ΜΕΛΕΤΗ: Νόμος 4999/2022: Μία καινοφανής & αλυσιτελής αγωγή θεραπείας χρόνιων νοσημάτων της δευτεροβάθμιας περίθαλψης του ΕΣΥ

Αναδημοσιεύουμε μελέτη που δημοσίευσε ο Βασίλης Ζαχαρόπουλος, Επιστημονικός συνεργάτης και εκ των συντονιστών της Ομάδας Υγείας του ΕΝΑ, σχετικά με τα δύο επίμαχα άρθρα του νόμου 4999/22, δηλαδή τα άρθρα 7 και 10.

 

Στις 2 Δεκεμβρίου ψηφίστηκε και τελικά δημοσιεύτηκε στις 7 του ίδιου μήνα ο νόμος υπ’ αριθμ. 499/2022 (ΦΕΚ Α 225/7-12-2022) με τίτλο «Δευτεροβάθμια περίθαλψη, ιατρική εκπαίδευση, μισθολογικές ρυθμίσεις για τους ιατρούς και οδοντιάτρους του Εθνικού Συστήματος Υγείας και λοιπές διατάξεις αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας». Δηλούμενος σκοπός του νόμου είναι αφενός η αριθμητική ενίσχυση του ιατρικού προσωπικού του Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ) μέσω της ένταξης ιδιωτών ιατρών και τη βελτίωση του εργασιακού καθεστώτος των ειδικευμένων ιατρών του ΕΣΥ. Αφετέρου, είναι και η επίλυση προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι υπηρεσίες και φορείς αρμοδιότητας του Υπουργείου Υγείας, τα οποία έχουν αντανακλαστικές συνέπειες στην οικονομία και την κοινωνία, ο εκσυγχρονισμός των προϋποθέσεων ίδρυσης και λειτουργίας ιδιωτικών κλινικών και ο εκσυγχρονισμός του πλαισίου λειτουργίας και ελέγχου των εργαστηρίων φυσικοθεραπείας (άρθρο 1).

Αντιστοίχως σκοπός του εν λόγω άρθρου είναι η επισταμένη ανάγνωση και κατανόηση των σχετικών άρθρων στα οποία διαλαμβάνονται οι προειρημένοι σκοποί του νόμου και η κριτική θεώρησή τους με γνώμονα την αποτελεσματικότητά τους και τη λυσιτέλεια των ρυθμίσεών τους ως προς το επιδιωκόμενο, που δεν είναι άλλη παρά η αντιμετώπιση χρόνιων παθογενειών και στρεβλώσεων από τις οποίες πάσχει το ΕΣΥ. Στο σημείο αυτό αξίζει να υπογραμμίσουμε ότι σοβαρά προβλήματα και προκλήσεις αντιμετωπίζει συλλήβδην το ελληνικό σύστημα υγείας, άρα όχι μόνο το ΕΣΥ αλλά και ο ιδιωτικός τομέας.

Συγκεκριμένα θα εξετάσουμε τα άρθρα «Προκήρυξη θέσεων ιατρών κλάδου Εθνικού Συστήματος Υγείας με καθεστώς μερικής απασχόλησης Προσθήκη περ. γ’ στην παρ. 1 του άρθρου 11 του ν. 2889/2001» και 10 «Απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα των ιατρών του Εθνικού Συστήματος Υγείας, των ιατρών του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Παπαγεωργίου» και των ιατρών μελών Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού και Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού των Ανώτατων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων Τροποποίηση περ. α’ παρ. 1 και αντικατάσταση παρ. 4 άρθρου 11 ν. 2889/2001».

Άρθρο 7

Προβλέπεται η δυνατότητα προκήρυξης θέσεων ιατρών κλάδου ΕΣΥ με καθεστώς μερικής απασχόλησης υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις.

Η διάταξη κρίθηκε αναγκαία προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα των άγονων θέσεων[1], ειδικοτήτων και περιοχών, καθώς και θέσεων με ειδική εμπειρία, για τις οποίες δεν υπάρχει ενδιαφέρον συμμετοχής στις προκηρύξεις στελέχωσης με ιατρικό προσωπικό, μέσω της δυνατότητας προκήρυξης των συγκεκριμένων θέσεων με καθεστώς μερικής απασχόλησης.

Πιο συγκεκριμένα, με τη διάταξη εισάγεται στο ΕΣΥ το καθεστώς της μερικής απασχόλησης ορισμένης διάρκειας για ιατρούς κλάδου ΕΣΥ υπό συγκεκριμένους όρους και προϋποθέσεις. Ειδικότερα, θεσπίζεται η δυνατότητα προκήρυξης θέσεων μερικής απασχόλησης, εφόσον α) οι προκηρυχθείσες θέσεις δεν καλύφθηκαν και απέβησαν άγονες μετά την προκήρυξή τους, β) είναι θέσεις σε περιοχές της χώρας που χαρακτηρίζονται ως άγονες και προβληματικές, σύμφωνα με το π.δ. 131/1987 γ) είναι θέσεις σε ειδικότητες που χαρακτηρίζονται ως άγονες, σύμφωνα με την παρ. 6 του άρθρου 38 του ν. 1397/1983 και δ) πρόκειται για θέσεις με ειδική εμπειρία.

Στους ιατρούς που θα διοριστούν σε θέση μερικής απασχόλησης, παρέχεται η δυνατότητα ετεροαπασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα της ιατρικής, στην οποία συμπεριλαμβάνεται η δυνατότητα διατήρησης ιδιωτικού ιατρείου.

O νομοθέτης προσδοκά ότι με την εισαγωγή του καθεστώτος της μερικής απασχόλησης δίνεται αφενός ευελιξία στους υποψήφιους ιατρούς ΕΣΥ και δυνατότητα ετεροαπασχόλησής τους στον ιδιωτικό τομέα ή διατήρησης ιδιωτικού ιατρείου ή οδοντιατρείου και αφετέρου ώθηση στο ΕΣΥ για κάλυψη των συνεχώς αυξανόμενων αναγκών των δημοσίων νοσοκομείων.

Κριτική: H διάταξη φιλοδοξεί να επιλύσει το χρόνιο πρόβλημα της υποστελέχωσης των νοσοκομείων, ειδικά των περιφερειακών και δη όσων έχουν έδρα σε άγονες και νησιωτικές περιοχές της χώρας. Η υποστελέχωση αυτή οφείλεται κυρίως στο χαμηλό ή ανύπαρκτο ενδιαφέρον του ιατρικού προσωπικού να συμμετέχει στις προκηρύξεις που κατά διαστήματα δημοσιεύονται για κάλυψη κενών οργανικών θέσεων. H διάταξη επιδιώκει να επιλύσει το υπαρκτό και σοβαρό πρόβλημα επιτρέποντας την μερική απασχόληση όσων θα καλύψουν οργανικές θέσεις σε νοσοκομεία, δηλαδή αναιρώντας την αποκλειστική τους απασχόληση όπως ίσχυε ως τώρα διατηρώντας παράλληλα το χαρακτηριστικό της «πλήρους απασχόλησης».

Ο νομοθετικός συντάκτης δείχνει να αγνοεί το πραγματικό πρόβλημα σε όλο του το βάθος, καθώς αυτό δεν εξαντλείται μόνο σε οικονομικούς λόγους. Στο παρελθόν έχουν δοθεί πολλές φορές ισχυρά και ικανά οικονομικά κίνητρα στο ιατρικό προσωπικό προκειμένου να καλυφθούν κενές θέσεις σε υπηρεσίες υγείας άγονων, απομακρυσμένων, ορεινών και νησιωτικών περιοχών της χώρας αλλά η ανταπόκριση των ιατρών υπήρξε πολύ χλιαρή. Οι λόγοι που τέτοιες θέσεις δεν είναι ελκυστικές για την μεγάλη πλειοψηφία των ιατρών ερείδονταΙ στο γενικό επίπεδο ανάπτυξης πολλών από αυτές τις  περιοχές. Για αυτό τον λόγο  απαιτούνται ολιστικές, συμπεριληπτικές και όπου χρειάζεται (π.χ Σαντορίνη, Μύκονος κ.λπ) ad hoc λύσεις σε περιφερειακό και τοπικό επίπεδο. Η δυνατότητα παράλληλης απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα, αντιθέτως αναμένεται να το επιδεινώσει καθώς οι ασθενείς θα ετεροκατευθύνονται στα ιδιωτικά ιατρεία και διαγνωστικά κέντρα των ιατρών που καλύπτουν τις οργανικές θέσεις των νοσοκομείων, κάτι που θα διευρύνει και εμβαθύνει τις ανισότητες στην πρόσβαση θέτοντας σοβαρά οικονομικά προσκόμματα και θα επιβαρύνει έτι περαιτέρω τα ήδη πολύ επιβαρυμένα νοικοκυριά ως προς τη συμμετοχή τους με ίδια κόστη σε υπηρεσίες υγείας.

Άρθρο 10

Προβλέπεται κατ’ εξαίρεση η δυνατότητα απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα για ιατρούς κλάδου ΕΣΥ που υπηρετούν σε νοσοκομεία του ΕΣΥ και ιατρούς του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Παπαγεωργίου», εφόσον συμμετέχουν στην ολοήμερη, πέραν του τακτικού ωραρίου λειτουργία του νοσοκομείου, εκτός των ημερών εφημερίας και ρυθμίζονται συναφή θέματα των ιατρών μελών Διδακτικού Ερευνητικού Προσωπικού και Εργαστηριακού Διδακτικού Προσωπικού.

Η διάταξη κρίθηκε αναγκαία, προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στους ιατρούς κλάδου ΕΣΥ που υπηρετούν σε νοσοκομεία του ΕΣΥ, καθώς και τους ιατρούς του Γενικού Νοσοκομείου Θεσσαλονίκης «Παπαγεωργίου», μέσω της απασχόλησής τους στον ιδιωτικό τομέα, αφενός να αξιοποιήσουν την κλινική εμπειρία τους και αφετέρου να ενισχύσουν το εισόδημά τους.

Επομένως με τη διάταξη αυτή θεσπίζεται για τους ιατρούς κλάδου ΕΣΥ που υπηρετούν στα νοσοκομεία του ΕΣΥ εξαίρεση από την πρόβλεψη περί πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης.

Συγκεκριμένα, προβλέπεται η δυνατότητα απασχόλησής τους στον ιατρικό ιδιωτικό τομέα έως δύο  φορές την εβδομάδα, εφόσον συμμετέχουν τουλάχιστον οκτώ φορές τον μήνα στην εκτός του τακτικού ωραρίου λειτουργία του νοσοκομείου, εκ των οποίων τουλάχιστον οι τέσσερις αφορούν στην ολοήμερη, πέραν του τακτικού ωραρίου, λειτουργία του νοσοκομείου, έπειτα από απόφαση του Διοικητή ή του Προέδρου του νοσοκομείου, κατόπιν αίτησης του ενδιαφερόμενου ιατρού.

Για όσους ιατρούς εκ του νόμου απαλλάσσονται από την υποχρέωση συμμετοχής στις εφημερίες, προβλέπεται η υποχρέωση συμμετοχής στην ολοήμερη λειτουργία του νοσοκομείου τουλάχιστον οκτώ  φορές τον μήνα. Παράλληλα, τίθεται ένα όριο στον αριθμό των χειρουργικών ή επεμβατικών πράξεων που διενεργούνται εκτός του νοσοκομείου ανά εβδομάδα και συγκεκριμένα προβλέπεται ότι δεν επιτρέπεται να υπερβαίνουν τον αριθμό των αντίστοιχων πράξεων που διενεργούνται αθροιστικά κατά το τακτικό ωράριο και την ολοήμερη λειτουργία του νοσοκομείου από τον ίδιο ιατρό.

Περαιτέρω, παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Υγείας να καθορίσει με απόφασή του το είδος, την έκταση, τους όρους, τις προϋποθέσεις και τους φορείς της απασχόλησης ιατρών κλάδου ΕΣΥ στον ιδιωτικό τομέα της ιατρικής, τα αρμόδια όργανα και τη διαδικασία για τη χορήγηση της σχετικής άδειας και την ανάκληση αυτής, την εξειδίκευση των κυρώσεων, τη διαδικασία και τα όργανα ελέγχου της τήρησης των όρων της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα της ιατρικής, την  διαπίστωση της παράβασης και της κοινοποίησης αυτής στις αρμόδιες υπηρεσίες και την επιβολή κυρώσεων, καθώς και κάθε άλλη αναγκαία λεπτομέρεια. Επιπλέον, παρέχεται εξουσιοδότηση στον Υπουργό Υγείας να προβλέψει ότι η απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα της ιατρικής θα εφαρμοστεί σταδιακά σε συγκεκριμένα νοσοκομεία ανά υγειονομική περιφέρεια.

Ο νομοθετικός συντάκτης προσδοκά ότι έτσι θα προσελκύσει περισσότερους ιατρούς στο Εθνικό Σύστημα Υγείας, αφού θα μπορούν να συνδυάσουν και την απασχόληση στον ιδιωτικό τομέα της υγείας.

Επίσης αίρεται η μέχρι τώρα προβλεπόμενη στην παρ. 4 του άρθρου 11 του ν.2889/2001 απαγόρευση των πανεπιστημιακών ιατρών που υπηρετούν σε νοσοκομεία του ΕΣΥ ή αρμοδιότητας του Υπουργείου Παιδείας και Θρησκευμάτων να παρέχουν υπηρεσίες σε ιδιωτικές κλινικές.

Κριτική: Η διάταξη επιχειρεί να ενισχύσει τις απολαβές των ιατρών του ΕΣΥ δίνοντάς τους τη δυνατότητα να ασκούν παράλληλα ιδιωτικό έργο με τις πολύ συγκεκριμένες προϋποθέσεις που διαλαμβάνονται σε αυτήν. Απορίας άξιον είναι γιατί υπάρχει ανάγκη περαιτέρω ενίσχυσης των απολαβών των ιατρών εφόσον με τις διατάξεις 54-60 του εν θέματι νόμου προβλέπεται νέο ειδικό μισθολόγιο στο οποίο θα μπορούσε και θα έπρεπε να ενταχθεί συνολικά η μισθολογική τους αναβάθμιση.

Η διάταξη απλώς παραχωρεί την προαναφερόμενη δυνατότητα, χρήση της οποίας φαίνεται ότι θα είναι σε θέση να κάνουν πολύ λίγοι και πολύ συγκεκριμένοι ιατροί του ΕΣΥ. Εν πρώτοις, αυτό θα δημιουργήσει εργαζόμενους πολλών ταχυτήτων[2], κάτι που θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο το αίσθημα της αδικίας και αυτοματαίωσης που ταλανίζει και το ιατρικό προσωπικό του ΕΣΥ. Αντιπαρερχόμενοι τον ιατροκεντρικό χαρακτήρα της διάταξης που έρχεται σε μετωπική αντίθεση με τις διεθνείς και ευρωπαϊκές τάσεις για ανθρωποκεντρικά μοντέλα μέσω διεπιστημονικών και διατομεακών ομάδων, η διάταξη εμφορείται από την ιδεολογία της ατομικής ευθύνης και της αποχώρησης της αντίστοιχης κρατικής καθώς ρίπτει το βάρος της βελτίωσης των αποδοχών σε κάθε ιατρό ξεχωριστά, καθιστώντας τον αποκλειστικό υπεύθυνο για τις αποδοχές του. Επί της ουσίας το κράτος αναγνωρίζει ότι οι μισθολογικές απολαβές λειτουργών του δεν είναι επαρκείς και παράλληλα παραιτείται του ρόλου και της υποχρέωσής του να της καταστήσει τέτοιες, μεταθέτοντας το πεδίο της «λύσης» εκτός της επικρατειάς του, στον ιδιωτικό τομέα και τη βούληση/δυνατότητα κάθε ιατρού. Από ένα σύστημα συλλογικών διευθετήσεων, λοιπόν, οδεύουμε σε ένα σύστημα ιδιωτικών διευθετήσεων.

Καθώς οι προϋποθέσεις άσκησης ιδιωτικής ιατρικής είναι τέτοιες ώστε ελάχιστοι και συγκεκριμένοι ιατροί θα μπορούν να κάνουν χρήση της διακριτικής ευχέρειας που παραχωρεί η διάταξη, ο συντάκτης της  μεροληπτεί τόσον υπέρ αυτών των ελάχιστων και συγκεκριμένων ιατρών αλλά και των ολίγων και συγκεκριμένων ιδιωτικών κλινικών και διαγνωστικών κέντρων τα οποία θα ωφεληθούν από τις διαφαινόμενες συνέπειες της διάταξης, κυρίως δια της οδού της ανακατεύθυνσης των ασθενών από την δωρεάν κάλυψη του ΕΣΥ στην εκ των πόρων και της ιδιωτικής ασφάλειας των ασθενών -που χρηματοδοτείται ιδιωτικά από τους ίδιους τους ασθενείς- αμειβόμενη κάλυψη του ιδιωτικού τομέα της συστήματος υγείας. Αυτό αναμένεται να εντείνει τις ανισότητες τόσο εντός του ΕΣΥ αλλά ιδίως αυτές που προκαλούνται από την δυσχέρεια πρόσβασης των πολιτών σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας, πρόσβαση που πρέπει να είναι ακώλυτη ώστε να μην μένει μέρος του πληθυσμού με ανικανοποίητες ανάγκες (leave no one behind). Προβληματική είναι η διάταξη και γιατί αναμένεται να νοθεύσει τον ανταγωνισμό στον ιδιωτικό τομέα της υγείας, στον βαθμό που πριμοδοτεί ολίγες και συγκεκριμένες ιδιωτικές επιχειρήσεις εις βάρος των μικρομεσαίων και των ελευθεροεπαγγελματιών.

Προς τούτοις, οι ανωτέρω διατάξεις οι οποίες τροποποιούν τον ιδρυτικό του ΕΣΥ νόμο 1397/1983[3] όσον αφορά την υποχρέωση πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των ιατρών του ΕΣΥ, τη εξαιρέσει των πανεπιστημιακών και στρατιωτικών ιατρών, είναι προϊόντα της νεοσυντηρητικής και νεοφιλελεύθερης ιδεολογίας η οποία θεωρεί την υγεία ως σύνηθες εμπορικό αγαθό και τους ασθενείς ως τυπικούς καταναλωτές. Είναι ρητή η άποψη αυτής της σχολής σκέψης ότι υφίσταται μόνο η έννοια της ατομικής υγείας και ότι δεν υπάρχει αυτή της δημόσιας υγείας. Εξ αυτών επομένως συνάγεται ότι οι καταναλωτές πρέπει να είναι ελεύθεροι να αγοράζουν υπηρεσίες υγείας κατά το δοκούν και στο πλαίσιο μιας αγοράς όπου ο ανταγωνισμός των παρόχων υπηρεσιών υγείας αποβαίνει υπέρ του καταναλωτή, ο οποίος συνδιαμορφώνει το επίπεδο των παρεχόμενων υπηρεσιών μέσω της δικής του ορθολογικής επιλογής. Η ιδεολογία του νομοθέτη ταυτίζεται με τις προειρημένες απόψεις και αυτό φαίνεται πολύ καθαρά στις διατάξεις.

Η πλήρης και αποκλειστική απασχόληση αντιμετωπίζεται ως στεγανό που πρέπει να διαρραγεί, ως στρέβλωση που πρέπει να θεραπευτεί. Έχει μεγάλο ενδιαφέρον η εκτίμηση του νομοθέτη ότι  «η αντιμετώπιση της πανδημίας του κορονοϊού COVID-19 (sic) κατέδειξε την ανάγκη συνεργασίας μεταξύ του δημόσιου και του ιδιωτικού τομέα της υγείας και αναθεώρησης των όποιων στεγανών έχουν παγιωθεί στα σαράντα χρόνια λειτουργίας του εθνικού συστήματος υγείας». Αυτή είναι μια παντελώς αυθαίρετη εκτίμηση η οποία έρχεται σε πλήρη σύγκρουση με τις ευρωπαϊκές και διεθνείς τάσεις και θέσεις ότι η πανδημία ανέδειξε την ανάγκη συστηματικής και ουσιαστικής στήριξης των δημόσιων συστημάτων υγείας με στρατηγική και ορθολογική αύξηση της δημόσιας δαπάνης η οποία θεωρείται στρατηγική επένδυση και όχι πρόσκαιρο κόστος. Έτσι δίχως να υπάρχουν ενδείξεις που να τεκμηριώνουν την ανάγκη για περισσότερη σύμπραξη δημόσιου και ιδιωτικού τομέα στην υγεία, ο νομοθέτης άκριτα υιοθετεί τις ΣΔΙΤ αλλά και την εκχώρηση, άμεση και έμμεση,  όλο και περισσότερο αρμοδιοτήτων του ΕΣΥ στον ιδιωτικό τομέα υγείας με παράλληλη υποχώρηση του πεδίου ευθύνης και του ρόλου του κράτους.

Ο νόμος 4999/2022 απορρυθμίζει το πλαίσιο λειτουργίας του ΕΣΥ και σε συνδυασμό με το νόμο 4391/2002 (άρθρο 39) ο οποίος δίνει τη δυνατότητα σε ιδιώτες ιατρούς να παρέχουν υπηρεσίες ΠΦΥ και στις δημόσιες δομές ΠΦΥ να συνεργάζονται με φορείς της τοπικής αυτοδιοίκησης, ιδιώτες παρόχους ΠΦΥ, πολυϊατρεία και ιδιώτες ιατρούς ολοκληρώνει την απίσχνανση του ΕΣΥ και την πρόσκληση προς τον ιδιωτικό τομέα να καλύψει το κενό που μένει πίσω. Αναιρεί την έννοια της υγείας ως δημόσιου και κοινωνικού αγαθού το οποίο είναι υποχρεωμένο το κράτος να παρέχει σε όλους ανεξαιρέτως τους πολίτες του και επαναφέρει το προ ΕΣΥ καθεστώς της ατομικής υγείας, του ιδιωτικού τομέα και της «ελευθερίας» αντί της αλληλεγγύης. Επιστρέφει η λογική της λειτουργίας με κριτήρια του ιδιωτικού τομέα, άρα με προτεραιότητα στην κερδοφορία, κάτι που αναμένεται να έχει ως αποτέλεσμα την αύξηση των ανισοτήτων και των προσκομμάτων στην πρόσβαση σε ποιοτικές υπηρεσίες υγείας, αποκλείοντας ολοένα και περισσότερους και περισσότερες από το σύστημα υγείας με οδυνηρές επιπτώσεις που δεν χρειάζονται περαιτέρω ανάλυση.

Οι προτάσεις στη βάση μιας άλλη λογικής και κατεύθυνσης για ένα όντως ορθολογικό και αποτελεσματικό σύστημα υγείας που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες ανάγκες της κοινωνίας είναι οι εξής:

  • Εδραίωση της αντίληψης ότι η δαπάνη για την υγεία δεν είναι κόστος αλλά επένδυση και αύξηση της δημόσιας δαπάνης υπό την αίρεση ορθολογικής, αποτελεσματικής και δίκαιης χρήση των πόρων.
  • Καθιέρωση της πρόληψης και της προαγωγής της υγείας σε κεντρικό/πυρηνικό πυλώνα του ελληνικού συστήματος υγείας (δημόσιου τε και ιδιωτικού, αυτά τα δύο δεν πρέπει να διακρίνονται στην χάραξη δημόσιων πολιτικών) σε συνέργεια με όμορα πεδία πολιτικής (παιδεία, περιβάλλον, πολιτική προστασία, έρευνα και τεχνολογία).
  • Ενίσχυση και εξορθολογισμός της ΠΦΥ (δημόσιας και ιδιωτικής) με στόχο την πρόληψη, την έγκαιρη διάγνωση και τον προσυμπτωματικό έλεγχο, και την καθιέρωση της οικογενειακής ιατρικής.
  • Πρόκριση του ανθρωποκεντρικού μοντέλου στο πλαίσιο του οποίου διεπιστημονικές και διατομεακές ομάδες αντικαθιστούν την ιατρικοποίηση του συστήματος.

Συγκεκριμένα περί της δευτεροβάθμιας περίθαλψης:

  • Αναδιάταξη του υγειονομικού χάρτη κατόπιν χαρτογράφησης και εκτίμησης αναγκών
  • Νέο μισθολόγιο για όλο το προσωπικό του ΕΣΥ στο πλαίσιο ενός νέου μισθολογίου όλου του δημόσιου τομέα με επαναφορά της πλήρους και αποκλειστικής απασχόλησης των ιατρών του ΕΣΥ
  • Νέοι οργανισμοί νοσοκομείων και κάλυψη των κενών οργανικών θέσεων που θα προκύψουν
  • Επενδύσεις σε ιατροτεχνολογικό υλικό και υποδομές κατόπιν χαρτογράφησης και εκτίμησης αναγκών
  • Ενιαία ψηφιοποίηση όλων των παρεχόμενων υπηρεσιών και λειτουργική διασύνδεσή τους με ολόκληρο το σύστημα υγείας

 

[1] Ως άγονες νοούνται οι θέσεις που προκηρύσσονται σε δομές του ΕΣΥ οι οποίες εδρεύουν εντός προβληματικών και άγονων περιοχών εξαιτίας των γεωγραφικών, κοινωνικών, συγκοινωνιακών και οικονομικών τους συνθηκών (υπ’αριθμ. Πρωτ Υ10α/Γ.Π. οικ.60934/8-7-2014 υπουργική απόφαση ΑΔΑ: 7ΜΕΒΘ-ΟΘΣ)

[2] Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εργαζόμενοι ιατροί του ΕΣΥ με τα ίδια τυπικά προσόντα, τις ίδιες υποχρεώσεις και καθήκοντα καταλήγουν να αμείβονται διαφορετικά.

[3] Σημειωτέον ότι ο νόμος αυτός είχε τροποποιηθεί με το ν. 2071/1992, τον οποίο κατήργησε ο ν. 2194/1994 επαναφέροντας την πλήρη και αποκλειστική απασχόληση των ιατρών του ΕΣΥ.