Οι “μετοχές της γρίπης”

Του Δημήτρη Ζάντζα

 

Στις 18 Μαρτίου 2009 αναγνωρίστηκε εργαστηριακά στο Μεξικό το πρώτο επίσημα καταγεγραμμένο κρούσμα της λεγόμενης «γρίπης των χοίρων», που στη συνέχεια για λόγους… αβρότητας μετονομάστηκε σε «γρίπη τύπου Α».

Τρεις μήνες αργότερα, στις 11 Ιουνίου 2009, ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας κήρυττε καθεστώς πανδημίας, καθώς η εξάπλωση του ιού Η1Ν1 συνεχιζόταν με αμείωτο ρυθμό.

Μέχρι τις 20 Ιουλίου 2009, είχαν καταγραφεί παγκοσμίως περίπου 143.650 εργαστηριακά επιβεβαιωμένα κρούσματα, περίπου 900 θάνατοι επιβεβαιωμένα οφειλόμενοι στον ιό και περίπου 80 ακόμη θάνατοι που εκτιμάται ότι οφείλονται στη «νέα γρίπη».

Η φοβία κυρίευσε όχι μόνο την παγκόσμια κοινή γνώμη, ειδικά στα πρώτα στάδια εξάπλωσης του ιού, αλλά και τις διεθνείς αγορές. Στο επίκεντρο βρέθηκαν -όπως ήταν αναμενόμενο- οι μετοχές του φαρμακευτικού κλάδου και κυρίως εκείνων των εταιρειών που με τα σκευάσματά τους θα μπορούσαν να δώσουν «απάντηση» στη νέα «συμφορά» που άρχιζε να καταλαμβάνει την υδρόγειο.

Οι ελπίδες της ανθρωπότητας εναποτίθεντο πλέον στους επιστήμονες των εργαστηρίων των φαρμακευτικών «κολοσσών», όπως και οι ελπίδες των επενδυτών… για τις αντίστοιχες μετοχές.

Roche, GlaxoSmithKline, Sanofi-Aventis, Novartis, CSL είναι μερικές μόνο από τις εταιρείες, των οποίων οι μετοχές τους τελευταίους τέσσερις μήνες κινούνται στους «ρυθμούς» εξάπλωσης του ιού ή -σύμφωνα με κάποιες πιο επικριτικές φωνές- στους «ρυθμούς» εξάπλωσης του πανικού για τη «νέα γρίπη».

Οι φόβοι για τη νέα επιδημία, δικαιολογημένοι άλλοτε σε μικρότερο και άλλοτε σε μεγαλύτερο βαθμό, δεν αναιρούν την πραγματική ανάγκη για αντιμετώπιση της κατάστασης που διαμορφώνεται. Και παρά το γεγονός ότι οι αρχικές εκτιμήσεις για την επικινδυνότητα του ιού αμφισβητήθηκαν προσφάτως ακόμη και από «φωνές» εντός της επιστημονικής κοινότητας, καμία κυβέρνηση δεν έχει την πολυτέλεια να αγνοήσει το φαινόμενο.

Εκατοντάδες εκατομμύρια εμβολίων βρίσκονται στις λίστες παραγγελίας των κυβερνήσεων ολόκληρου σχεδόν του πλανήτη, ενώ από σήμερα τα «βλέμματα» στρέφονται στην Αδελαΐδα της Αυστραλίας και στην έναρξη των δοκιμών -από την εταιρεία CSL- σε εθελοντές του πρώτου ειδικά σχεδιασμένου για τη συγκεκριμένη μορφή γρίπης εμβολίου.

Σε όλο αυτό το διάστημα, στο τετράμηνο δηλαδή που έχει μεσολαβήσει από την καταγραφή του πρώτου κρούσματος στο Μεξικό μέχρι και σήμερα, οι αποδόσεις σε μετοχές του φαρμακευτικού κλάδου είναι τουλάχιστον εντυπωσιακές.

Οι Roche και GlaxoSmithKline «κονταροχτυπιούνται» όχι μόνο για την αποτελεσματικότητα των Tamiflu και Relenza, αλλά και για τις αποδόσεις στα χρηματιστηριακά ταμπλό.

Η μετοχή της ελβετικής Roche, που στις 2 Μαρτίου 2009 υποχωρούσε στα χαμηλά τριετίας των 124,10 ελβετικών φράγκων, βρέθηκε να διαπραγματεύεται ένα μήνα αργότερα, στις 2 Απριλίου, στα 160,30 ελβετικά φράγκα με συνολικά κέρδη στο εν λόγω διάστημα 29,2%. Έκτοτε, και μετά τη «διόρθωση» στα επίπεδα των 134,90 φράγκων, κινείται ήπια ανοδικά και σε επίπεδα σταθερά άνω των 145 φράγκων.

Στο Λονδίνο, η μετοχή της GlaxoSmithKline κινήθηκε πιο ήπια αρχικά, ωστόσο με άνοδο περί του 6% στο ίδιο διάστημα, η τιμή της ωστόσο που είχε υποχωρήσει έως και τα επίπεδα των 9,87 στερλινών στις 23 Απριλίου βρέθηκε στις 11,20 στερλίνες σε διάστημα τριών μηνών (στις 16 Ιουλίου 2009) με απόδοση περίπου 13,5%. Από την 1η Ιουνίου δε, η μετοχή υπεραποδίδει σταθερά του FTSE100 με αθροιστικά κέρδη περί του 7% όταν ο δείκτης υποχωρεί σε ποσοστό λίγο πάνω από 2%.

Σε επίπεδα κάτω από τα 40 ευρώ διαπραγματευόταν στις αρχές Μαρτίου η μετοχή της Sanofi-Aventis στο Παρίσι, πριν βρεθεί στις 19 Ιουνίου στο υψηλό έτους των 48,40 ευρώ, ενισχυμένη συνολικά κατά περίπου 25%. 

Πρόσφατα επανήλθε σε επίπεδα άνω των 44 ευρώ, έχοντας στο μεσοδιάστημα «διορθώσει» έως τα 40,84 ευρώ.

Επίσης, η μετοχή της ελβετικής Novartis που στις 11 Μαρτίου βρισκόταν στα 39,64 ελβ. φράγκα έφτασε στις 17 Ιουλίου στα 45,70 φράγκα, με συνολική απόδοση περίπου 15,3%. Την επομένη της απόφασης του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας να κηρύξει πανδημία, η μετοχή πραγματοποίησε μία από τις καλύτερες συνεδριάσεις εντός του 2009, σημειώνοντας άνοδο περίπου 4,5%.

Η αυστραλιανή CSL είναι η μοναδική εταιρεία του νοτίου ημισφαιρίου που διαθέτει σκεύασμα κατά της «νέας γρίπης». Σύμφωνα με ξένα δημοσιεύματα, αναλυτές αναμένουν για την εταιρεία πωλήσεις ύψους 244 εκατ. δολαρίων μόνο για το εν λόγω σκεύασμα. Εκπρόσωπος της εταιρείας φέρεται να έχει δηλώσει σε ξένα ειδησεογραφικά πρακτορεία ότι η CSL έχει λάβει παραγγελία για περίπου 21 εκατ. εμβόλια από την αυστραλιανή κυβέρνηση, ενώ επιπλέον 20 έως 40 εκατ. εμβόλια θα πωληθούν από την εταιρεία στην κυβέρνηση των ΗΠΑ, ανάλογα με τα αποτελέσματα των δοκιμών που ξεκινούν σήμερα. Παραγγελία φέρεται να έχει λάβει και από τη Σιγκαπούρη, χωρίς ωστόσο να είναι γνωστό το μέγεθός της.

Η μετοχή της αυστραλιανής εταιρείας από τα μέσα Μαρτίου έως και τις αρχές Μαΐου ενισχυόταν σε ποσοστό περίπου 10% και, παρά το γεγονός ότι έκτοτε έχει υποχωρήσει σε χαμηλά έτους εκτιμάται ότι θα λάβει σημαντική ώθηση από την επιτυχημένη ολοκλήρωση των δοκιμών.

Σε υψηλά πέντε περίπου μηνών έχει βρεθεί τις τελευταίες ημέρες και η μετοχή της αμερικανικής Baxter International, καθώς στις 16 Ιουλίου βρέθηκε να διαπραγματεύεται στα 54,74 δολάρια, ενισχυμένη σε ποσοστό 12,7% σε σχέση με τα επίπεδα της 11ης Μαρτίου και σε ποσοστό 17,95% σε σχέση με τα 46,41 δολάρια της 10ης Ιουνίου.

Εντυπωσιακή είναι η άνοδος για την επίσης αμερικανική Novavax, που από τα 0,56 δολάρια στις αρχές Μαρτίου, βρέθηκε στα τέλη Ιουνίου να ενισχύεται συνολικά κατά 486% στα 3,28 δολάρια και σε επίπεδα που είχε να «δει» από τα τέλη Σεπτεμβρίου τυ 2008. Μάλιστα, μέσα σε τρεις μόλις συνεδριάσεις -στο διάστημα από 23 έως 28 Απριλίου- η μετοχή είχε σημειώσει άνοδο 292,6%.

«Εκρηκτική» άνοδο έχει καταγράψει και ο τίτλος της Hemispherx Biopharma Ιnc., καθώς από τα επίπεδα των 0,40 δολαρίων στα οποία βρισκόταν από τα τέλη Φεβρουαρίου έως και τα τέλη Μαρτίου, βρέθηκε να διαπραγματεύεται στις 4 Ιουνίου στα 3,75 δολάρια, ενισχυμένη συνολικά κατά 837,5%! Έκτοτε κινείται σταθερά πάνω από τα 2 δολάρια, με μοναδική εξαίρεση την υποχώρησή της στα 1,94 δολάρια στη συνεδρίαση της 23ης Ιουνίου.

Ακόμη μία περίπτωση χρηματιστηριακής «εκτόξευσης» είναι αυτή της κινεζικής Sinovac Biotech Ltd., γνωστή στην Κίνα και ως Beijing Kexing Bioproducts. Το Panflu, το οποίο παρασκεύασε η Sinovac ειδικά για την αντιμετώπιση του ιού H5N1, έχει λάβει έγκριση από τις κινεζικές αρχές και την SFDA (China State Food and Drug Administration), ήδη από τις 29 Ιουνίου.

Η μετοχή της στην αμερικανική αγορά διαπραγματευόταν στις 5 Μαρτίου στα 1,09 δολάρια. Περίπου τρεις μήνες αργότερα, στις 15 Ιουνίου, η μετοχή είχε ήδη καταγράψει άνοδο 278% στα 4,12 δολάρια. Στη συνεδρίαση της 11 Ιουνίου και μετά την κήρυξη πανδημίας από τον ΠΟΕ η μετοχή σημείωσε «άλμα» 30% και από τότε μέχρι σήμερα διαπραγματεύεται σταθερά πάνω από τα 3,50 δολάρια.

Η πορεία των παραπάνω μετοχών ασφαλώς δε μπορεί να αποκοπεί από τη γενικότερη ανάκαμψη των διεθνών χρηματιστηριακών αγορών των τελευταίων μηνών. Μεγάλο μέρος ωστόσο των κερδών τους αποδίδεται ευθέως στη διάδοση του ιού Η1Ν1 και στις ανάγκες για την αντιμετώπισή του, που εν τέλει αναμένεται να οδηγήσει σε κατακόρυφη άνοδο των πωλήσεων των αντίστοιχων εταιρειών.

Εν μέσω παγκόσμιας οικονομικής κρίσης φαίνεται λοιπόν ότι η «νέα γρίπη» έδωσε το «φιλί της ζωής» σε εταιρείες του φαρμακευτικού κλάδου, αλλά και στους επενδυτές την ευκαιρία να αποκομίσουν σημαντικά κέρδη υπό το πρίσμα της ίασης τόσο της ασθένειας, όσο και της διεθνούς ύφεσης.