Τα παραπάνω προκύπτουν από μελέτη του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας του Εργαστηρίου Υγιεινής και Επιδημιολογίας της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών, που εκπονήθηκε από τον επιστημονικό υπεύθυνο του Κέντρου Μελετών Υπηρεσιών Υγείας και αναπλ. καθηγητή Κοινωνικής Ιατρικής Γιάννη Τούντα και ομάδα συνεργατών, αποτελούμενη από την ψυχολόγο έρευνας Χριστίνα Δημητρακάκη, τον ιατρό και υποψήφιο διδάκτορα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικόλαο Οικονόμου, την ιατρό και υποψήφια διδάκτορα της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Γεωργία Παλληκαρώνα και τον λέκτορα του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου Κυριάκο Σουλιώτη.
Μεταξύ άλλων, από τη μελέτη, που καλύπτει όλο το φάσμα των διαθέσιμων νοσοκομειακών και πρωτοβάθμιων υπηρεσιών υγείας, προκύπτει ότι:
* Στη συντριπτική τους πλειονότητα οι νοσοκομειακές κλίνες έχουν αναπτυχθεί στην περιφέρεια της πρωτευούσης (43%) και τη Μακεδονία (23%).
* Στο ανθρώπινο δυναμικό, η χώρα μας εξακολουθεί να εμφανίζει έναν δείκτη ιατρών ανά 1.000 κατοίκους, ο οποίος υπερβαίνει σε μεγάλο βαθμό τον αντίστοιχο των νοσηλευτών (3,8 έναντι 2). Στον νοσοκομειακό τομέα η σχέση γιατρών ανά κλίνη είναι περίπου 1/2 και νοσηλευτών ανά κλίνη περίπου 1/1. Ο δείκτης αναλογίας ιατρών στα νοσοκομεία κρίνεται επαρκής, ενώ στο νοσηλευτικό προσωπικό ανεπαρκής.
Σε ό,τι αφορά το ΕΣΥ, τόσο η κατανομή των ιατρών όσο και των νοσηλευτών παρουσιάζουν μεγάλη ανισοκατανομή ανά υγειονομική περιφέρεια.
* Η ανώτερη κοινωνική τάξη προσφεύγει συχνότερα σε μη συμβεβλημένους ιδιώτες γιατρούς, ωστόσο, ακόμα και στην κατώτερη κοινωνική τάξη, οι μη συμβεβλημένοι ιδιώτες γιατροί αποτελούν την πρώτη επιλογή (22,7%).
* Ο προληπτικός έλεγχος (30,3%), η οξεία ενόχληση (24,6%) και η χρόνια ασθένεια (18,5%) αποτελούν τις κύριες αιτίες επαφής με επαγγελματίες υγείας.
* Σε ό,τι αφορά την οδοντιατρική περίθαλψη, μόνο 1 στους 2 Ελληνες έχει επισκεφθεί τον οδοντίατρο τον τελευταίο χρόνο.