(Ο)ΟΣΑ μας πληγώνουν…

Η ΝΕΑ ΕΚΘΕΣΗ ΤΟΥ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑΣ ΚΑΙ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΓΙΑ ΤΟΝ ΤΟΜΕΑ ΥΓΕΙΑΣ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ

 

«Με την πρώτη ματιά, το εθνικό σύστημα υγείας μοιάζει σχετικά αποδοτικό – συγκρινόμενο με εκείνα άλλων χωρών» διαβάζει κανείς σε μια από τις πρώτες παραγράφους της πρόσφατης έκθεσης του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την υγεία στην Ελλάδα. Όσο κι αν μια τέτοια φράση μοιάζει –το λιγότερο- υπεραισιόδοξη –για πολλούς κρίνεται ακόμη κι ως ειρωνική- τα στοιχεία δείχνουν πως το προσδόκιμο επιβίωσης στην Ελλάδα βρίσκεται πάνω από το μέσο όρο των χωρών του ΟΟΣΑ, αγγίζοντας τα 79,6 χρόνια, η παιδική θνησιμότητα βρίσκεται σε εξαιρετικά χαμηλά επίπεδα (χαμηλότερα κι από την Αυστραλία, τον Καναδά και την Αγγλία) και η κατάσταση της υγείας των Ελλήνων πολιτών είναι γενικά καλή. Κι όμως… Αν η χώρα μας διέθετε ένα σύστημα υγείας εφάμιλλο με εκείνα προηγμένων χωρών, όπως η Σουηδία και η Γερμανία, οι Έλληνες που γεννήθηκαν το 2006 θα μπορούσαν να κερδίσουν έως και τρία χρόνια ζωής, ζώντας έως τα 83 τους χρόνια!

Φυσικά, τα …καλά του ΕΣΥ σταματούν εδώ. Η …δεύτερη -και καταφανώς πιο προσεκτική- ματιά στο εθνικό σύστημα υγείας, αναδεικνύει τους Έλληνες θλιβερούς πρωταθλητές στη δυσαρέσκεια για τις υπηρεσίες υγείας που λαμβάνουν, και όχι άδικα. Ανισότητες στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, αναποτελεσματικότητα του συστήματος, η παντελής σχεδόν έλλειψη δημόσιας πρωτοβάθμιας περίθαλψης, σε συνδυασμό με την επικείμενη αύξηση της ζήτησης στις υπηρεσίες υγείας και την εκτόξευση του κόστους, συνθέτουν ένα μάλλον απαισιόδοξο σκηνικό που έρχεται να ταυτιστεί με τη «μαύρη εικόνα» που επικαλείται η νέα ηγεσία του υπουργείου Υγείας.

Η έκθεση που συνέταξε ο επίκουρος καθηγητής Κοινωνιολογίας και Πολιτικής Υγείας στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, Μπάμπης Οικονόμου, σε συνεργασία με τον υπεύθυνο του διεθνούς οργανισμού για τη χώρα μας Claude Giorgio, θίγει όλα τα προβλήματα και τα «κακώς κείμενα» του ελληνικού συστήματος υγείας. Σύμφωνα με αυτήν, αυτοί που πρώτοι έχουν απαξιώσει το σύστημα είναι οι ίδιοι οι χρήστες του, οι Έλληνες πολίτες, που βλέπουν καθημερινά πως …«πάσχει». Αυτό είναι εμφανές από τις δυσθεώρητες δαπάνες που καλούνται να καταβάλλουν τα ελληνικά νοικοκυριά για την υγεία, τη στιγμή που η δημόσια δαπάνη για την υγεία, με όρους ποσοστού επί του ΑΕΠ, είναι χαμηλότερες σε σχέση με τις περισσότερες χώρες του ΟΟΣΑ –η Ελλάδα φιγουράρει λίγο πριν το τέλος της κατάταξης, όπου βρίσκει κανείς το Μεξικό, την Κορέα, την Τουρκία και τη Σλοβακία. Οι δημόσιες δαπάνες υγείας κυμαίνονται σήμερα στο 5,6% του ΑΕΠ, με ήδη διατυπωμένη τη δέσμευση από την κυβέρνηση για αύξησή τους κατά 1%.

 

Ο … «δωρεάν» μύθος!

Την ώρα που ένας στους πέντε Έλληνες ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, αποδεικνύεται ότι οι ιδιωτικές δαπάνες υγείας, δεν συνιστούν δαπάνες «πολυτελείας» των εύρωστων οικονομικών νοικοκυριών, αλλά «γονατίζουν» τα νοικοκυριά με χαμηλό εισόδημα, κυρίως δε, των αγροτικών περιοχών. Εκεί, η περιορισμένη ανάπτυξη της δημόσιας υγείας, εξωθεί τους πολίτες στην επιλογή κάποιου ιδιώτη προκειμένου να αποφύγουν ατελείωτες λίστες αναμονής ή/και μετακινήσεις. Σύμφωνα με τα στοιχεία που συγκέντρωσε η έκθεση, πάνω από το 38% της συνολικής δαπάνης για την υγεία το 2006, αφορούσε χρήματα που δεν βγήκαν ούτε από τον «κρατικό κορβανά», ούτε από τα ταμεία των ασφαλιστικών φορέων, αλλά από τα «πορτοφόλια» των ιδιωτών. Ποσοστό 2,4% των ελληνικών νοικοκυριών ξοδεύουν πάνω από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματός τους για να τύχουν –καλύτερων (;)- υπηρεσιών υγείας, απευθυνόμενοι στον ιδιωτικό τομέα.

Η έλλειψη νοσοκομειακών υποδομών σε πολλές, η κακή ξενοδοχειακή υποδομή και σίτιση και οι τεράστιες λίστες αναμονής για συγκεκριμένες ειδικότητες, εξωθούν τους πολίτες στην ιδιωτική περίθαλψη. Ενδεικτικό είναι ότι το 64% του συνόλου των χειρουργικών πράξεων πραγματοποιούνται σε ιδιωτικά νοσοκομεία.

Η κ. Ξενογιαννακοπούλου έχει ήδη τονίσει σε σχέση με τις ιδιωτικές δαπάνες υγείας: «Η υγεία για μας δεν είναι εμπόρευμα, είναι δημόσιο αγαθό, είναι ευθύνη του κράτους, της πολιτείας να παρέχει ισότιμα στους πολίτες το δικαίωμα αυτό». Μένει να δούμε πώς θα διασφαλιστεί το δικαίωμα…

 

Ανύπαρκτα στατιστικά…

Πώς, αλήθεια, μπορείς να θεραπεύσεις μια κατάσταση, όταν δεν μπορείς να αντιληφθείς, να συλλάβεις την πραγματική της διάσταση και εικόνα; Η έλλειψη στατιστικών στοιχείων, το τεράστιο «κενό» τεκμηρίωσης αναγκάζει όσους προσπαθούν να κατανοήσουν τον τρόπο λειτουργίας του συστήματος και να βγάλουν συμπεράσματα, στο να καταφεύγουν σε ανεπίσημες μελέτες και στοιχεία. Με τον τρόπο αυτό η «θεραπεία» των προβλημάτων γίνεται ακόμη πιο δύσκολη σύμφωνα με τα στοιχεία της έκθεσης, αλλά και σύμφωνα με …την κοινή λογική! Είναι σαν να προσπαθείς να βάλεις έναν ασθενή στο χειρουργείο, χωρίς προηγουμένως να τον έχεις ρωτήσει πού πονάει…

 

… αλλά και έλλειψη προσωπικού

Παρόλο που η αναλογία γιατρών και οδοντιάτρων στην Ελλάδα, ανά 1.000 κατοίκους εξακολουθεί να είναι από τις υψηλότερες μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, η χώρα μας υπολείπεται σημαντικά σε νοσηλευτικό προσωπικό. Σύμφωνα με την έκθεση, από το σύστημα υγείας λείπουν περίπου 15.000 νοσηλευτές (σύμφωνα με άλλες εκτιμήσεις το ΕΣΥ έχει ανάγκη από 25.000 νοσηλευτές). Όταν στους 1.000 κατοίκους στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες του ΟΟΣΑ ο μέσος όρος είναι γύρω στους 9 νοσηλευτές, στην Ελλάδα η αναλογία είναι 1.000:3. Όπως μάλιστα χαρακτηριστικά αναφέρεται στην έκθεση, ακόμη κι αν αυτό το κενό των 15.000 θέσεων καλυφθεί, η χώρα μας θα βρίσκεται και πάλι σχεδόν στο μισό του μέσου όρου των υπολοίπων χωρών του ΟΟΣΑ.

Αυτό, είναι ένα πρόβλημα, τη σημαντικότητα του οποίου, όπως φαίνεται,  αναγνωρίζει η νέα ηγεσία του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης και γι’ αυτό το λόγο τονίζει σε κάθε ευκαιρία τη βούληση της για άμεσες προσλήψεις.

Ένα ακόμη μειονέκτημα του ΕΣΥ είναι ότι, διαθέτει πάρα πολλούς ειδικευμένους και λίγους γενικούς ιατρούς -η ύπαρξη των δεύτερων, κρίνεται απαραίτητη και πολύ σημαντική για την καλύτερη απόδοση ενός Εθνικού Συστήματος Υγείας –κυρίως στον τομέα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας.

 

 

Αρμοδιότητες «σκόρπιες» στα υπουργεία

Από τον ¶ννα … στον Καϊάφα. Ή για να το πούμε καλύτερα από τη Μαριλίζα στον Παπακωνσταντίνου, κι από εκεί στο Λοβέρδο και ξανά στην Ξενογιαννακοπούλου και το «γαϊτανάκι» καλά κρατεί. Η έκθεση κρίνει πολύ αρνητικά την πολυδιάσπαση των αρμοδιοτήτων που έχουν να κάνουν με το χώρο της υγείας. ¶λλο υπουργείο είναι υπεύθυνο για το σχεδιασμό και την υλοποίηση της πολιτικής της υγείας (ΥΥΚΑ), δύο υπουργεία συναποφασίζουν για τα ασφαλιστικά ταμεία και τις συντάξεις (Υγείας και Εργασίας), την ώρα που στο θέμα των εισφορών παρεμβαίνει και το υπουργείο Οικονομίας. Το ίδιο υπουργείο σχετίζεται και με τη διαχείριση του ελλείμματος του ΕΣΥ, τη στιγμή που το Παιδείας καθορίζει τον αριθμό των εισακτέων στις ιατρικές σχολές και το Ανάπτυξης διαμορφώνει τις τιμές των φαρμάκων.

Χαρακτηριστικό είναι ότι μέσα σε αυτό το κλίμα του …κατακερματισμού, η νέα ηγεσία του υπουργείου υγείας δεσμεύθηκε για ρύθμιση του χρέους των νοσοκομείων «σε πλήρη συνεργασία με τον Υπουργό Οικονομικών τον κ. Γιώργο Παπακωνσταντίνου» και ανάπτυξη της Π.Φ.Υ. «σε συνεργασία και με το Υπουργείο Εργασίας όσον αφορά τις υπηρεσίες που δίνονται και από τα Ασφαλιστικά Ταμεία (…) Έχουμε συνεργασία και με το Υπουργείο Εργασίας, όσον αφορά το θέμα των Ταμείων. Αλλά, και με το Υπουργείο Οικονομίας και την κα Κατσέλη καθώς είναι ένα θέμα που αφορά  και τα τρία Υπουργεία, για να δούμε πώς θα μπορέσουμε πολύ γρήγορα να καθιερώσουμε λίστα φαρμάκων με ευρωπαϊκές προδιαγραφές».

 

Το «αγκάθι» της μηχανογράφησης

Η απουσία ενός συστήματος μηχανογράφησης, ενός μηχανισμού επίβλεψης ή/ και αξιολόγησης των γιατρών και η έλλειψη ηλεκτρονικής συνταγογράφησης δεν επιτρέπουν τη διεξαγωγή ελέγχων και αφήνουν πολύ έδαφος για παρανομίες και αδιαφάνεια, με αποτέλεσμα τη δημιουργία υπέρογκων χρεών.  

Η κ. Ξενογιαννακοπούλου έχει δώσει προτεραιότητα στη ρύθμιση του χρέους των νοσοκομείων, αλλά και στην πρόληψη της επανασυσσώρευσής του, με ολοκλήρωση του διπλογραφικού συστήματος, ηλεκτρονικές προμήθειες και ανοιχτούς διαγωνισμούς.

 

Κάθε πέρσι και καλύτερα

Εκτός από ελεγκτικούς μηχανισμούς, το ΕΣΥ στερείται και αποτελεσματικής διοίκησης. Η προσπάθεια του επαγγελματικού management που ξεκίνησε το 2001, δεν κράτησε πολύ. Η έκθεση του ΟΟΣΑ θίγει το ζήτημα του διορισμού τω διοικητών των νοσοκομείων στη βάση πολιτικών κριτηρίων.

Σε γενικές γραμμές, η μη αξιοποίηση των ανθρώπινων και οικονομικών πόρων του ΕΣΥ, οδηγεί στην υποβάθμισή του, συνεχώς, μέρα με την ημέρα, χρόνο με το χρόνο. Οι αριθμοί δίνουν ανάγλυφα την εικόνα: από την τρίτη θέση μεταξύ 30 χωρών του ΟΟΣΑ το 1990, με βάση την κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας, το 2006 το ΕΣΥ «έπεσε» στη 12η θέση, ενώ στην κατάταξη με κριτήριο το ανθρώπινο δυναμικό «καταποντίστηκε» από την 5η στην 18η θέση.

Κι όλα αυτά την ώρα που το ελληνικό σύστημα αναμένεται να δεχθεί μεγάλες πιέσεις στη ζήτηση ιατρικών υπηρεσιών, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, που θα είναι εντονότερη στην Ελλάδα, συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες του ΟΟΣΑ. «Η εγγύηση της καθολικής πρόσβασης του πληθυσμού στη φροντίδα υγείας, κρατώντας ταυτόχρονα υπό έλεγχο την κρατική δαπάνη είναι η μεγαλύτερη πρόκληση για τα χρόνια που έρχονται», τονίζει η έκθεση.

 

Προτάσεις

Η έκθεση καταλήγει σε πρόταση αναμόρφωσης σε τέσσερις βασικούς τομείς: στην αναθεώρηση του πολυδιασπασμένου συστήματος υγείας και συγκέντρωση όλων των εξουσιών υπό την «ομπρέλα» ενός και μόνο υπουργείου, στην ενίσχυση της ποιότητας της πρωτοβάθμιας φροντίδας υγείας (με αλλαγές στον τρόπο αμοιβής των γιατρών που είναι συμβεβλημένοι με τα ασφαλιστικά ταμεία), στον εκσυγχρονισμό της διοίκησης και της χρηματοδότησης των νοσοκομείων, στην ενίσχυση του ελέγχου της φαρμακευτικής δαπάνης. Σε κάθε περίπτωση, το βασικό αίτημα είναι το ίδιο: ποιότητα και φροντίδα.

 

2. οι βασικότερες προτάσεις

* συγχώνευση όλων των αρμοδιοτήτων σε σχέση με την υγεία σε ένα υπουργείο

* συγχώνευση όλων των ασφαλιστικών ταμείων σε έναν φορέα, ώστε η ιατρική κάλυψη να είναι καθολική και ενιαία για όλους τους πολίτες.

* διαχείριση της ιατρικής δημογραφίας, σύμφωνα με τις παρούσες και τις μελλοντικές ανάγκες, με αύξηση του αριθμού των νοσηλευτών και αύξηση του ποσοστού των γενικών ιατρών. Αποφυγή της εξειδίκευσης περισσότερων γιατρών από όσους έχει πραγματικά ανάγκη ή «αντέχει» το σύστημα.

* βελτίωση της συλλογής και διαχείρισης των ιατρικών στατιστικών. Δημιουργία ενός συμβουλευτικού σώματος για τις υπηρεσίες υγείας και τις ιατρικές πρακτικές κατά τα πρότυπα του βρετανικού NICE, που θα εντοπίζει ποιες είναι οι κατάλληλες κινήσεις για τη διόρθωση των αδυναμιών που παρουσιάζει το σύστημα υγείας.

* περισσότερη προσπάθεια στον τομέα της πρόληψης και πρωτοβουλίες με στόχο την υιοθέτηση ενός πιο υγιεινού τρόπου ζωής των πολιτών.

* καλύτερη επιτήρηση και έλεγχος ώστε να περιοριστεί το φαινόμενο των  ανεπίσημων πληρωμών («φακελάκια»).

* εξορθολογισμός του συστήματος προμηθειών και βελτίωση της διαφάνειας.

* επαγγελματικό management για τα νοσοκομεία και επέκταση της διοικητικής αυτοτέλειας των νοσοκομείων

* προώθηση των γενοσήμων φαρμάκων σε μια προσπάθεια περιστολής της φαρμακευτικής δαπάνης. Ενθάρρυνση των γιατρών να συνταγογραφούν στη βάση των ενεργών συστατικών και όχι των brands.

* βελτίωση της πληροφόρησης και της παιδείας του κοινού προκειμένου να μειωθεί η ζήτηση για την αλόγιστη και χωρίς λόγο συνταγογράφηση αντιβιοτικών.