Μόλις δύο υπουργοί πρότειναν περικοπές για το 2011

Σωτηρης Nικας

Με την τρόικα να ζητάει τις διπλάσιες περικοπές για το 2011 από ό, τι έχει υπολογίσει το οικονομικό επιτελείο, ο υπουργός Οικονομικών κ. Γ. Παπακωνσταντίνου ζει την μοναξιά του εκάστοτε «τσάρου» της οικονομίας. Την Πέμπτη θα πρέπει να καταθέσει στην Βουλή τον νέο προϋπολογισμό και για να επιτύχει τον στόχο μείωσης του ελλείμματος έχει εδώ και καιρό ζητήσει από τους συναδέλφους του να κόψουν όσα περισσότερα μπορούν από τους προϋπολογισμούς των υπουργείων τους και των εποπτευόμενων φορέων τους.

Ωστόσο, στις συναντήσεις που είχε ο κ. Παπακωνσταντίνου με τους υπόλοιπους υπουργούς τις δύο τελευταίες εβδομάδες φαίνεται πως βρήκε μόνον δύο «φίλους». Τον υπουργό Υγείας κ. Αντ. Λοβέρδο και την υπουργό Εργασίας κ. Λούκα Κατσέλη.

Ηταν οι μόνοι υπουργοί που προσήλθαν στις συναντήσεις με προτάσεις σημαντικής μείωσης των δαπανών στα χαρτοφυλάκιά τους. Ο μεν κ. Λοβέρδος παρουσίασε μείωση των επιχορηγήσεων προς τα νοσοκομεία κατά 1 – 1,1 δισ. ευρώ για του χρόνου, ενώ η κ. Κατσέλη ενημέρωσε για μείωση της ιατροφαρμακευτικής δαπάνης κατά 1,5 δισ. ευρώ το 2011, η οποία θα προέλθει κυρίως από την εφαρμογή του συστήματος ηλεκτρονικής συνταγογράφησης. Μάλιστα, ο κ. Λοβέρδος βγήκε ακόμα πιο επιθετικός, υποστηρίζοντας ότι οι διοικήσεις των νοσοκομείων τού ζήτησαν πίστωση 3,4 δισ. ευρώ για του χρόνου και ότι εκείνος τους ενημέρωσε πως τα κονδύλια αυτά θα τα δουν μόνον σε «φωτογραφίες».

Πέραν αυτών των δύο, όμως, αυτή τη στιγμή δεν διαφαίνεται άλλη σοβαρή προσπάθεια εξοικονόμησης. Η αναθεώρηση του περυσινού ελλείμματος στα επίπεδα του 15,5% του ΑΕΠ και η σημαντική υστέρηση των φετινών εσόδων οδηγούν το φετινό έλλειμμα στην περιοχή του 9,3 – 9,5% του ΑΕΠ (ενώ υπάρχει ένα ακόμα πιο ακραίο σενάριο) και καθιστούν επιτακτική την ανάγκη λήψης νέων μέτρων από το σκέλος των δαπανών.

Μάλιστα, η τρόικα ξεκινάει τη Δευτέρα τις διαπραγματεύσεις με την Ελλάδα, θέτοντας ως αφετηρία την επιπλέον μείωση των δαπανών κατά 4 δισ. ευρώ. Από την πλευρά του, το οικονομικό επιτελείο θεωρεί ότι λαμβάνοντας μέτρα της τάξης των 2 δισ. ευρώ θα μπορέσει να μειώσει το έλλειμμα στα επίπεδα του 7,6% του ΑΕΠ και ταυτόχρονα να μη δώσει τη χαριστική βολή στην ελληνική οικονομία. Αλλά αυτά είναι ασκήσεις επί χάρτου.

Τα ακριβή μέτρα που θα περιλαμβάνονται στο τελικό κείμενο του προϋπολογισμού θα είναι αντικείμενο των διαπραγματεύσεων των ερχόμενων δύο ημερών. Ωστόσο, στο πλαίσιο των περικοπών που έχει υπολογίσει η κυβέρνηση περιλαμβάνονται:

1. ΔΕΚΟ. Δεδομένου ότι νέες μειώσεις σε μισθούς και συντάξεις στον στενό δημόσιο τομέα δεν υπάρχει πρόθεση να γίνουν (πέραν των όσων προκύψουν από την εφαρμογή του νέου ενιαίου μισθολογίου), η ένταξη των ΔΕΚΟ στη γενική κυβέρνηση φέρνει σημαντικές περικοπές στους εργαζομένους του ευρύτερου δημόσιου τομέα.

Υπερωρίες και επιδόματα θα βρεθούν στο στόχαστρο των νέων περικοπών, με την κυβέρνηση να εξετάζει ή να βάλει πλαφόν στο ύψος τους ή να εγκρίνει συμπληρωματικές αμοιβές έως ένα ποσοστό των τακτικών αποδοχών των υπαλλήλων. Δηλαδή, τα επιδόματα και οι υπερωρίες να φτάνουν μέχρι το 8% ή το 10% των τακτικών αποδοχών κάθε εργαζομένου.

Επίσης, σημαντική αναμένεται να είναι και η μείωση στα λειτουργικά κόστη των ΔΕΚΟ. Το οικονομικό επιτελείο προωθεί αλλαγή του συστήματος προμηθειών στις ΔΕΚΟ, με στόχο να γίνονται μαζικές προμήθειες, έτσι ώστε να μειωθεί το κόστος. Παράλληλα, θα υπάρχει πλέον αυστηρός έλεγχος των δαπανών που φαίνεται ότι γίνονται για άλλους σκοπούς μη παραγωγικούς (τηλέφωνα, διαφήμιση, γραφική ύλη, μελάνια κ. λπ.), ενώ θα ζητηθεί και καλύτερη αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας των επιχειρήσεων είτε για να μειωθούν τα ενοίκια είτε για να αυξηθούν τα έσοδα από την εκμετάλλευση των ακινήτων.

2. Νοσοκομεία, ΟΤΑ και λοιποί φορείς. Θα πρέπει να θεωρείται δεδομένο ότι του χρόνου θα κλείσουν αρκετοί φορείς του Δημοσίου (π. χ. τμήματα ΤΕΙ, ΝΠΔΔ κ. λπ.) που δεν έχουν λόγο ύπαρξης. Εφόσον κλείσουν οι οργανισμοί αυτοί, τότε οι οργανικές θέσεις εργασίας θα χάνονται και κατ’ επέκταση οι εργαζόμενοι στο Δημόσιο θα μειωθούν. Επίσης, η μεταρρύθμιση του «Καλλικράτη» αναμένεται να αποφέρει όφελος 500 εκατ. ευρώ, με το οικονομικό επιτελείο να πιέζει για ακόμα μεγαλύτερες περικοπές.