγκεκριμένη συγκατάθεση του ίδιου. Η συγκατάθεση αυτή μπορεί να ανακληθεί από τον ασθενή ανά πάσα στιγμή.», συνάγεται ότι υπάρχει υποχρέωση του γιατρού για την ενημέρωση του ασθενή. Περαιτέρω το Δικαστήριο δέχθηκε όμως ότι οι παραπάνω διατάξεις δεν προβλέπουν κατ΄ αρχήν την υποχρέωση ενημέρωσης ή συγκατάθεσης των συγγενών του ασθενούς προκειμένου να διενεργηθεί σ΄ αυτόν θεραπευτική πράξη, παρά μόνο αν συντρέχουν οι ειδικότερες προϋποθέσεις του δεύτερου εδαφίου τις παραγράφου 3 του άρθρου 47.

Στην υποχρέωση του γιατρού για ενημέρωση του ασθενή αφιερώνει άρθρο του, για πρώτη φορά, και ο νέος Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας. Συγκεκριμένα, το άρθρο 11 του ν. 3418/2005 ορίζει τα ακόλουθα:

¶ρθρο 11

Υποχρέωση ενημέρωσης

1. Ο ιατρός έχει καθήκον αληθείας προς τον ασθενή. Οφείλει να ενημερώνει πλήρως και κατανοητά τον ασθενή για την πραγματική κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή επιπλοκές από την εκτέλεση της, τις εναλλακτικές προτάσεις, καθώς και για τον πιθανό χρόνο αποκατάστασης, έτσι ώστε ο ασθενής να μπορεί να σχηματίζει πλήρη εικόνα των ιατρικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων και συνεπειών της κατάστασης του και να προχωρεί, ανάλογα, στη λήψη αποφάσεων.

2. Ο ιατρός σέβεται την επιθυμία των ατόμων τα οποία επιλέγουν να μην ενημερωθούν. Στις περιπτώσεις αυτές, ο ασθενής έχει δικαίωμα να ζητήσει από τον ιατρό να ενημερώσει αποκλειστικά άλλο ή άλλα πρόσωπα, που ο ίδιος θα υποδείξει, για την κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξεις, τις συνέπειες ή και τους κινδύνους από την εκτέλεση της, καθώς και για το βαθμό πιθανολόγησής τους.

3. Ιδιαίτερη προσοχή πρέπει να καταβάλλεται κατά την ενημέρωση που αφορά σε ειδικές επεμβάσεις, όπως μεταμοσχεύσεις, μεθόδους ιατρικώς υποβοηθούμενης αναπαραγωγής, επεμβάσεις αλλαγής ή αποκαταστάσεως φύλου, αισθητικές ή κοσμητικές επεμβάσεις.

4. Αν τα πρόσωπα δεν έχουν την ικανότητα να συναινέσουν για την εκτέλεση ιατρικής πράξης, ο ιατρός τα ενημερώνει στο βαθμό που αυτό είναι εφικτό. Ενημερώνει, επίσης, τα τρίτα πρόσωπα, που έχουν την εξουσία να συναινέσουν για την εκτέλεση της πράξης αυτής κατά τις διακρίσεις του επόμενου άρθρου.

Με τις παραπάνω διατάξεις η ενημέρωση αποτελεί πλέον νομική υποχρέωση του γιατρού: ο γιατρός οφείλει να ενημερώνει πλήρως και κατανοητά τον ασθενή για την πραγματική κατάσταση της υγείας του, το περιεχόμενο και τα αποτελέσματα της προτεινόμενης ιατρικής πράξης, τις συνέπειες και τους ενδεχόμενους κινδύνους ή τις επιπλοκές που ενδεχόμενα προκύπτουν από την εκτέλεση της, τις εναλλακτικές προτάσεις, καθώς και τον πιθανό χρόνο αποκατάστασης, έτσι ώστε ο ασθενής να μπορεί να σχηματίζει πλήρη εικόνα των ιατρικών, κοινωνικών και οικονομικών παραγόντων και συνεπειών της κατάστασης του και να προχωρεί ανάλογα στη λήψη αποφάσεων.

Η αναγνώριση του δικαιώματος αυτού του ασθενή απορρέει ευθέως από το δικαίωμα αυτοδιάθεσης του ασθενή και το δικαίωμα αξίωσης και αξιοπρέπειας του (άρθρο 5 παρ. 1, άρθρο 2 παρ. 1) και η ενημέρωση – διαφώτιση του ασθενή συνιστά στοιχείο και αναπόσπαστο μέρος της θεραπευτικής διαδικασίας.

Ο γιατρός είναι υποχρεωμένος να παρέχει εκείνο το ποσό ενημέρωσης, το οποίο είναι σε θέση να κατανοήσει και να αντέξει ο ασθενής. Η ενημέρωση – διαφώτιση δεν απαιτείται να γίνεται ούτε με απόλυτη λεπτομέρεια ούτε με τεχνικούς ιατρικούς όρους τους οποίους πολλές φορές αδυνατεί να κατανοήσει ο ίδιος ο ασθενής. Σε κάθε περίπτωση, ακόμη κι αν χρησιμοποιούνται τέτοιο όροι, θα πρέπει να γίνονται πλήρως κατανοητοί προς τον ασθενή, με την κατάλληλη επεξήγηση. Ο γιατρός είναι υποχρεωμένος να ενημερώνει τον ασθενή, για κάθε επέμβαση, έστω και μικρή, την οποίο πρόκειται να ενεργήσει, τυχόν επεμβατικές διαδικασίες, κάθε φάρμακο ή ουσία που του χορηγείται, κάθε αποτέλεσμα παρακλητικής εξέτασης, αλλά και να απαντά σε κάθε ερώτηση του ασθενή.

Η παραβίαση της παραπάνω υποχρέωσης συνιστά, πέραν της τυχόν αστικής ευθύνης, πειθαρχικό και πάντως όχι ποινικό αδίκημα.

Δεν θα πρέπει λοιπόν να διαφεύγει της προσοχής των γιατρών, ανεξαρτήτως της φύσης του φορέα όπου παρέχουν τις υπηρεσίες τους, ότι η παράλειψη τους να ενημερώσουν τον ασθενή, γεννά ενδεχόμενα υποχρέωση για αποζημίωση και πειθαρχική ευθύνη.