Ομιλία Βενιζέλου με θέμα “Υγεία και Κράτος Πρόνοιας”

p>ΠΑΝΕΛΛΗΝΙΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ

    ΧΑΡ.ΤΡΙΚΟΥΠΗ 37

    10680 ΑΘΗΝΑ

    ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ TΗΛ. (210)3665414-5

    FAX: (210)3665420

    e-mail : pressoffice@pasok.gr

   

   

    Αθήνα, 22 Οκτωβρίου 2007

   

   

   

    ΟΜΙΛΙΑ

    ΕΥΑΓΓΕΛΟΥ ΒΕΝΙΖΕΛΟΥ

    ΜΕ ΘΕΜΑ:

    «Υγεία και Κράτος Πρόνοιας»

    ΑΘΗΝΑ

    22 ΟΚΤΩΒΡΙΟΥ 2007

   

   

    Φίλες και φίλοι ο Ανδρέας Παπανδρέου το 1981 εφαρμόζοντας για πρώτη φορά μια ολοκληρωμένη, συστηματική και ευαίσθητη πολιτική κοινωνικού κράτους, έφερε με καθυστέρηση 80 και πλέον ετών, τον 20ο αιώνα στην Ελλάδα.

    Τώρα πρέπει να ξαναβρούμε αυτό το κομμένο νήμα. Το ΠΑΣΟΚ στη νέα κυβερνητική του θητεία, την οποία και βλέπω να έρχεται πάρα πολύ σύντομα με βάση το πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται τις τελευταίες μέρες, ιδιαίτερα αν λάβουμε υπόψη μας τον ισχυρό κλυδωνισμό της οριακής πλειοψηφίας του κ. Καραμανλή στη Βουλή, πρέπει να ξαναβρεί αυτό το κομμένο νήμα των μεγάλων ιδεών, των οραμάτων του Ανδρέα Παπανδρέου και του ΠΑΣΟΚ, της πρώτης δυναμικής οκταετίας, της πρώτης δυναμικής Κυβέρνησης από το 1981 έως το 1989.

    Φίλες και φίλοι μέχρι τα τέλη περίπου του 19ου αιώνα, η αρρώστια, τα γηρατειά, το εργατικό ατύχημα ήταν προσωπικά προβλήματα αυτού που τα υφίστατο καθώς και της οικογένειάς του. Η μόνη βοήθεια ήταν η φιλανθρωπία. Είχε επικρατήσει η αντίληψη ότι μπορεί κάποιος να σε βοηθήσει να αντεπεξέλθεις στις ανάγκες μιας δύσκολης ζωής, στις ανάγκες ενός επικίνδυνου και σκληρού εργασιακού βίου, αλλά αυτό δεν συνιστά ένα κοινωνικό ζήτημα, δεν συνιστά μια πολιτική υποχρέωση, δεν είναι κάτι που αφορά το κράτος, δεν είναι κάτι που εξαρτάται από τον πολιτικό αγώνα, από τον πολιτικό συσχετισμό δυνάμεων.

    Έπρεπε να γεννηθούν οι Σοσιαλιστικές ιδέες, έπρεπε να επικρατήσει μια ανθρωπιστική, μια ουμανιστική αντίληψη, έπρεπε να γίνει συνείδηση των πολιτών ότι το κοινωνικό ζήτημα, το ζήτημα της εργασίας, το ζήτημα της υγείας, το ζήτημα των συνθηκών διαβίωσης είναι το κατεξοχήν πολιτικό ζήτημα προκειμένου να αρχίσει να ανθίζει η ιδεολογία και η πολιτική του κοινωνικού κράτους.

    Υπάρχουν ακόμη και σήμερα, ένα και πλέον αιώνα μετά, πολλοί συντηρητικοί άνθρωποι που νομίζουν ότι το κράτος πρόνοιας, το κοινωνικό κράτος είναι ένα μεγάλο πουγκί που μοιράζει φιλοδωρήματα, επιχορηγήσεις, επιδόματα ουσιαστικά προσφέρει βοήθεια σε όσους έχουν ανάγκη, αφαιρώντας τα ποσά αυτά από την ανάπτυξη, από το κρατικό ταμείο, από άλλες δραστηριότητες στις οποίες θα μπορούσαν να πιάσουν περισσότερο τόπο Συνεπώς το κοινωνικό κράτος είναι κάτι που το κουβαλάμε στην πλάτη μας, είναι κάτι που διέρχεται μια αθεράπευτη κρίση στην Ευρώπη του 21ου αιώνα.

    Σήμερα υπάρχει μια δημοσιονομική στενότητα γιατί είμαστε υποχρεωμένοι να κινούμαστε μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο του Συμφώνου Σταθερότητας, γιατί πάντα θα είμαστε είτε κάτω από μια επίσημη, είτε κάτω από μια ανεπίσημη, επιτήρηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας και της Ευρωπαϊκής Στατιστικής Υπηρεσίας, γιατί δεν μπορούμε να υπερβούμε και δεν πρέπει να υπερβούμε το όριο του δημοσιονομικού ελλείμματος που είναι το 3%, γιατί πρέπει το χρέος να έχει πτωτική τάση, γιατί – εν πάση περιπτώσει – είμαστε υποχρεωμένοι να αποδεχτούμε ορισμένα αναπόδραστα πανευρωπαϊκά και διεθνή δεδομένα.

    Το πρώτο από τα οποία είναι η βαθιά δημοσιονομική κρίση του κοινωνικού κράτους και το δεύτερο είναι η βαθιά δημογραφική κρίση του κοινωνικού κράτους, γιατί οι ευρωπαϊκές κοινωνίες γηράσκουν, γιατί οι ηλικιακές διαστρωματώσεις αλλάζουν και όλα αυτά πιθανά οδηγούν σε αδιέξοδο το ευρωπαϊκό κοινωνικό μοντέλο.

    Τι έχει λοιπόν να κάνει η Ευρώπη; Πρέπει να υποκλιθεί μπροστά σε μια σκληρή νεοφιλελεύθερη παγκόσμια πραγματικότητα, πρέπει να αποδεχτεί τη μοίρα της και μαζί με την κοινωνική Ευρώπη, το ευρωπαϊκό κοινωνικό κράτος ο Ευρωπαίος πολίτης να νιώθει ανασφαλής, πιεσμένος, ταπεινός, πρέπει η Ευρώπη να αποδεχτεί στωικά μια σκληρή πραγματικότητα, μια πραγματικότητα που λέει ότι όχι μόνο δεν μπορούμε να διεκδικούμε περισσότερα δικαιώματα, αλλά είμαστε – ούτε λίγο ούτε πολύ – υποχρεωμένοι να εγκαταλείπουμε δικαιώματα, να μειώνουμε διεκδικήσεις, να αποδεχόμαστε την υποβάθμιση του επιπέδου ζωής που έχει κατακτήσει μια ευρωπαϊκή κοινωνία, όπως η ελληνική.

    Αυτό είναι ένα ζοφερό σενάριο. Αυτό είναι ένας κοινωνικός εφιάλτης. Υπάρχουν δυστυχώς πάρα πολλοί – ακόμη και μέσα σε κύκλους που κανονικά θα έπρεπε να σκέφτονται και να δρουν προοδευτικά, με κοινωνική ευαισθησία, με το βλέμμα στραμμένο στην ανάγκη της κοινωνικής δικαιοσύνης και της αναδιανομής του πλούτου – που έχουν αποδεχτεί στωικά και μοιρολατρικά αυτή την πραγματικότητα.

    Έχει επικρατήσει η αντίληψη ότι όχι μόνο δεν μπορείς να διεκδικείς το δικαίωμα στην υγεία, το δικαίωμα στην πρόνοια, το δικαίωμα σε μια καλύτερη ζωή, ότι όχι μόνο δεν μπορείς να διεκδικείς καλύτερους μισθούς και καλύτερα ημερομίσθια, ότι όχι μόνο δεν μπορείς να διεκδικείς μια άλλη θέση στην κατανομή του κοινωνικού πλεονάσματος, αλλά πρέπει να υποχωρείς όσο γίνεται περισσότερο, για να μην χάσεις και αυτά που σου απομένουν.

    Έτσι διαμορφώνεται μια τεράστια κοινωνική συμμαχία ανάμεσα στα φτωχά κοινωνικά στρώματα, σε αυτά που ζουν κάτω από το όριο της φτώχειας και τα πολύ μεγαλύτερα τα πολύ δυναμικότερα αλλά εξίσου πιεσμένα και ανασφαλή μεσαία στρώματα, που τα προηγούμενα χρόνια χάρη στις πολιτικές των Κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, με αφετηρία το 1981, διαμόρφωσαν ένα πολύ υψηλό επίπεδο ζωής και τώρα βλέπουν αυτό το επίπεδο ζωής να πιέζεται, αυτό το επίπεδο ζωής να κλονίζεται, αυτό το επίπεδο ζωής να ωθείται προς τα κάτω στο χαμηλότερο δυνατό επίπεδο.

    Αυτή η μεγάλη κοινωνική συστράτευση, αυτή η μεγάλη κοινωνική πλειοψηφία των χαμηλών και των μεσαίων στρωμάτων και τάξεων, προσβλέπει στο κοινωνικό κράτος, προσβλέπει σε ένα κοινωνικό κράτος δικαίου γιατί ξέρει πάρα πολύ καλά ότι όταν έχεις απέναντί σου μια κοινωνία που λειτουργεί άδικα και άνισα και μια οικονομία που λειτουργεί αναπαράγοντας διαρκώς τις ανισότητες και διευρύνοντάς τις, η μόνη λύση είναι να ζητήσεις τη βοήθεια και τη λειτουργία του μόνο θεσμού που μπορεί να αποκαταστήσει αδικίες, να προσφέρει ασφάλεια, να προσφέρει αναδιανομή όχι μόνο εισοδήματος αλλά και ευκαιριών και αυτό είναι το κοινωνικό κράτος δικαίου. Αυτό είναι η αφετηρία, το όραμα, το έμβλημα κάθε Σοσιαλιστικής και Σοσιαλδημοκρατικής προσέγγισης, αυτός είναι ο σκληρός πυρήνας των ιδεών της ευρωπαϊκής Σοσιαλιστικής Αριστεράς.

    Όμως αυτό το κράτος δεν το αντιλαμβάνονται πια οι συντηρητικοί ούτε στην Ευρώπη ούτε στην Ελλάδα -αυτή είναι η Δεξιά αντίληψη- ως ένα μοντέλο ανάπτυξης. Το αντιλαμβάνονται ως ένα μεγάλο βαρέλι που απορροφά – χωρίς να έχει πάτο – πόρους από την οικονομία και δεν το αντιλαμβάνονται, όπως το αντιλαμβανόμαστε εμείς, ως ένα μεγάλο πεδίο ανάπτυξης που δημιουργεί πλούτο, που δημιουργεί ευκαιρίες για επένδυση, που δημιουργεί απασχόληση.

    Πιστεύουν όσοι σκέφτονται με συντηρητικό, δεξιό, παλαιοκομματικό και αντικοινωνικό τρόπο ότι το μέλλον της ευρωπαϊκής οικονομίας άρα και της ελληνικής οικονομίας, βρίσκεται στη μείωση των εργασιακών δικαιωμάτων, στη μείωση των συντάξεων, στη μείωση των κοινωνικών παροχών, στην εγκατάλειψη βασικών θεσμών πρόνοιας και κοινωνικής αλληλεγγύης.

    Δεν αντιλαμβάνονται ότι αν κάτι σημαίνει Ευρώπη, εάν κάτι σημαίνει ευρωπαϊκό μοντέλο ζωής, εάν κάτι είναι στην ουσία του ο ευρωπαϊκός πολιτισμός, ο πολιτικός, ο θεσμικός, ο κοινωνικός, ο οικονομικός, αυτό είναι η ικανότητα που έχει δείξει η Ευρώπη στις προηγούμενες δεκαετίες, ιδίως μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι περίπου τη δεκαετία του ’80, να διαμορφώνει τις συνθήκες μιας ανάπτυξης που κινείται παράλληλα με τη διασφάλιση της κοινωνικής συνοχής και αλληλεγγύης, άρα θέλουμε πολίτες με δικαιώματα, εργαζόμενους με ασφάλεια.

    Θέλουμε μια κοινωνία ασφάλειας, αλληλεγγύης και συνοχής γιατί αυτή η κοινωνία παράγει πλούτο, έχει μεγαλύτερη παραγωγικότητα, μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα, προσφέρει μεγαλύτερη και καλύτερη απασχόληση, παράγει γνώση, κάνει τους ανθρώπους ευτυχέστερους και ταυτόχρονα επιτρέπει στην Ευρώπη να διαδραματίζει ένα πολιτικό ρόλο σε διεθνές επίπεδο. Ένα ρόλο κρίσιμο και ωφέλιμο για τη δημοκρατία, για το περιβάλλον, για τα ανθρώπινα δικαιώματα, για τη διεθνή ειρήνη.

    Εάν η Ευρώπη πάψει να είναι η δημοκρατική και κοινωνική Ευρώπη, αν η Ελλάδα πάψει να είναι μέσα στην Ευρώπη ένα κοινωνικό κράτος που πηγαίνει προς την ολοκλήρωσή του και γίνει απλά μια οικονομία και μια κοινωνία συντηρητική και νεοφιλελεύθερη, σκληρή και ταξική, τότε θα έχουμε χάσει τον ίδιο τον άξονα της ανάπτυξής μας, αλλά και την εγγύηση της κοινωνικής μας συνοχής και αλληλεγγύης. Θα έχουμε χάσει το πλεονέκτημα της ποιότητας, της παραγωγικότητας, της ανταγωνιστικότητας.

    Δεν θα έχουμε πια τη δυνατότητα να σταθούμε μέσα στις νέες διεθνείς οικονομικές συνθήκες, θα έχουμε υποβαθμίσει τον πολίτη μας, θα έχουμε εγκαταλείψει τον άνεργό μας, θα έχουμε αφήσει αβοήθητο το μοναχικό χαμηλοσυνταξιούχο, δεν θα προσφέρουμε στους πολίτες μας τα βασικά και αναντικατάστατα δημόσια αγαθά: το δημόσιο αγαθό της παιδείας, το δημόσιο αγαθό της υγείας, το δημόσιο αγαθό της πρόνοιας και της προνοιακής βοήθειας, το δημόσιο αγαθό του εγγυημένου επιπέδου αξιοπρεπούς διαβίωσης.

    Μια τέτοια κοινωνία είναι όμως μια κοινωνία σύγκρουσης, μια κοινωνία αδικίας, μια κοινωνία που οξύνει τις ανισότητες κι όχι μια κοινωνία που πορεύεται προς το μέλλον, συνεκτικά, οργανωμένα, δημοκρατικά.

    Να, λοιπόν, που διαφέρουμε. Να πόσο σημαντικό είναι να δηλώνει κανείς ότι ανήκει στο ΠΑΣΟΚ, ότι ανήκει σε ένα Κίνημα όπως το ονειρεύτηκε ο Ανδρέας Παπανδρέου, σε ένα Κίνημα προοδευτικό, λαϊκό, ριζοσπαστικό. Σε ένα Κίνημα που έχει όραμα για τον τόπο, που πιστεύει σε αξίες για την κοινωνία, σε ένα Κίνημα που αγωνίζεται να αποκαταστήσει αδικίες.

    Αυτό είναι το ΠΑΣΟΚ από τη γέννησή του: ένα Κίνημα δικαιοσύνης, ένα Κίνημα ελευθερίας, ένα Κίνημα ισότητας. Να γιατί έχει σημασία η πορεία μας προς τη διαδικασία της 11ης Νοεμβρίου. Γιατί ανάμεσα στα πολλά ερωτήματα που πρέπει να απαντήσουμε την Κυριακή 11 Νοεμβρίου, είναι και το δίλημμα της ιδεολογικής, της αξιακής, της κοινωνικής φυσιογνωμίας του ΠΑΣΟΚ.

    Δεν υπάρχει τίποτε πιο κρίσιμο, από το να διαφυλάξουμε το όνειρο της κοινωνίας για δικαιοσύνη, ελευθερία, αλληλεγγύη, συνοχή και πρόοδο και την ψυχή του ΠΑΣΟΚ που είναι το κοινωνικό κράτος και η κοινωνική δικαιοσύνη.

    Είχα την ευκαιρία, πριν λίγες ημέρες, να παρουσιάσω μια ολοκληρωμένη πρόταση για το ασφαλιστικό ζήτημα, για τη διαδικασία και για την ουσία. Είχα την ευκαιρία να διατυπώσω την πρόταση, το ανανεωμένο ΠΑΣΟΚ του αύριο να αναλάβει την πρωτοβουλία για τη διοργάνωση με δική του ευθύνη και υπό τη δική του διεύθυνση του κοινωνικού διαλόγου για το ασφαλιστικό, για να μη μας δουλεύει η κυβέρνηση, για να μην απειλεί η κυβέρνηση τους πολίτες, για να μην τρομοκρατούν οι εγκάθετοι της κυβέρνησης τους συνταξιούχους και τους εργαζομένους, γιατί είναι αστείο, είναι πρόκληση στη νοημοσύνη και την ευαισθησία του ελληνικού λαού να προσπαθούν να επιβάλουν την αντίληψη ότι για το ασφαλιστικό φταίνε οι υψηλές δαπάνες για τις ταπεινές συντάξεις των χαμηλοσυνταξιούχων και δεν φταίνε τα χαμηλά έσοδα λόγω της κακής οργάνωσης και του ανορθολογισμού και της κοινωνικής και οικονομικής αδικίας του ασφαλιστικού συστήματος.

    Σήμερα, λοιπόν, έρχομαι στο άλλο μεγάλο θέμα που συνδέεται άμεσα και με το ασφαλιστικό και με τη φορολογική μεταρρύθμιση, αλλά κυρίως συνδέεται άμεσα με τις ευαισθησίες μας και με την ιδεολογική μας ταυτότητα, κι αυτό είναι το ζήτημα της υγείας.

    Εάν έχουν συγκρατήσει κάτι οι παλαιότερες γενιές κι αν κάτι έχουν μάθει οι νεώτερες γενιές από το έργο των κυβερνήσεων του Ανδρέα Παπανδρέου της δεκαετίας του ΄80, αυτό είναι πρωτίστως το Εθνικό Σύστημα Υγείας, η μεταρρύθμιση στη δημόσια υγεία. Αν θα γραφτεί κάτι στην ιστορία του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα ως η κορυφαία συμβολή όλων των κυβερνήσεων του ΠΑΣΟΚ, αυτό είναι το Εθνικό Σύστημα Υγείας, το Δημόσιο Σύστημα Υγείας.

    Όταν στις αρχές της δεκαετίας του ΄80, φίλες και φίλοι, ο Ανδρέας Παπανδρέου, με τη βοήθεια δυο κορυφαίων προσώπων των κυβερνήσεών του, του Γιώργου Γεννηματά και του Παρασκευά Αυγερινού, άλλαξε το τοπίο στο χώρο της υγείας και προσέφερε το αγαθό αυτό στην ελληνική περιφέρεια, αλλά και στην περιφέρεια των μεγάλων πολεοδομικών συγκροτημάτων της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, πολλοί θεωρούσαν ότι αυτό είναι μια δημοσιονομική τρέλα, ότι ποτέ δεν πρόκειται να ολοκληρωθεί γιατί είναι πάρα πολύ ακριβό, δυσβάσταχτα ακριβό.

    Αυτό που έγινε όμως με τη μορφή ενός κύματος, ενός κινήματος, ιδίως από το 1983 μέχρι το 1988, παρά τις πιέσεις, παρά τους κλυδωνισμούς, παρά την εγκατάλειψη, παρά την έχθρα με την οποία αντιμετωπίζεται τα τελευταία τέσσερα χρόνια η υπόθεση του δημόσιου συστήματος υγείας, αντέχει, αντέχει, αλλά φυσικά ποτέ δεν ολοκληρώθηκε, ποτέ δεν απέκτησε την πλήρη του μορφή. Ποτέ, εν τέλει, δεν λύθηκαν όλες οι εκκρεμότητες και ο πολίτης το εισπράττει με έναν τρόπο που είναι άδικος, που είναι άνισος και που λειτουργεί εις βάρος της δημόσιας και της κοινωνικής αντίληψης για την υγεία, ενώ τροφοδοτεί πάρα πολύ συχνά τον ιδιωτικό τομέα υγείας.

    Πρέπει, λοιπόν, φίλες και φίλοι, με την ευκαιρία της 11ης Νοεμβρίου, με την ευκαιρία της μεγάλης επαφής μας με την ελληνική κοινωνία, με την ευκαιρία της ανασυγκρότησης του μεγάλου και κοινωνικού ΠΑΣΟΚ, να ξαναβρούμε αυτό το χαμένο νήμα της δεκαετίας του ΄80 στην πολιτική υγείας. Να ολοκληρώσουμε, λοιπόν, αυτό που άρχισε ο Ανδρέας Παπανδρέου με τον Γιώργο Γεννηματά και τον Παρασκευά Αυγερινό το 1983.

    Για να το πετύχουμε αυτό πρέπει, όμως, να συνειδητοποιήσουμε σε βάθος ποιο είναι το μεγάλο, το καταλυτικό πρόβλημα της πολιτικής που έχει εφαρμοστεί τα τελευταία χρόνια. Υπάρχει, φίλες και φίλοι, μια βαθιά διαρθρωτική ανισότητα ανάμεσα στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα της υγείας.

    Η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα στην οποία εμφανίζεται το παράδοξο και προκλητικό φαινόμενο το δημόσιο το ίδιο για τους ασφαλισμένους του και τα Ασφαλιστικά Ταμεία που είναι δημόσια, να χρηματοδοτούν κατά προτίμηση το ιδιωτικό σύστημα υγείας, να υποτιμούν, να εγκαταλείπουν και να υπονομεύουν τα δημόσια νοσοκομεία και γενικότερα το δημόσιο σύστημα υγείας.

    Αυτό συνιστά ένα τεράστιο κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα. Συνεπώς, είναι μια αδικαιολόγητη και προκλητική αντίφαση που δεν μπορούμε να εξακολουθούμε να ανεχόμαστε. Είμαστε υποχρεωμένοι, λοιπόν, να σπάσουμε, ως ΠΑΣΟΚ, το φαύλο κύκλο και να ξεπεράσουμε αυτήν την αντίφαση που αιχμαλωτίζει τις πολιτικές μας και δεν μας επιτρέπει να δώσουμε στον πολίτη το αγαθό της υγείας, όπως το επιθυμεί και όπως το δικαιούται κάθε Ευρωπαίος πολίτης. Δεν μπορούμε να αντιμετωπίζουμε με τριτοκοσμικά κριτήρια τους Έλληνες πολίτες στο θεμελιώδες ζήτημα της υγείας.

    Αυτή είναι, κατά τη γνώμη μου, η αφετηρία και η βάση της πολιτικής και ιδεολογικής μας προσέγγισης στο ζήτημα της υγείας. Για να το πετύχουμε όμως αυτό πρέπει να εξειδικεύσουμε τις πολιτικές μας σε μερικούς βασικούς άξονες, ο πρώτος από τους οποίους είναι να ολοκληρώσουμε επιτέλους το σύστημα με την πρωτοβάθμια φροντίδα υγείας, σύστημα που ο κόσμος έχει βαρεθεί να την ακούει ως εξαγγελία, ενώ τη βιώνει ως κενό στην καθημερινή του ζωή.

    Τα λόγια έχουν περισσέψει στο ζήτημα αυτό. Δυστυχώς κι εμείς είπαμε πολλά. Εξίσου πολλά είπε και η σημερινή κυβέρνηση. Μπαίνουμε σε λίγο στη δεύτερη δεκαετία του 21ου αιώνα με ένα κολοβό σύστημα και το γεγονός ότι δεν έχουμε ολοκληρώσει τους θεσμούς του Εθνικού Συστήματος Υγείας, κάτι που αποβαίνει σε βάρος της ποιότητας και της αξιοπιστίας του συστήματος, υπονομεύει το δημόσιο νοσοκομείο στα μάτια του πολίτη, συνιστά υποβάθμιση του κράτους και τροφοδοτεί την αναξιοπιστία των πολιτικών και της πολιτικής γενικότερα. Αυτό δεν μπορούμε να το ανεχόμαστε. Οφείλουμε να το ανατρέψουμε και θα το ανατρέψουμε.

    Φίλες και φίλοι, στο παρελθόν, τα Κέντρα Υγείας στην ελληνική περιφέρεια ήταν μια ελπίδα και μια όαση. Ήταν ένα κύτταρο όχι μόνον στο χώρο της υγείας, αλλά και στο χώρο του τοπικού πολιτισμού. Ήταν κρίσιμος παράγοντας ανάπτυξης.

    Πρέπει, λοιπόν, να ξαναβρούμε αυτή τη χαμένη ορμή των Κέντρων Υγείας. Πρέπει, επιτέλους, τα Κέντρα Υγείας αστικού τύπου να γίνουν μια πραγματικότητα. Πρέπει τα Πολυιατρεία του ΙΚΑ και τα ιατρεία όλων των άλλων Ασφαλιστικών Ταμείων, τα οποία προσφέρουν πρωτοβάθμια περίθαλψη, να ενταχθούν σε ένα ολοκληρωμένο ενιαίο σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας χωρίς κανείς ασφαλισμένος κανείς Ταμείου να χάσει τα δικαιώματά του, την ευκολία πρόσβασης που έχει, την αίσθηση ότι μπορεί να βρει τον γιατρό που προτιμά την ώρα που τον έχει ανάγκη, αλλά θέλουμε να δώσουμε τις μεγαλύτερες δυνατότητες σε όλους. Συνεπώς, πρέπει να ανεβάσουμε το επίπεδο για όλους και όχι να το κατεβάσουμε για ορισμένους.

    Πρέπει οι τεράστιες διαχρονικές εκκρεμότητες – σε σχέση με το υγειονομικό προσωπικό του ΙΚΑ – επιτέλους να λυθούν, ώστε να αποκτήσει το προσωπικό αυτό ασφάλεια και αξιοπρέπεια. Πρέπει και οι συμβασιούχοι γιατροί του δημοσίου και των άλλων Ασφαλιστικών Ταμείων να αποκτήσουν τη δυνατότητα να λειτουργούν μέσα σε χώρους που είναι από μόνοι τους ικανοποιητικοί για τον πολίτη, για τον ασθενή, έτσι ώστε όλο το 24ωρο να υπάρχει η δυνατότητα πρόσβασης σε δομές πρωτοβάθμιας φροντίδας χωρίς να χρειάζεται ασθενείς περιπατητικοί πρωτοβάθμιοι να συσσωρεύονται στα εξωτερικά ιατρεία των νοσοκομείων και έτσι να βαρύνουν τη λειτουργία μονάδων που είναι αφοσιωμένες σε πολύ βαρύτερα περιστατικά και επιτελούν άλλης τάξεως έργο.

    Περιττεύει, νομίζω, να πω ότι είναι ντροπή μονάδες, ιδίως τμήματα επειγόντων περιστατικών σε νοσοκομεία που έχουν κατασκευαστεί ήδη από το 2004, να παραμένουν ουσιαστικά αναξιοποίητες, χωρίς εξοπλισμό και χωρίς προσωπικό ή σε άλλες περιπτώσεις με πλήρη εξοπλισμό, αλλά χωρίς προσωπικό.

    Με την ίδια συνολική δημόσια δαπάνη, με τη δαπάνη που ούτως ή άλλως καταβάλλεται από το δημόσιο για τη λειτουργία των κλάδων υγείας των Ασφαλιστικών Ταμείων, με τη δαπάνη για τις συμβάσεις των γιατρών, με τη δαπάνη που ούτως ή άλλως καταβάλλεται για να μπορούν να καλύπτονται τα κενά των υγειονομικών υπηρεσιών του ΙΚΑ, με μια μικρή λογική αύξηση – που δεν είναι κανένα δυσβάσταχτο βάρος για τον προϋπολογισμό – μπορούμε να φτάσουμε γρήγορα σε ένα επίπεδο όπου οι υποδομές να συμπληρώνονται, σε ένα ολοκληρωμένο θεσμικά σύστημα πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας που προσφέρει περίθαλψη στον πολίτη, προσφέρει προληπτική ιατρική, αναβαθμίζει γενικά τις υπηρεσίες υγείας.

    Έτσι θα μπορέσουμε να ανακόψουμε την αρνητική τάση που καταγράφεται τις δυο τελευταίες χρονιές με μείωση, μετά από πολλές δεκαετίες, του προσδόκιμου επιβίωσης σε διεθνές επίπεδο. Είναι πρόκληση, είναι τραγικό για την Ελλάδα του 2007, το 2007 και το 2006 να έχουμε μείωση του προσδόκιμου επιβίωσης και υποβάθμιση της χώρας στις διεθνείς κατατάξεις του ΟΗΕ με κριτήριο την κοινωνική ανάπτυξη και με κριτήριο το προσδόκιμο επιβίωσης.

    Αυτό είναι ένα καμπανάκι που δεν αφορά τον προϋπολογισμό, δεν αφορά ρυθμούς ανάπτυξης, δεν αφορά αριθμούς. Αφορά ανθρώπους και ζωές. Η Ελλάδα του 21ου αιώνα υποχωρεί εκεί που παίζεται η ζωή, ο άνθρωπος και ο θάνατος.

    Φίλες και φίλοι, ο δεύτερος άξονας είναι ένας νέου τύπου πιο πρωτότυπος, πιο διορατικός, εθνικός, χωροταξικός σχεδιασμός υγείας. Χρειαζόμαστε πια ένα άλλο πρότυπο νοσοκομείου, χρειαζόμαστε ένα άλλο πρότυπο κέντρου υγείας, χρειαζόμαστε άλλη σχέση ανάμεσα στα κρεβάτια τα οποία είναι κοινής χρήσης και τις ειδικές μονάδες κάθε είδους. Χρειαζόμαστε μια άλλη αντίληψη για το μοντέλο οργάνωσης της υγείας.

    Δεν είναι η ώρα για μια επιστημονική συζήτηση, πρέπει όμως να θέσουμε τον πολιτικό και τον κοινωνικό στόχο. Μπορεί να χρειαστεί να αλλάξουμε τη χρήση νοσοκομείων που προσφέρουν πολύ περισσότερα ως κέντρα αποκατάστασης, ή ως ξενώνες φιλοξενίας. Πρέπει να προσθέσουμε στο σχεδιασμό μας τελείως διαφορετικά πράγματα, όπως είναι οι μονάδες αντιμετώπισης του πόνου. Χρειάζεται λοιπόν ένας άλλος εθνικός χωροταξικός σχεδιασμός, που να βρεθεί στην πρωτοπορία της διεθνούς έρευνας και να υιοθετήσει τα πιο προωθημένα, τα πιο λειτουργικά, τα πιο έξυπνα, τα πιο φιλικά στον άνθρωπο μοντέλα που εφαρμόζονται διεθνώς.

    Δεν μπορεί να κινούμαστε με βάση την αδράνεια. Δεν μπορούμε να χτίζουμε απλώς νοσοκομεία χωρίς να έχουμε έτοιμη τη λύση για την επόμενη φάση. Δεν μπορούμε να βλέπουμε τα κτίρια και τους εξοπλισμούς να απαξιώνονται. Κορυφαίο και κραυγαλέο παράδειγμα οι 120 και πλέον κλίνες στις Μονάδες Εντατικής Θεραπείας που παραδώσαμε το 2004 που είναι ακόμη κλειστές και σήμερα ψάχνουμε να βρούμε λύσεις, σε ιδιωτικά νοσηλευτήρια, με το πρόσχημα ότι το Σύνταγμα, η αξιοκρατία, η διαφάνεια και το ΑΣΕΠ φταίνε, γιατί δυσκολευόμαστε να προσλάβουμε γιατρούς και νοσηλευτές. Έλεος!

    Όποιος δε θέλει να ζυμώσει 40 μέρες κοσκινίζει! Όταν δεν θες να καταβάλλεις την αντίστοιχη δημόσια δαπάνη, ψάχνεις να βρεις την αιτία στο Σύνταγμα ή το ΑΣΕΠ. Οι προσλήψεις είναι πανεύκολες, οι προσλήψεις αυτές ουσιαστικά επαρκούν για να απορροφήσουν το σύνολο του διαθέσιμου προσωπικού στην ελληνική αγορά ανεργίας – εργασίας, που την είπα σωστά ανεργίας – ενώ μπορεί να είναι πράγματι μια αγορά εργασίας, ιδίως στον τομέα της υγείας και των κοινωνικών υπηρεσιών, που είναι το κορυφαίο κοίτασμα θέσεων απασχόλησης.

    ¶ρα πρέπει να εφαρμόσουμε με σθένος και πολιτική αποφασιστικότητα και το δεύτερο αυτό άξονα.

    Ο τρίτος μεγάλος άξονας αφορά την ανάγκη να περάσουμε από ένα εθνικό σύστημα νοσοκομείων, σε ένα κατά κυριολεξία Εθνικό Σύστημα Υγείας δηλαδή να δούμε το πρόσωπο, να εφαρμόσουμε μια ανθρωποκεντρική προσέγγιση, να είναι βασιλιάς του συστήματος ο ασθενής και ο συνοδός, που χαμένος μέσα στον πόνο του και την αγωνία του, δεν μπορεί να βρει διόδους επικοινωνίας, διαύλους, πληροφόρηση, να βρει την καλύτερη λύση στο πρόβλημά του.

    Αυτό σημαίνει ότι όλα όσα κατά καιρούς με ευκολία λέμε, αλλά δυστυχώς δεν πράττουμε για τις προληπτικές εξετάσεις, για τη δημόσια υγεία, για την ενημέρωση, πρέπει να γίνουν καθημερινή πράξη. Για να λύσεις το πρόβλημά σου, ή το πρόβλημα του πατέρα σου ή του παιδιού σου όταν αυτό είναι άρρωστο, σημασία δεν έχει τόσο να έχεις χρήματα όσο να έχεις πληροφόρηση.

    Η αξία της καλής πληροφορίας στα θέματα αυτά είναι πολλαπλάσια της οικονομικής δύναμης και έχει σημασία να δώσουμε σε όλους τους ανθρώπους το δικαίωμα της ίσης πρόσβασης στην πληροφόρηση για τις δυνατότητες που υπάρχουν, για τις υπηρεσίες υγείας, για τις μεθόδους.

    Ο επόμενος άξονας αφορά το προσωπικό, την επένδυση στο ανθρώπινο δυναμικό. Τα προβλήματα που έχουμε στην Ελλάδα είναι οξύτερα από αυτά άλλων χωρών γιατί πρέπει να λύσουμε ταυτοχρόνως το μεγάλο πρόβλημα του δημόσιου συστήματος υγείας και ιδίως της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας και ταυτόχρονα το πρόβλημα του ιατρικού πληθωρισμού και της ιατρικής ανεργίας.

    Πρέπει να μετατρέψουμε ένα μεγάλο πρόβλημα όπως είναι ο πληθωρισμός και η ανεργία των γιατρών και η καθυστέρηση στην ολοκλήρωση των σπουδών και ιδίως της ειδικότητας, σε πλεονέκτημα. Να μετατρέψουμε τη χώρα, σε χώρα παροχής υπηρεσιών υγείας. ¶ρα χρειαζόμαστε μια άλλη πολιτική για το ανθρώπινο δυναμικό, μια άλλη πολιτική για τις ειδικότητες, μια άλλη πολιτική για το νοσηλευτικό προσωπικό και τις εύκολες αυτόματες αλλά διαφανείς προσλήψεις με τον έλεγχο του ΑΣΕΠ, αλλά χωρίς καμία γραφειοκρατία και χωρίς καμία καθυστέρηση.

    Υπάρχουν έτοιμα σχέδια νόμου κατατεθειμένα, ώριμα, ευρύτερα αποδεκτά από τους ενδιαφερόμενους που μπορούν να δώσουν ώθηση και ανάσα σε ένα δυναμικό που σπουδάζει, που κουράζεται και που βλέπει να απαξιώνεται, αντί να του δίνεται η δυνατότητα της προσφοράς στην επιστήμη και στον άνθρωπο.

    Αυτό έχει πάρα πολύ μεγάλη σημασία, γιατί πρέπει να συνδέσουμε τις επεμβάσεις μας στον τομέα της υγείας με το μοντέλο ανάπτυξης της χώρας, με το ολοκληρωμένο σχέδιό μας για το κράτος, για την οικονομία, για την κοινωνία.

    Όταν μιλάμε – και μιλάμε συχνά και εύκολα – για το μεταβιομηχανικό μοντέλο ανάπτυξης, για μια οικονομία της γνώσης και μια οικονομία των υπηρεσιών, όταν μιλάμε για νέες μορφές τουρισμού σε μια Ελλάδα που σιγά – σιγά γίνεται κορεσμένη χώρα σε σχέση με το μεσογειακό τουρισμό φτηνών θερινών θαλασσινών διακοπών, πρέπει να βάλουμε στο επίκεντρο της προσοχής μας δυνατότητες που υπάρχουν να συνδυαστούν ιατρικές και τουριστικές υπηρεσίες.

    Να μιλήσουμε για ιατρικό και υγειονομικό τουρισμό, για ιαματικό τουρισμό και βεβαίως να δούμε πως αυτό το τεράστιο απόθεμα γνώσης που έχουμε μπορούμε να το συνδέσουμε με άλλες δραστηριότητες, με δραστηριότητες οι οποίες είναι συνεδριακές, ερευνητικές, εκθεσιακές, να κάνουμε την Ελλάδα επίκεντρο του διεθνούς, ή έστω του ευρωπαϊκού ενδιαφέροντος στα θέματα αυτά.

    Αυτά αφορούν πολλές Περιφέρειες της χώρας, αφορούν πολλά περιφερειακά μοντέλα ανάπτυξης: από την Κρήτη έως τη Θράκη.

    Και βέβαια όλα αυτά συνδέονται και με την ανάγκη να ολοκληρώσουμε την επέμβασή μας σε μια σειρά από τομείς, τους οποίους είτε εγκαταλείψαμε, είτε ξεχάσαμε, είτε τους αντιμετωπίζουμε ευκαιριακά, παλινδρομώντας, πηγαίνοντας από το ένα άκρο στο άλλο.

    Πρέπει να ακολουθήσουμε τα πιο προωθημένα ευρωπαϊκά πρότυπα στην οδοντιατρική περίθαλψη. Πρέπει να διασώσουμε τις δομές της ψυχικής υγείας. Η ψυχιατρική μεταρρύθμιση, μαζί με την πολιτική καταπολέμησης των ναρκωτικών, εγκαταλείφθηκε, κατά τρόπο προκλητικό, από το 1974 και μετά. Απαξιώνονται και διαλύονται οι θεσμοί αυτοί.

    Η συμπεριφορά της κυβέρνησης του κ. Καραμανλή είναι απλά και μόνο απάνθρωπη και αυτό πρέπει να το στηλιτεύσουμε. Αλλά δεν αρκεί να στηλιτεύουμε. Πρέπει και να αντιπροτείνουμε. Και προτείνουμε την ολοκλήρωση και τη χρηματοδότηση όλων αυτών των δομών, που είναι δομές όχι μόνο υγείας, αλλά και πολιτισμού.

    Το ίδιο ισχύει και με την πολιτική για το φάρμακο. Μια πολιτική στην οποία φάνηκε περίτρανα ο ταξικός χαρακτήρας των επιλογών του κ. Καραμανλή. Μπορούμε να διασώσουμε τα δημόσια Ταμεία, να περιορίσουμε τη δαπάνη με απλές ενέργειες, αξιοποιώντας το γεγονός ότι έχουμε ουσιαστικά ένα μεγάλο αγοραστή, που είναι το δημόσιο και τα δημόσια ασφαλιστικά Ταμεία, που έχει τη δυνατότητα και την υποχρέωση να διαπραγματεύεται με τρόπο σθεναρό και διαφανή. Είναι αδιανόητο οι ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες να διαπραγματεύονται πιο σκληρά στα θέματα αυτά, από τα δημόσια ασφαλιστικά Ταμεία τον ΟΠΑΔ και το ΙΚΑ.

    Μπορούμε να κάνουμε φτηνότερο το φάρμακο, μπορούμε να ενισχύσουμε την εθνική φαρμακοβιομηχανία, μπορούμε να κάνουμε τομές με μεγάλο οικονομικό και αναπτυξιακό ενδιαφέρον σε ένα χώρο που τον έχουμε εγκαταλείψει ως Ελλάδα, εδώ και πολλά χρόνια, και ήρθε τώρα η ώρα να ξαναβρούμε κι εδώ το χαμένο νήμα της δεκαετίας του ’80.

    Φίλες και φίλοι, θα μπορούσαμε επί πολύ ώρα να περιγράφουμε το όραμά μας για ένα ολοκληρωμένο ΕΣΥ, για μια δημόσια υγεία άξια της χώρας και των πολιτών της. Για να γίνει αυτό, πρέπει να υπάρξουν ορισμένες απλές, αλλά ανυπέρβλητες προϋποθέσεις:

    Πρέπει να αλλάξει το πολιτικό σκηνικό. Πρέπει η χώρα το συντομότερο δυνατό να έχει μια άλλη Κυβέρνηση. Θα μου πείτε: «Είναι δυνατό σχεδόν 35 μέρες μετά τις εκλογές να τίθεται ζήτημα εκλογών και να νιώθουμε ότι υπάρχει πίεση για επιτάχυνση των πολιτικών εξελίξεων; Εδώ έχουμε μια εσωτερική διαδικασία, ασχολούμαστε με την ταυτότητα και το μέλλον του ΠΑΣΟΚ, περιμένουμε να δούμε πως θα εξελιχθούν τα πράγματα στις 11 του Νοέμβρη, αγωνιζόμαστε και ελπίζουμε το καλύτερο για την Παράταξη. Θέλουμε οι πολίτες να δώσουν μια απάντηση υπέρ του ΠΑΣΟΚ του μέλλοντος, υπέρ του ΠΑΣΟΚ του αύριο, εναντίον φυσικά του ΠΑΣΟΚ του χτες, του καθεστωτικού και βεβαρημένου ΠΑΣΟΚ».

    Αλλά δεν είναι ευτυχώς μόνο αυτό το ζήτημα. Γιατί στις 11 του Νοέμβρη το ΠΑΣΟΚ δεν επιλέγει απλώς το νέο Πρόεδρό του. Το ΠΑΣΟΚ δεν επιλέγει απλώς τη νέα φυσιογνωμία του, τη νέα κατεύθυνσή του, τους νέους ρυθμούς του, τα νέα μεγέθη του, αυτά που μας κληροδότησε ο Ανδρέας Παπανδρέου.

    Στις 11 του Νοέμβρη κρίνεται ουσιαστικά το αποτέλεσμα των επόμενων βουλευτικών εκλογών. Ο κ. Καραμανλής ήδη δρομολόγησε τις εξελίξεις. Δεν μπορεί να είναι αιχμάλωτος δυο βουλευτών, δεν μπορεί να κρέμεται από δυο κλωστές πολύ λεπτές. Το προεκλογικό του δίλημμα ήταν απλό και ωμό: ή αυτοδυναμία ή και πάλι εκλογές.

    Τώρα που η αυτοδυναμία είναι οριακή, ασταθής και ανεπαρκής, τώρα που φάνηκε ότι εφαρμόζει και πάλι τυφλά την ίδια αδιέξοδη, ταξική πολιτική, τώρα που έκανε και πάλι την κοινωνία εχθρό σε διάφορα μέτρα, από το πετρέλαιο θέρμανσης έως το ασφαλιστικό και από την κατάσταση στην παιδεία έως το Σκοπιανό, τώρα και πάλι το δίλημμα είναι δεδομένο και αναπόφευκτο για τον κ. Καραμανλή.

    Μας λέει και πάλι: ή αυτοδυναμία ή εκλογές. Μόνο που διανθίζει τον εκβιασμό, λέγοντας «τώρα εκλογές με άλλο εκλογικό σύστημα», που θα ενισχύσει ακόμη περισσότερο το πρώτο κόμμα και θα αποδεκατίσει το δεύτερο. Μα όταν έχουμε μπροστά μας ένα τέτοιο παιχνίδι με θεσμούς, όταν μας πετούν αυτό το γάντι, όταν προβάλλουν αυτό το εκβιαστικό δίλημμα τι λέει η μεγάλη Δημοκρατική Παράταξη; Ποια είναι η αξιοπρεπής, υπεύθυνη απάντηση; Πάμε κ. Καραμανλή σε εκλογές να χάσεις, να κερδίσουμε, να αλλάξουμε την κατεύθυνση και τον προσανατολισμό της χώρας.

    Μέσα σε αυτό το πολιτικό και θεσμικό πλαίσιο διεξάγεται η διαδικασία της 11ης Νοεμβρίου. Όλα κρίνονται εκεί. Το αν το ΠΑΣΟΚ θα ασκήσει μια υπεύθυνη, δυναμική, προγραμματική Αντιπολίτευση μέσα κι έξω από τη Βουλή, το αν το ΠΑΣΟΚ θα αντιτάξει μια αξιόπιστη, εναλλακτική, κυβερνητική πρόταση, το αν το ΠΑΣΟΚ θα διαμορφώσει ένα κυβερνητικό σχήμα καλύτερο από το δήθεν εξωραϊσμένο σχήμα της κυβέρνησης του κ. Καραμανλή, το αν η χώρα θα πάει Δεξιά, ή αν η χώρα θα πάει Αριστερά, το αν θα ακολουθήσουμε την προοδευτική ή τη συντηρητική κατεύθυνση.

    Θα μου πείτε «Εάν τα πράγματα είναι τόσο απλά και οι απαντήσεις πρέπει να είναι πάρα πολύ απλές». Η κοινή λογική, το ένστικτο αυτοσυντήρησης, η υποχρέωση σεβασμού της ανάγκης της χώρας δίνει μια απλή, σχεδόν αυτονόητη, απάντηση.

    Αλλά τίποτε δεν είναι αυτό και τίποτε δεν είναι αυτονόητο, όταν παρεμβαίνουν κι άλλα κριτήρια κι άλλες παράμετροι που πρέπει να λάβουμε υπόψη μας, που μπορεί να μην έχουν σχέση με την πολιτική κατά κυριολεξία, αλλά έχουν σχέση με το συμβολικό περιβάλλον της πολιτικής.

    Γι’ αυτό η λύση είναι μία: Να μιλήσει ο λαός, να μιλήσει η κοινωνία, να μιλήσει το μεγάλο, το αυθεντικό ΠΑΣΟΚ της πλειοψηφίας.

    Και πρέπει να μιλήσουμε, να δράσουμε όλοι μαζί στις 11 του Νοέμβρη, να δώσουμε απάντηση για το ΠΑΣΟΚ του μέλλοντος και για το μέλλον της χώρας. Να δώσουμε απάντηση για το ασφαλιστικό, να δώσουμε απάντηση για το ΕΣΥ, να δώσουμε απάντηση για την αποκέντρωση, να δώσουμε απάντηση για την αξιοκρατία, για τη δημοκρατία μέσα κι έξω από το κόμμα, και θα το κάνουμε γιατί η κοινωνία ασφυκτιά, η κοινωνία υποαντιπροσωπεύεται πολιτικά. Οι πολίτες θέλουν πραγματική συμμετοχή και οι πολίτες της παράταξης παίρνουν την υπόθεση του ΠΑΣΟΚ και της χώρας στα χέρια τους.

    Εμπρός λοιπόν, μπείτε μπροστά στον αγώνα αυτό. Πάμε να διαμορφώσουμε όλοι μαζί το ΠΑΣΟΚ του αύριο, το ΠΑΣΟΚ του μέλλοντός μας. Πάμε να διεκδικήσουμε το δικαίωμα στην ελπίδα. Πάμε να απαντήσουμε στον κ. Καραμανλή και τις προκλήσεις του. Αγωνιζόμαστε για το ΠΑΣΟΚ, για τον άνθρωπο, για την κοινωνία, για καλύτερη υγεία, για καλύτερη παιδεία, για καλύτερη δημοκρατία.

    Εμπρός όλοι μαζί στον αγώνα για τη νίκη στις 11 του Νοέμβρη, στον αγώνα στις 12 του Νοέμβρη. Εμπρός να γυρίσουμε σελίδα. Μας περιμένει το μέλλον. Ας πάμε να το συναντήσουμε.

    Γεια σας και με τη νίκη! Γεια σας.