Παράθυρο για αλλαγή στον νόμο για το κάπνισμα

Η Μαριλίζα… έφυγε νωρίς. Πέρασε με νόμο την απαγόρευση του καπνίσματος σε όλους τους δημόσιους χώρους, αφήνοντας τη νέα ηγεσία του υπουργείου Υγείας να καταγράφει την… αναποτελεσματικότητα του νόμου.

 

Προβληματισμένος εμφανίστηκε χθες στη Βουλή ο Α. Λοβέρδος, ο οποίος αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να προχωρήσει σε αλλαγές που θα δώσουν ανάσα… νικοτίνης στους πολυάριθμους καπνιστές.

Ο υπουργός Υγείας, μιλώντας χθες στην αρμόδια κοινοβουλευτική Επιτροπή (το αντικείμενο της ενημέρωσης ήταν η πολιτική της κυβέρνησης στα νοσοκομεία), έδειξε να λαμβάνει υπόψη του όχι μόνο τις διαμαρτυρίες των ιδιοκτητών καφέ- μπαρ και των καπνιστών, αλλά και την ακύρωση σε μεγάλο βαθμό του νόμου, καθώς όπως είπε: «Οκτώ στις δέκα περιπτώσεις στα καφέ και τα μπαρ ο νόμος παραβιάζεται».

Με δεδομένα τα στατιστικά αυτά στοιχεία που δείχνουν ότι το 80% προτάσσει το πάθος του καπνιστή και την πελατεία των καπνιστών από τον νόμο και τα πρόστιμα που αυτός συνεπάγεται, ο υπουργός δήλωσε: «Εχουμε περιθώρια παρέμβασης», αφήνοντας να εννοηθεί ότι προσανατολίζεται στην τροποποίηση ορισμένων διατάξεων του νόμου. Ωστόσο, κατέστησε σαφές πως οι τυχόν τροποποιήσεις δεν θα γίνουν πριν από το τέλος του χρόνου.

Υστερα από τη λήξη της συνεδρίασης της Επιτροπής και σε διευκρινίσεις που κλήθηκε από τους κοινοβουλευτικούς συντάκτες να δώσει, ο Α. Λοβέρδος περιορίστηκε να δηλώσει ότι «η εφαρμογή του νόμου θα αξιολογηθεί με βάση τους ελέγχους που γίνονται».

Μπροστά στην πίεση των δημοσιογράφων για συγκεκριμένες απαντήσεις, ο μεν υπουργός ακούστηκε να λέει, φανερά ενοχλημένος, ότι «μετάνιωσα που μίλησα», ο δε υφυπουργός Υγείας Μ. Τιμοσίδης να εμφανίζεται αμετακίνητος, υποστηρίζοντας ότι «δεν θα κάνουμε πίσω. Ο νόμος θα εφαρμοστεί απαρέγκλιτα».

Το συμπέρασμα που προκύπτει από τις τοποθετήσεις υπουργού και υφυπουργού Υγείας είναι πως η κυβέρνηση αναγνωρίζει ότι η απόλυτη απαγόρευση του καπνίσματος έχει προκαλέσει σοβαρές αντιδράσεις και ελλοχεύει ο κίνδυνος συνεχών παραβιάσεων του νόμου, ταυτόχρονα όμως επιθυμεί να στείλει το μήνυμα εφαρμογής των νόμων, παραμερίζοντας τη γνωστή ελληνική παράδοση που θέλει τον κάθε υπουργό να ακυρώνει το έργο (συνολικά ή εν μέρει) του προκατόχου του.