Προέχει το βάρος στην πρόληψη

Μετά τη χρόνια εφαρμοζόμενη ευρωενωσιακή πολιτική πριμοδότησης των προγραμμάτων χορήγησης υποκατάστατων, η «Διεθνής Επιτροπή του ΟΗΕ για τον έλεγχο των ναρκωτικών» ανακάλυψε την …Αμερική. Ο λόγος για την ετήσια έκθεση της Επιτροπής που παρουσιάστηκε χτες από το Κέντρο Θεραπείας Εξαρτημένων Ατόμων, όπου καλούνται «οι χαράσσοντες πολιτική να δώσουν βάρος στην πρόληψη», υπογραμμίζοντας την ανάγκη για περισσότερες δράσεις.

Την ίδια στιγμή, η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ, στο όνομα της κρίσης, περικόπτει ακόμη και αυτά τα πενιχρά κονδύλια που δίνονται στο χώρο της πρόληψης (υπενθυμίζεται ότι οι εργαζόμενοι από την ίδρυση των Κέντρων Πρόληψης μέχρι και πρόσφατα έμειναν πολλά 6μηνα απλήρωτοι, τα Κέντρα απαξιώθηκαν με υποχρηματοδότηση, εργασιακή ομηρία, υποστελέχωση, ενώ το θεσμικό πλαίσιο που θέσπισε το ΠΑΣΟΚ παραμένει ως έχει, δημιουργώντας προβλήματα στη βιωσιμότητα των Κέντρων), θεραπείας και επανένταξης.

«Δε γίνεται στη μια πόλη να βάζω Κέντρο Πρόληψης, στην άλλη θεραπεία και στην άλλη κάτι άλλο. Είναι θέμα πολιτικής βούλησης. Για μας, πρόληψη – θεραπεία – επανένταξη πρέπει να είναι ενιαία, να υπάρχει ένας δημόσιος οργανισμός που θα τα εποπτεύει και θα προχωρούν προς τα κάτω, προς την κοινωνία», υπογράμμισε η Λούλα Καρατζά, εκ μέρους του Τμήματος για τα Ναρκωτικά, της ΚΕ του ΚΚΕ. Ενώ σχολιάζοντας την απουσία εθνικού σχεδίου δράσης, τόνισε ότι παρά την απουσία του υπάρχουν οι κατευθυντήριες γραμμές της ΕΕ και όλα αυτά τα χρόνια προωθείται η υποκατάσταση και η ιδιωτικοποίηση, θυμίζοντας ότι «το ΠΑΣΟΚ συμφωνούσε για να δοθεί η συνταγογράφηση υποκαταστάτων σε ιδιώτες γιατρούς. Είδαμε το δείγμα γραφής των 100 ημερών. Ο προϋπολογισμός όχι απλά δε μιλάει για ανάπτυξη, αλλά κόβει ακόμη και κονδύλια που υπήρχαν».

Τα στοιχεία

Σύμφωνα με την Εκθεση της Επιτροπής του ΟΗΕ για το 2009, την οποία παρουσίασε ο Μπ. Πουλόπουλος, διευθυντής του ΚΕΘΕΑ, προκύπτουν τα εξής:

  • Το 2008 η μεθαδόνη θεωρήθηκε υπεύθυνη για περίπου το 30% των θανάτων από ναρκωτικά στον πληθυσμό ηλικίας 16-24 χρόνων του Ηνωμένου Βασιλείου.
  • Η ανάγκη ελέγχου της εκτροπής ουσιών που χρησιμοποιούνται σε προγράμματα υποκατάστασης και ιδιαίτερα βουπρενορφίνης. Τα τελευταία χρόνια, καθώς αυξάνεται η νόμιμη παραγωγή και χρήση της βουπρενορφίνης στη θεραπεία υποκατάστασης, έχει αυξηθεί και η εκτροπή και παράνομη χρήση της. Σε μερικές χώρες η βουπρενορφίνη είναι η βασική ουσία που χρησιμοποιείται παράνομα από τους εθισμένους. Στη Γαλλία η ευρεία διακίνηση στη μαύρη αγορά μεθαδόνης αποτελεί σημαντικό πρόβλημα για τη χώρα.
  • Σε παγκόσμιο επίπεδο η παράνομη ουσία που χρησιμοποιείται περισσότερο είναι η κάνναβη. Ακολουθούν τα διεγερτικά και η κοκαΐνη. Στην Αφρική το 64% των χρηστών ζητούν απεξάρτηση από την κάνναβη. Περίπου ένα εκατομμύριο Αμερικανοί ζήτησαν απεξάρτηση από την κοκαΐνη. Στη Βρετανία, αναγνωρίζοντας την επικινδυνότητα της κάνναβης, τα αδικήματα που συνδέονται με αυτή αντιμετωπίζονται με αυστηρότερες ποινές. Σε Γαλλία, Ιταλία, Λιθουανία, Πολωνία το 10%-18% των μαθητών κάνει χρήση κατασταλτικών και ηρεμιστικών.
  • Το Αφγανιστάν παραμένει μακράν ο μεγαλύτερος παραγωγός ηρωίνης και άλλων οπιούχων στον κόσμο, ενώ εξελίσσεται και σε βασικό παραγωγό παράνομα καλλιεργούμενης κάνναβης.
  • Τα υψηλότερα ποσοστά χρήσης ουσιών είναι σε Βόρεια Αμερική, Ωκεανία και τη Δυτική Ευρώπη.
  • Η Ελλάδα έχει από τα χαμηλότερα ποσοστά ετήσιας επικράτησης της κάνναβης, αλλά συγκαταλέγεται στις χώρες της Νοτιοανατολικής Ευρώπης με τις μεγαλύτερες κατασχέσεις ηρωίνης. Στη Ρωσία, κάθε χρόνο πεθαίνουν 10.000 άνθρωποι από υπερβολική δόση ηρωίνης.
  • Η ανάγκη για επείγουσα δράση κατά του προβλήματος των συνταγογραφούμενων φαρμάκων. Σε χώρες των ΗΠΑ και της Ευρώπης γίνεται κατάχρηση συνταγογραφούμενων αναλγητικών, αντικαταθλιπτικών, αγχολυτικών και υπνωτικών που συχνά υπερβαίνουν το σύνολο των χρηστών όλων των παράνομων ουσιών. 15,2 εκατομμύρια Αμερικανοί 16 ετών και πάνω κάνουν χρήση τέτοιων σκευασμάτων.
  • Ο κίνδυνος διακίνησης και χρήσης ουσιών για οικονομική και σεξουαλική εκμετάλλευση, από κατασταλτικές ουσίες του Κεντρικού Νευρικού Συστήματος, που μπορούν να προκαλέσουν ανεπιθύμητες συμπεριφορές, οι οποίες δε καταγράφονται στη μνήμη.