Οι ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας κερδίζουν έδαφος

 

Tης Θεοδωρας Λιακοπουλου / dliakopoulou@kathimerini.gr

Οταν το 1983 αποφασίστηκε με νόμο η ενίσχυση της δημόσιας υγείας με τη δημιουργία του φιλόδοξου για την εποχή Εθνικού Συστήματος Υγείας (ΕΣΥ), ταυτόχρονα θεσπίστηκαν και μέτρα που ουσιαστικά απέκλειαν τα ιδιωτικά νοσοκομεία. Οι μικρές κυρίως κλινικές που υπήρχαν τότε, αντιμετώπισαν σοβαρά προβλήματα «επιβίωσης» -πολλές ανέστειλαν τη λειτουργία τους. Οσο περνούσαν τα χρόνια, το ΕΣΥ δεν ανταποκρινόταν στις αρχικές προσδοκίες κράτους και πολιτών, οπότε σταδιακά ενδυναμωνόταν ο χώρος της ιδιωτικής υγείας.

Ο νέος κύκλος για την ιδιωτική υγεία ξεκίνησε το 1992 και έκτοτε καταγράφηκε η δυναμική διείσδυση των ιδιωτικών κεφαλαίων στο αγαθό της υγείας με τις ιδιωτικές επενδύσεις να εμφανίζουν αύξηση μεγαλύτερη του 1.400%.

Αξιοποιώντας τη νέα τεχνολογία, κατασκευάζοντας νέα κτίρια με μεγάλες ξενοδοχειακές ανέσεις, αποσπώντας με οικονομικά δέλεαρ «εκλεκτό» επιστημονικό και νοσηλευτικό προσωπικό από τον δημόσιο τομέα, η ακριβή ιδιωτική υγεία κατακτά σταδιακά τα ηνία και σήμερα κατέχει πλέον του 50% μερίδιο αγοράς. Ταυτόχρονα, η αδυναμία του δημοσίου τομέα να έχει άμεση πρόσβαση στην τεχνολογία, τον καθιστά μη ανταγωνιστικό. «Με την εφαρμογή του νόμου 1397/1983, που προέβλεπε περιορισμό του ιδιωτικού τομέα, πολλές μικρές ιδιωτικές κλινικές έκλεισαν με αποτέλεσμα την περίοδο 1983-1992 ο αριθμός τους να μειωθεί από 391 σε 224. Ετσι, οι δαπάνες για κατασκευές στον ιδιωτικό τομέα έμειναν σχεδόν αμετάβλητες μέχρι το 1992. Μετά δέκα χρόνια, το 1992, επετράπη ξανά η ίδρυση ιδιωτικών κλινικών, γεγονός που επέφερε αύξηση της ιδιωτικής κατασκευαστικής δαπάνης έως και 471%», επισημαίνει στην «Κ» ο κ. Λυκούργος Λιαρόπουλος, Καθηγητής Οικονομίας της Υγείας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών.

Κατά την τελευταία δεκαετία οι ιδιωτικές υπηρεσίες υγείας κερδίζουν συνεχώς έδαφος, αξιοποιώντας τη γρήγορη προσαρμογή των μονάδων του κλάδου στις τεχνολογικές εξελίξεις. Η συνολική εγχώρια αγορά ιδιωτικών υπηρεσιών υγείας εμφανίζει αύξηση κατά την περίοδο 1997-2007, το δε μέγεθός της το 2007 ανήλθε σε 1.792 εκατ. ευρώ έναντι 508 εκατ. το 1997, με μέσο ετήσιο ρυθμό αύξησης 12,7%. Η πλειονότητα των ιδιωτικών θεραπευτηρίων που λειτουργούν στην Ελλάδα ανήκει στην κατηγορία των 41-100 κλινών ενώ αρκετά μεγάλος είναι και ο αριθμός αυτών που έχουν δυναμικότητα 100-300 κλινών.

Στο πλαίσιο της ανάπτυξης, οι επιχειρηματίες της υγείας υιοθετούν το ευρωπαϊκό μοντέλο και δημιουργούν πολυδύναμα κέντρα παροχής υπηρεσιών που προσφέρουν πλήρες «πακέτο» υπηρεσιών. Εκτός όμως από τη δευτεροβάθμια περίθαλψη, οι ιδιώτες παίρνουν προβάδισμα και στην πρωτοβάθμια όπου βρίσκονται σε εξέλιξη ζυμώσεις προκειμένου να δημιουργηθούν μεγάλα σχήματα με εκτεταμένο δίκτυο σε όλη την Ελλάδα. Επενδύσεις που γίνονται για να καλύψουν το κενό της δημόσιας υγείας στον τομέα της πρωτοβάθμιας περίθαλψης, που προκύπτει από τον απαρχαιωμένο τεχνικό εξοπλισμό και τις μεγάλες καθυστερήσεις στα «ραντεβού» για ιατρικές εξετάσεις.

Μεγάλα θεραπευτήρια στη θέση μικρών κλινικών

Ο χάρτης των ιδιωτικών νοσοκομείων, από το 1976 έως σήμερα, έχει αλλάξει ριζικά, καθώς μεγαλώνουν οι ιδιωτικές μονάδες και νέα κεφάλαια εισρέουν συνεχώς.

Το 1976, υπήρχαν περίπου 900 (μικρές) ιδιωτικές κλινικές και κανένα μεγάλο ιδιωτικό θεραπευτήριο. Σήμερα, υπάρχουν λιγότερες από 200 μικρές ιδιωτικές μονάδες υγείας, ενώ «γεννήθηκαν» 3-4 μεγάλα ιδιωτικά θεραπευτήρια, που συγκεντρώνουν το μεγαλύτερο τμήμα του ιδιωτικού τζίρου. Στα περίπου 30 χρόνια από το 1976, η εικόνα στην Υγεία άλλαξε ριζικά. Η τεχνολογία και η ιατρική επιστήμη σημείωσαν τεράστια πρόοδο και η ανταπόκριση του ιδιωτικού τομέα ήταν άμεση και γρήγορη, αρχικά στον διαγνωστικό τομέα και τα τελευταία χρόνια στην παροχή παρεμβατικών θεραπευτικών υπηρεσιών που τώρα επεκτείνονται και σε άλλους παραμελημένους τομείς, όπως η αποκατάσταση, η πρωτοβάθμια και η κατ’ οίκον φροντίδα. Από την άλλη πλευρά, λόγω της υποχρηματοδότησης, οι δημόσιες υποδομές παραμένουν σχεδόν στην προ 25ετίας κατάσταση, ενώ οι εργαζόμενοι στο ΕΣΥ νιώθουν απαξιωμένοι, και κυρίως κακοπληρωμένοι…