Οι «πατέντες» και οι ανισότητες στα εμβόλια «επωάζουν» μεταλλάξεις

Η πανδημία λόγω SARS-CoV-2 είναι το μείζον κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα της εποχής.

Μπορεί η απειλή να είναι διασυνοριακή και ο ιός να προσβάλλει χωρίς διακρίσεις πλούσιους και φτωχούς , αναπτυγμένες και αναπτυσσόμενες χώρες, όμως η ευαλωτότητα για σοβαρή νόσηση από covid-19 διαφέρει με βάση ταξικούς διαχωρισμούς, με βάση κοινωνικούς και περιβαλλοντικούς προσδιοριστές που επιβαρύνουν περισσότερο τα οικονομικά αδύναμα στρώματα  και τους ανθρώπους που διαβιούν σε συνθήκες στέρησης βασικών αγαθών ή σε υποβαθμισμένο φυσικό και δομημένο περιβάλλον.

Είναι πλέον κοινά παραδεκτό ότι η πανδημία «τρέφεται» από τις ανισότητες και πυροδοτεί νέες. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο, η ριζική αντιμετώπιση μιας  παγκόσμιας κρίσης Δημόσιας Υγείας απαιτεί πολιτικές Ισότητας και Αλληλεγγύης. Απαιτεί δηλαδή προοδευτικές και όχι συντηρητικές πολιτικές σε εθνικό, ευρωπαϊκό και διεθνές επίπεδο,  που θα αξιοποιούν την επιστημονική γνώση και καινοτομία με ισότιμο και κοινωνικά δίκαιο τρόπο, χωρίς διακρίσεις και αποκλεισμούς χωρών, λαών ή τμημάτων του πληθυσμού.

Συμβαίνει αυτό σήμερα; Προφανώς όχι. Τα εμβόλια και η ανισότιμη πρόσβαση των ανθρώπων σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης, είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα. Παρά τις προειδοποιήσεις του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για τον κίνδυνο του «εμβολιαστικού εθνικισμού» και παρά τις ανέξοδες και υποκριτικές δηλώσεις της ΕΕ για παγκόσμια αλληλεγγύη, η εικόνα είναι τραγική: το 75% των παγκόσμιων εμβολιασμών έχουν γίνει σε 10 μόνο χώρες, ενώ μόνο το 1,3% των ανθρώπων στην Αφρική έχουν εμβολιαστεί. Ο ΠΟΥ μιλά για «σκανδαλώδη ανισότητα» και για «ηθική αποτυχία».

Το θέμα όμως δεν είναι μόνο ηθικό και αξιακό. Είναι πρωτίστως ζήτημα Δημόσιας Υγείας σε παγκόσμιο επίπεδο.   Γιατί όσο διατηρείται  η ανισότητα στην πρόσβαση στα εμβόλια, τόσο κυκλοφορεί ο ιός ανεξέλεγκτος, ειδικά σε αναπτυσσόμενες χώρες με μεγάλο πληθυσμό, και τόσο «επωάζονται» μεταδοτικότερες και ανθεκτικότερες μεταλλάξεις όπως η «Δέλτα». Η οποία εντοπίζεται ήδη σε 92 χώρες και ευθύνεται για πάνω από 600.000 θανάτους από  covid-19.

Με άλλα λόγια,  όσο δεν «χτίζεται» παγκόσμια συλλογική ανοσία μέσω των εμβολίων , τόσο τα «υγειονομικά σύνορα» είναι διάτρητα και τα εθνικά  σχέδια δράσηςγια την πανδημία , ακόμα και τα πιο πετυχημένα, έχουν οριακή αποτελεσματικότητα. Και, φυσικά, η οικονομική ζημιά είναι ανυπολόγιστη.

Υπολογίζεται ότι αν οι φτωχές χώρες δεν μπορέσουν να εμβολιάσουν τον πληθυσμό τους έγκαιρα, οι πλούσιες χώρες θα χάνουν ετησίως 150 δισ.δολάρια από το ΑΕΠ τους. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος της πολύ καίριας  παρέμβασης Μπάϊντεν για τις πατέντες.

Η οποία βεβαίως άλλαξε το διεθνές κλίμα και τους όρους της δημόσιας συζήτησης για την «απελευθέρωση» των πατεντών  και κατέστησε πολιτικά εφικτή την υποχρεωτική αδειοδότηση και το διαμοιρασμό τεχνογνωσίας, για την ταχύτερη και μαζικότερη παραγωγή εμβολίων κάθε είδους  από όλες τις φαρμακοβιομηχανίες του κόσμου που έχουν αυτή τη δυνατότητα. Μόνο έτσι μπορεί να κερδηθεί η μάχη των εμβολίων «δεύτερης γενιάς» και η αποτροπή νέων θανατηφόρων επιδημικών κυμάτων. Γιατί δεν μπορεί η Υγεία στον πλανήτη να εξαρτάται από τα businessplanτων εταιρειών ή από τη φιλανθρωπία των πλούσιων χωρών.

Εκτός όμως από τη διαθεσιμότητα των εμβολίων, στην Ευρώπη υπάρχει και το πρόβλημα της περιορισμένης ανταπόκρισης μερίδας της κοινωνίας στην πρόσκληση για καθολικό εμβολιασμό. Στην Ελλάδα, παρά τη σταδιακή αύξηση των ποσοστών εμβολιασμού (45% με 1 δόση και 35% με 2 δόσεις), τα ποιοτικά στοιχεία εξακολουθούν να μην είναι ενθαρρυντικά. Για παράδειγμα  το 30% των ηλικιωμένων άνω των 80 ετών δεν έχει εμβολιαστεί και άρα είναι ιδιαίτερα ευάλωτο σε μια αναζωπύρωση της πανδημίας λόγω της «Δέλτα».

Το ίδιο συμβαίνει με τις νεαρές ηλικίες που παρά τις αρχικές θριαμβολογίες για τη μαζική προσέλευση τους στα εμβολιαστικά κέντρα, τα ποσοστά πλήρους εμβολιασμού είναι πολύ χαμηλά. Κυρίως λόγω της κρίσης εμπιστοσύνης που δημιούργησαν οι πολύ σπάνιες αλλά σοβαρές παρενέργειες του εμβολίου της AstraZeneca και οι παλινωδίες στις συστάσεις χορήγησης του στις διάφορες ηλικίες.

Ενώ είναι τελείως άγνωστη η εικόνα από τον εμβολιασμό των ευπαθών ομάδων, των χρόνιων ασθενών , των πληθυσμών  ειδικής ευαλωτότητας (πρόσφυγες , μετανάστες χωρίς χαρτιά, Ρομά, φυλακισμένοι, άστεγοι, τοξικοεξαρτημένοι), αλλά και των επαγγελμάτων υψηλού κινδύνου .

Τώρα λοιπόν αυτό που χρειάζεται είναι μια πιο ολιστική και πιο πειστική παρέμβαση της Πολιτείας. Κατ’ αρχήν απαιτείται μια σοβαρή κοινωνική έρευνα για να εντοπιστούν τα αίτια της υστέρησης στα ποσοστά εμβολιασμού μεταξύ των διαφόρων κοινωνικών στρωμάτων, ηλικιών,επαγγελμάτων ή γεωγραφικών περιοχών.

Και ανάλογα με τα δεδομένα, να επανασχεδιαστεί η εμβολιαστική στρατηγική με πιο στοχευμένο, επιστημονικά τεκμηριωμένο και αποτελεσματικό τρόπο.  Και με ευρύτατη εμπλοκή της Αυτοδιοίκησης και των κοινωνικών φορέων. Για να πειστούν και οι πιο δύσπιστοι και επιφυλακτικοί πολίτες να εμβολιαστούν.

Χωρίς αυτό, η συζήτηση περί υποχρεωτικότητας των εμβολιασμών ή περί «προνομίων» των εμβολιασμένων, είναι πολύ προβληματική και κινδυνεύει να  ενισχύσει το αντιεμβολιαστικό κλίμα στην κοινωνία. Το ίδιο ισχύει και για τη δωροκάρτα των 150 ευρώ  (freedompass) για τους νέους, που ευτελίζει μια πράξη κοινωνικής αλληλεγγύης όπως ο μαζικός εμβολιασμός και είναι υγειονομικά απαράδεκτο να χορηγείται μόνο με την 1η δόση.  

*Ο Ανδρέας Ξανθός είναι τομεάρχης Υγείας ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, πρώην Υπουργός Υγείας