Κοινωνικά δίκτυα ελέγχουν τα ναρκωτικά

Σχέσεις εμπιστοσύνης διέπουν το σύστημα διακίνησης που αναπτύσσεται γύρω από γνωστούς και φίλους βάσει πολιτισμικών χαρακτηριστικών

Της Ελενας Καρανατση

Το εμπόριο ναρκωτικών στην Ελλάδα λειτουργεί ως πυραμίδα αλλά και ως σύστημα δικτύων γνωστών και φίλων. Για τους διακινητές η εμπορία ουσιών είναι συχνά ένα συμπληρωματικό επάγγελμα. Ετσι διαμορφώνεται και μία ασπίδα προστασίας και ανοχής προς τα υψηλότερα κλιμάκια των εμπόρων. Το σύστημα διακίνησης δεν φαίνεται να ελέγχεται από μεγάλες οργανώσεις με ισχυρή δομή, αλλά από κοινωνικά δίκτυα με βάση πολιτισμικά και εθνοτικά χαρακτηριστικά και κύριο μέσο την προσωπική γνωριμία, ενώ διέπεται από σχέσεις ανταλλαγής και εμπιστοσύνης.

Σύμφωνα με την έρευνα της αναπτυξιακής σύμπραξης «Ενταξη», που διενεργήθηκε σε 38 άτομα (χρήστες, προσωπικό φορέων, αστυνομικούς, δικαστικούς λειτουργούς, δημοσιογράφους και δικηγόρους), οι μεγαλέμποροι που καταγράφονται από το ποινικό σύστημα στην Ελλάδα είναι κατά κανόνα έμποροι του 1-2 κιλών, ανήκουν στο μέσο όρο του Ελληνα επιχειρηματία σε ό, τι αφορά τα κοινωνικά τους χαρακτηριστικά (σε παραγωγική ηλικία, με οικογένεια και παιδιά).

Σε… νευραλγικό τομέα του εμπορίου ναρκωτικών ουσιών αναδεικνύεται η αποθήκευσή τους. Οι περιοχές όπου συνήθως οι έμποροι τα κρύβουν είναι εκείνες που βρίσκονται σε πολεοδομικό, κοινωνικό και οικονομικό μετασχηματισμό, δηλαδή πρώην βιομηχανικές περιοχές, περιοχές εκτός σχεδίου αλλά υπό οικιστική ανάπτυξη.

Μία τυπική είσοδος στην αγορά ναρκωτικών για τον πρωτόπειρο είναι το «κέρασμα» μέσω του οποίου απομακρύνεται η αίσθηση ότι οι χρήστες έρχονται έμμεσα σε επαφή με τον κόσμο της παρανομίας.

Τον ρόλο του μεσολαβητή – διανομέα συνήθως αναλαμβάνουν άτομα που προέρχονται από χαμηλά κοινωνικά στρώματα μεταναστών, τα εισοδήματά τους είναι κατά κανόνα πενιχρά και οι επαγγελματικές τους προοπτικές λίγες.

Σύμφωνα με την ίδια ποιοτική έρευνα, δύο κοινωνικές ομάδες ταυτίζονται με τα ναρκωτικά: οι αλλοδαποί και οι τσιγγάνοι, ενώ οι εξαρτημένοι χρήστες καλύπτουν τις ανάγκες τους στην ανοιχτή πιάτσα της Ομόνοιας και σε διάφορα κέντρα διασκέδασης (κλειστές πιάτσες).

Η Ομόνοια λειτουργεί ως «πολυκατάστημα» ουσιών με καταμερισμένες ανάμεσα σε εθνοτικές ομάδες, ζώνες και ώρες ελέγχου, είδος ναρκωτικού και παρεχόμενων υπηρεσιών πορνείας. Από την άλλη πλευρά, στα νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, η διακίνηση των ναρκωτικών ενσωματώνεται στη νόμιμη λειτουργία του και γίνεται με την ανοχή των ανθρώπων της νύχτας.

Οπως επισημαίνει η επιστημονική υπεύθυνη της έρευνας, κ. Σοφία Βιδάλη, η σιωπηρή – και όχι μόνο – συναίνεση δεν εκδηλώνεται μόνο στους χώρους διασκέδασης αλλά και στα σχολεία, καθώς επίσης και σε επαγγελματικούς χώρους που βρίσκονται σε γειτονιές, όπου διακινούνται ναρκωτικά. Η καταπολέμηση της εμπορίας δεν φαίνεται ιδιαίτερα αποτελεσματική, αν κρίνει κανείς από το γεγονός ότι οι κατασχεθείσες ποσότητες αντιστοιχούν στο 10 – 20% των ναρκωτικών που κυκλοφορούν στην αγορά.

Οσον αφορά το ισχύον νομοθετικό πλαίσιο, ο καθηγητής ποινικού δικαίου στο ΑΠΘ κ. Νίκος Παρασκευόπουλος τόνισε ότι δεν χρειάζεται να προτείνουμε νέους θεσμούς, αλλά να εφαρμόσουμε την ισχύουσα νομοθεσία που προβλέπει ειδικό καθεστώς μειωμένης ποινής για τους χρήστες και πρόσβαση σε θεραπευτικά προγράμματα απεξάρτησης.

Από την πλευρά του, ο καθηγητής Εγκληματολογίας στο τμήμα Επικοινωνίας και ΜΜΕ του Πανεπιστημίου Αθηνών, κ. Γιάννης Πανούσης αναφέρθηκε στα εμπόδια και τους περιορισμούς για μία ουσιαστική επανένταξη.