Κατατίθεται την Πέμπτη η προσφυγή απο το ΔΣΑ για το Μνημόνιο

Του ΧΡΗΣΤΟΥ ΖΕΡΒΑ

Μεθαύριο Πέμπτη κατατίθεται τελικά στο Συμβούλιο της Επικρατείας η 70σέλιδη αίτηση ακύρωσης κατά των βασικών αρχών του «Μνημονίου» και των διοικητικών πράξεων που ακολούθησαν.

 Πρόκειται για τη βασική δικαστική προσφυγή κατά των οικονομικών περιοριστικών μέτρων της κυβέρνησης, στην οποία πρωτοστάτησαν ο Δικηγορικός Σύλλογος Αθηνών, η ΑΔΕΔΥ και η Ομοσπονδία Συνταξιούχων.

Το όλο εγχείρημα έγινε με πρωτοβουλία του προέδρου του ΔΣΑ Δ. Παξινού, ενώ το νομικό συντονισμό ανέλαβε ο συνταγματολόγος, καθηγητής Γ. Κασιμάτης. Οπως αναφέρεται σε ανακοίνωση του ΔΣΑ, «τα κοινωνικά δικαιώματα σε μια ευνομούμενη πολιτεία δεν μπορεί να τίθενται εν αμφιβόλω εξαιτίας ή εξ αφορμής οικονομικών συγκυριών, όσο δυσχερείς και εάν είναι. Τη στιγμή που η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία έχει πλήρως εκχωρηθεί στον υπουργό Οικονομικών και στους διεθνείς δανειστές της τρόικας, ο μοναδικός πυλώνας της δημοκρατίας που απομένει είναι η Δικαιοσύνη, στην οποία και απευθυνόμαστε».

Οπως εξήγησε στην «Ε» ο καθηγητής Γ. Κασιμάτης, αυτό που προσβάλλεται στο ΣτΕ είναι η βασική πράξη της διοίκησης (εδώ με τη μορφή εγκυκλίου), με την οποία δόθηκε το «πράσινο φως» να αρχίσουν οι περικοπές μισθών και επιδομάτων στους δημοσίους υπαλλήλους και τους συνταξιούχους.

Παράλληλα προσβάλλεται και η κατάργηση του θεσμού των συλλογικών διαπραγματεύσεων, όπως εξειδικεύεται στο Μνημόνιο.

Πρόκειται για βασική υποχρέωση που ανέλαβε η κυβέρνηση στο πλαίσιο εφαρμογής του Μνημονίου για την απρόσκοπτη κάλυψη των δανειακών αναγκών της χώρας.

Πέρα από από το γεγονός ότι το Μνημόνιο, όπως και οι δανειακές συμβάσεις και συμφωνίες της χώρας με το ΔΝΤ και τους Ευρωπαίους εταίρους της ευρωζώνης δεν κυρώθηκαν από τη Βουλή, αλλά πέρασαν ως ρυθμίσεις ενός απλού νόμου (κατά παραβίαση της δημοκρατικής αρχής, σύμφωνα με τον κ. Κασιμάτη), το βασικό νομικό επιχείρημα της προσφυγής συνίσταται στην περικοπή νομοθετημένων περιουσιακών δικαιωμάτων.

Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αλλά των ελληνικών δικαστηρίων (απόφαση 40/1998 της ολομέλειας του Αρείου Πάγου), οι απολαβές των υπαλλήλων που έχουν κατοχυρωθεί με νόμο ή δικαστικές αποφάσεις αποτελούν περιουσιακά δικαιώματα, τα οποία προστατεύονται από το άρθρο 1 του πρόσθετου πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων (ΕΣΔΑ).

Η επίκληση μάλιστα του δημοσίου συμφέροντος για την παράκαμψη της προστασίας αυτής απαιτεί συγκεκριμένα στοιχεία και όχι απλώς τη γενική ανάγκη κάλυψης έκτακτων δημοσιονομικών αναγκών.

Παρόμοια προσφυγή, με το ίδιο περίπου σκεπτικό, κατέθεσαν την περασμένη εβδομάδα στο Μισθοδικείο (το ειδικό δικαστήριο που αποφασίζει για τους μισθούς των δικαστών) οι πρώτοι δικαστικοί λειτουργοί.

Πολλοί νομικοί εκφράζουν τη βάσιμη άποψη ότι και η ελληνική Δικαιοσύνη, μετά τη ρουμανική και τη λετονική, θα σταθεί στο ύψος της και θα κρίνει αντισυνταγματικές τις τεράστιες περικοπές σε μισθούς, επιδόματα των δημοσίων υπαλλήλων καθώς και τη μείωση των ασφαλιστικών παροχών όσων συνταξιοδοτούνται. Εάν συμβεί κάτι τέτοιο, είναι φανερό ότι τινάζεται στον αέρα όλο το σύστημα «διάσωσης» που στηρίχθηκε στην αυστηρή λιτότητα και τις άγριες περικοπές μισθών και δικαιωμάτων των πολιτών.