Κλονίζονται οι σχέσεις εργαζόμενων – Διοίκησης στο Νοσοκομείο Σπάρτης!

“ Μήνυση για παράβαση καθήκοντος κατά της Διοικητού από Τομεάρχη της Νοσηλευτικής που θεωρεί ότι υποβαθμίστηκε. ”


ΣΠΑΡΤΗ.  Ο Τομέας της Υγείας στη Λακωνία, ανέκαθεν αποτέλεσε πεδίο άσκησης πολιτικών και ακόμα χειρότερο κομματικών και μικροκομματικών επιρροών. Από την εποχή που το ζητούμενο ήταν η αναβάθμιση του Νοσοκομείου Μολάων και η δημιουργία Μονάδας Νεφρού, μέχρι σήμερα, που καταρρέει μέσα στα χρέος  το Εθνικό Σύστημα Υγείας, είδαμε τους πολιτικούς της εποχής μας να αναμειγνύονται απόλυτα στις διοικήσεις των Νοσοκομείων.

Από τη στιγμή που η μεταρρύθμιση έφερε στη κορυφή των Ιδρυμάτων μάνατζερ – διοικητές, ελπίσαμε ότι το ΕΣΥ θα απαλλαγεί από το πελατειακό σύστημα και τις επιρροές των βουλευτικών και υπουργικών γραφείων.
Σήμερα, η Λακωνία βλέπει το Νοσοκομείο της Σπάρτης να αντιμετωπίζει σημαντικά προβλήματα λόγω  υποχρηματοδότησης. Το Νοσοκομείο Μολάων να κινδυνεύει από υποστελέχωση. Βλέπει τα Κέντρα Υγείας να μην έχουν την επάρκεια να ανταποκριθούν στις αυξημένες  και ειδικές ανάγκες της κοινωνίας.

Με εξαίρεση την πραγματικά αξιοπρόσεκτη απόδοση των γιατρών και νοσηλευτών στο Νοσοκομείο Μολάων, το Κέντρο Υγείας Αρεόπολης που σητρίζεται και από τον Δήμο και το έμπειρο και κατηρτισμένο νοσηλευτικό προσωπικό στο Νοσοκομείο Σπάρτης, όλα τα άλλα στοιχεία συνηγορούν στο να χαρακτηριστεί το ΕΣΥ «καταρρέον και αξιολύπητο σύστημα».

Οι πολίτες φορολογούνται αμείλικτα και είναι πλέον απόλυτοι σε αυτό που περιμένουν από το ΕΣΥ. Σε κάθε περίπτωση αυτό που παίρνουν είναι κατώτερο των περιστάσεων και των αναγκών τους.

Η διαφορά και η υπεροχή κάποιων προσώπων που υπηρετούν στο ΕΣΥ δεν είναι ικανές για να απαλλάξουν το Σύστημα από τη μόνιμη θέση του «Κατηγορούμενου» και του «Ανακόλουθου».

Αφορμή για την αναφορά μας αυτή αποτέλεσε περιστατικό που έχει να κάνει με αυτή καθ’ αυτή την αξιοκρατική, αποτελεσματική και απρόσκοπτη λειτουργία του ΕΣΥ.

Πληροφορούμαι  ότι διακεκριμένο στέλεχος του Νοσηλευτικού Τομέα στο Νοσοκομείο Σπάρτης υποχρεώθηκε να υποβάλει μήνυση για παράβαση καθήκοντος στην Διοικητή του Νοσοκομείου. Πρόκειται για Τομεάρχη της Νοσηλευτικής (Μ.Χ.) η οποία με απόφαση της Διοικητού υποβαθμίζεται στη  Νοσηλευτική Υπηρεσία της Ουρολογικής Κλινικής παρόλο που διαθέτει προσόντα και εξέλιξη που θα την καθιστούσαν αξιόμαχο υψηλόβαθμο στέλεχος της Νοσηλευτικής Διεύθυνσης του Νοσοκομείου Σπάρτης.

Η εργαζόμενη και συνεχώς σπουδάζουσα Νοσηλεύτρια, μητέρα δύο παιδιών και εξαιρετική υπάλληλος , θεωρεί ότι η απόφαση της Διοικητού είναι καταχρηστική, την αδικεί και την βλάπτει και ως εκ τούτου καταθέτει εναντίον της Μήνυση για Παράβαση Καθήκοντος.

Η εργαζόμενη που δείχνει αποφασισμένη να διεκδικήσει ότι της αναλογεί και ότι κατά την εκτίμησή της  αξίζει, εξηγεί ότι η αυθαίρετη διοικητική πράξη της Διοικητού έχει σαν αποτέλεσμα την ηθική και υλική βλάβη της δεδομένου ότι υποβαθμίστηκε στην κλίμακα της εργασίας της, έχασε αποδοχές και υπέστη μεγάλη ηθική βλάβη. Είναι γνωστό και αποδεκτό άλλωστε ότι κάθε υπάλληλος, προϊόντος του χρόνου, αποκτώντας εφόδια και προσόντα κι ενώ δεν συντρέχει άλλος λόγος περί του αντιθέτου, αναμένει, προσδοκά και επιδιώκει την ανοδική εξέλιξή του στο χώρο της εργασίας του.

Από την άλλη πλευρά, η Διοικητής του Νοσοκομείου (Ε.Π.) απαντώντας στο notospress.gr εκτιμά ότι ο Νόμος της δίνει το δικαίωμα να προβαίνει σε διοικητικές πράξεις, εφόσον δεν έχουν γίνει κρίσεις προσωπικού, και με βάση το συμφέρον της Υπηρεσίας να μεταβάλει τον χάρτη αρμοδιοτήτων και θέσεων του προσωπικού. Όπως μάλιστα λέει χαρακτηριστικά είναι χρήσιμο οι εργαζόμενοι να αλλάζουν θέσεις και για την κατάρτισή τους και για την απόδοσή τους. Φυσικά η Διοικητής προεξοφλεί ότι σε καμία περίπτωση δεν υπάρχουν κίνητρα όπως αυτά που υπονοούνται στη μήνυση. Δεν απαντά όμως σε εξώδικο της εργαζόμενης και προτιμά να δώσει εξηγήσεις στην Πταισματοδίκη Σπάρτης, όπου θα κληθεί μετά την εις βάρος της μήνυση.

Αυτό που πρέπει να κατανοήσουν όλοι οι Διοικούντες στον Δημόσιο Τομέα είναι ότι η Διοίκηση έχει συνέχεια. Ακόμα και στην περίπτωση που το έργο των manager αξιολογείται από την απόδοση τους, πρέπει να γνωρίζουν ότι βασικές επιλογές και αποφάσεις που συνδέονται με τα εργασιακά κεκτημένα, την εξέλιξη των εργαζομένων και τη λειτουργία των τμημάτων και κλινικών, δεν πρέπει να αποτελούν πεδίο εύκολων, άκριτων ή και βεβιασμένων αλλαγών, ακόμα και αν αφορούν αποφάσεις προηγούμενης Διοίκησης. Ωστόσο η Διοικητής ισχυρίζεται ότι τη συγκεκριμένη εργαζόμενη την αντικατέστησε με συναδέλφισσά της που έχει τα ίδια προσόντα και περισσότερα χρόνια υπηρεσίας.

Αξίζει να σημειωθεί ότι η εργαζόμενη που υποβάλει τη μήνυση εκτός από απόφοιτος της Νοσηλευτικής Σχολής κατέχει τίτλο Μεταπτυχιακών Σπουδών στη Δημόσια Υγεία, είναι πτυχιούχος Παιδαγωγικών Σπουδών με πλούσιο επιστημονικό, συγγραφικό και κοινωνικό έργο. Έχει εργαστεί ως διδάσκουσα στο Τμήμα Νοσηλευτικής του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου όπου και υποστηρίζει αυτές τις μέρες τη  Διδακτορική της εργασία. Εργάζεται στο ΕΣΥ από το 1987 ως Νοσηλεύτρια, Προϊσταμένη Τμήματος και Προϊσταμένη Τομέα.

Είναι προφανές ότι τη λύση στη διαφωνία Διοικητού – Εργαζόμενης καλείται να δώσει η Ελληνική Δικαιοσύνη αφού οι λειτουργοί τους σταθμίσουν όλα τα δεδομένα και κυρίως αφού συνυπολογίσουν ότι σήμερα η ελληνική διοίκηση έχει ανάγκη από τεκμήρια αξιοπιστίας, αξιοκρατίας και  μάνατζμεντ που θα υπερβαίνει τις αγκυλώσεις και τις άψυχες νόρμες και θα αποδίδει αποτέλεσμα σε υπηρεσίες και σε απόδοση προσωπικού.

Δεν υπάρχει η πολυτέλεια ούτε για πειραματισμούς, ούτε για στυγνές και άνευρες διοικητικές πράξεις σε ένα Σύστημα όπου τίποτα πλέον δεν είναι δεδομένο και αυτονόητο παρά μόνον η προσφορά των εργαζομένων.

Όλοι οι διοικούντες  ομολογούν ότι το ΕΣΥ στέκεται στα «πόδια» του λόγω των ικανοτήτων, του ζήλου και πολλές της αυταπάρνησης των εργαζομένων. Μακάρι οι διοικητικές πράξεις να μην αποθαρρύνουν και να μην απογοητεύσουν τους εργαζόμενους.

Η ευθύνη της Πταισματοδίκου είναι μεγάλη, γιατί πίσω από την υπόθεση αυτή κρίνεται το Σύστημα Υγείας, η Δικαιοσύνη και οι σχέσεις εμπιστοσύνης Κράτους – Πολίτη.

Κανείς δεν πρέπει να λησμονεί ότι το ΕΣΥ (και στη Λακωνία)  έχει υποστεί  συνεχή κτυπήματα πολιτικών, θεσμικών και μη, παρεμβάσεων με αποτέλεσμα οι εργαζόμενοι να έχουν συχνά  ωςπρώτη καταφυγή τους τη Δικαιοσύνη.