Παρέμβαση Εurostat για τις προμήθειες των δημόσιων νοσοκομείων

Ζητεί από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία αναλυτική κατάσταση των οφειλών και των χρεών τους

ΡΕΠΟΡΤΑΖ Ι. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ

Πλήρη, τεκμηριωμένη και αναλυτική κατάσταση των οφειλών και των χρεών των δημόσιων νοσοκομείων ζητεί η Εurostat εντός δεκαπενθημέρου από την Εθνική Στατιστική Υπηρεσία (ΕΣΥΕ) προκειμένου να επαναξιολογηθεί η οικονομική καταβαράθρωση του ΕΣΥ. Αξίζει να σημειωθεί ότι η ΕΣΥΕ ενημερώνει ανά τακτά διαστήματα τις αρμόδιες υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Ενωσης, αλλά, σύμφωνα με πληροφορίες, τα στοιχεία επανεξετάζονται ως ανακριβή ή ελλιπή.

Η επικαιροποίηση των στοιχείων και η παρέμβαση της Εurostat προέκυψαν μετά τις καταγγελίες πολιτών, αλλά και τις πρόσφατες καταδικαστικές αποφάσεις από το Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για τον τρόπο με τον οποίο διενεργούνται οι προμήθειες των νοσοκομείων. Η Εurostat φαίνεται να θεωρεί ότι οι αποφάσεις που καταδικάζουν την Ελλάδα για την ανυπαρξία καθορισμένων κριτηρίων και τη διεξαγωγή διαγωνισμών για την προμήθεια υλικών, φαρμάκων και αναλωσίμων ουσιαστικά αμφισβητούν και το ύψος των χρεών.

Συνολικά, η ΕΣΥΕ καταγράφει οφειλές 2,5 δισ. ευρώ, ενώ διάφορες πηγές «ανεβάζουν» τα χρωστούμενα στα 5 δισ. ευρώ. Μάλιστα, ο εκπρόσωπος του ΠαΣοΚ για θέματα Υγείας κ. Γ.Φλωρίδης μιλώντας την περασμένη εβδομάδα στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής σχετικά με το θέμα της ρύθμισης και της εξόφλησης των χρεών των νοσοκομείων τόνισε ότι «το χρέος αυξάνεται με τον ρυθμό των 200 εκατ. ευρώ τον μήνα και υπερβαίνει τα 6 δισ. ευρώ».

Μήλον της Εριδος αποτελεί το νεφελώδες και εν πολλοίς παρασιτικό περιβάλλον που έχει διαμορφωθεί στην προμήθεια υλικών και φαρμάκων, όπου έχει στηθεί ένας κύκλος δωροδοκιών ανάμεσα σε γιατρούς και αντιπροσώπους προμηθευτριών. Οι συμμέτοχοι σε αυτόν τον φαύλο κύκλο εκμεταλλεύονται τόσο την απουσία εκκίνησης διαγωνισμών και διαδικασιών από την αρμόδια Επιτροπή Προμηθειών Υγείας όσο και την κατά συνθήκη ετεροχρονισμένη «νομιμοποίηση» των προμηθειών για «λόγους δημόσιου συμφέροντος», όπως καταγγέλλει η αντιπολίτευση ότι συμβαίνει με την τελευταία τροπολογία του υπουργείου Υγείας.

Ετσι, τα δημόσια νοσοκομεία καλούνται να καταβάλουν υπέρογκα ποσά για δαπάνες με σκοπό την αγορά και την προμήθεια αναλωσίμων που είτε έχουν υπερκοστολογηθεί ακόμη και 200% ή 300% πάνω είτε δεν είναι καν απαραίτητα για τη λειτουργία των νοσοκομείων. Το… παράθυρο για αυτή την κατάσταση υπήρξε- και συνεχίζει να είναι- η διάταξη του άρθρου 7, παράγραφος 2, του Νόμου 2955/2001. Στο εδάφιο αυτό ορίζεται ότ ι«η προμήθεια ορισμένων μη συγκρίσιμων υλικών και ιατρικών εφοδίων μπορεί να γίνει απευθείας». Η διάταξη, η οποία αρχικώς περιελάμβανε περιοριστικά τα υλικά που σχετίζονται με τη γναθοχειρουργική και την ορθοπλαστική, καθώς και κάποια άλλα ορθοπαιδικά είδη, είχε διευρυνθεί το 2004 με διάταξη του τότε υφυπουργού Ανάπτυξης κ. Ι. Παπαθανασίου όσον αφορά σχεδόν όλα τα υλικά που χρειάζονται για την αντιμετώπιση των παθήσεων των νεφρών και της καρδιάς, τους απινιδωτές, τους βηματοδότες ή τα λεγόμενα στεντ.

Πάνω σε αυτή τη βάση, σύμφωνα με πληροφορίες, και με «κόμβους» διακίνησης εικονικές εταιρείες αντιπροσώπευσης μεγάλων φαρμακευτικών και ιατρικών οίκων, με έδρα την Κύπρο, έχει στηθεί η «φάμπρικα» πιέσεων ή δωροδοκιών προς γιατρούς οι οποίοι αναλαμβάνουν την υποχρέωση να… προωθήσουν διά της παρακαμπτηρίου οδού των «μη συγκρίσιμων υλικών» ακόμη και τα πιο κοινά είδη. Το… αζημίωτο του πράγματος καλύπτεται είτε με ειδικές προσφορές ταξιδίων και εκπαιδευτικών ιατρικών προγραμμάτων είτε με μια συμφέρουσα υπερκοστολόγηση των συγκεκριμένων υπό «προώθηση» ειδών. Με άλλα λόγια, το Δημόσιο, εν αγνοία του, καλείται να… πληρώσει τη «μίζα» προμηθευτών και γιατρών.