Προβληματικός ο υπολογισμός της δαπάνης Υγείας

 

 

Της Χαράς Κουσουλάκου*

Οι ασκούντες την πολιτική υγείας καλούνται διαρκώς να λάβουν δύσκολες αποφάσεις σχετικά με την επιλογή και υιοθέτηση κατάλληλων στρατηγικών για την επίτευξη των στόχων της δημόσιας υγείας. Στη διαδικασία αυτή, η πληροφόρηση για το ύψος και τη σύνθεση των δαπανών για την υγεία διαδραματίζει καθοριστικό ρόλο στη λήψη ορθών και τεκμηριωμένων αποφάσεων.

Προς αυτή την κατεύθυνση, έχει αναπτυχθεί από τη δεκαετία του ’60 το Σύστημα Λογαριασμών Υγείας του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το οποίο αποτελεί ένα διεθνώς αναγνωρισμένο εργαλείο, που παρακολουθεί και καταγράφει τις δαπάνες υγείας από τρεις διαφορετικές πλευρές: την πλευρά της χρηματοδότησης (πηγές και φορείς διαχείρισης των πόρων), την πλευρά της παραγωγής (παραγωγικοί συντελεστές και πάροχοι φροντίδας υγείας) και την πλευρά της κατανάλωσης και χρήσης των πόρων (μορφές και δικαιούχοι περίθαλψης).

Η Ελλάδα είναι από τις λίγες χώρες που δεν εφαρμόζει το Σύστημα Λογαριασμών Υγείας του ΟΟΣΑ, με εξαίρεση τη συγκέντρωση στοιχείων για ορισμένες πολύ στοιχειώδεις κατηγορίες δαπανών. Είναι σημαντικό, δε, να τονιστεί ότι η φαρμακευτική δαπάνη αποτελεί τη μόνη υποκατηγορία δαπάνης υγείας για την οποία υπάρχουν διαχρονικά εθνικολογιστικά στοιχεία ενώ, ταυτόχρονα, υπάρχει παντελής έλλειψη στοιχείων δαπάνης ανά ασθένεια ή ανά πρόγραμμα υγείας (π.χ. πρόληψη και καταπολέμηση του καρκίνου). Συνεπώς, η έλλειψη λεπτομερούς πληροφόρησης σχετικά με τους πόρους που δεσμεύονται στην καταπολέμηση συγκεκριμένων ασθενειών, δεν επιτρέπει την αξιολόγηση της επάρκειας ή ανεπάρκειας αυτών, για την επίτευξη των στόχων υγείας.

Τα στοιχεία που συγκεντρώνονται στην Ελλάδα, εκτός του ότι παρουσιάζουν σημαντικές ελλείψεις σε σχέση με τα απαιτούμενα πεδία ενός ολοκληρωμένου συστήματος λογαριασμών υγείας, παρουσιάζουν και αρκετά προβλήματα. Κατ’ αρχάς, εμφανίζουν σημαντικές χρονικές καθυστερήσεις στη δημοσίευσή τους. Κατά δεύτερον, ο κατακερματισμός του συστήματος υγείας, με τη συμμετοχή πολλών εμπλεκόμενων φορέων και αρχών, δυσχεραίνει τη συλλογή συνολικών στοιχειών και πληροφοριών. Ως αποτέλεσμα, είναι συχνό φαινόμενο τα δεδομένα να διαφέρουν μεταξύ τους και να δημιουργούν ερωτήματα ως προς την πραγματική εικόνα της αγοράς.

Παράλληλα, ο υπολογισμός της δαπάνης υγείας εμφανίζει μία σειρά από μεθοδολογικά προβλήματα, τα οποία σχετίζονται με την εκτίμηση της παραοικονομίας, των επενδύσεων για την υγεία, των παροχών ασθένειας σε είδος και σε χρήμα των ασφαλιστικών ταμείων και των τρεχουσών μεταβιβάσεων του δημοσίου προς τους ιδιώτες και τα ασφαλιστικά ταμεία.

Ιδιαίτερα, στον κλάδο του φαρμάκου –ο οποίος, σε γενικές γραμμές, αποτελεί την πιο εύκολα μετρήσιμη υποκατηγορία δαπάνης υγείας-, το φαινόμενο των παράλληλων εξαγωγών, η αδυναμία ελέγχου της συνταγογραφίας λόγω έλλειψης μηχανογράφησης των ασφαλιστικών ταμείων, τα χρέη των τελευταίων προς τα νοσοκομεία, και τα χρέη αυτών προς τις φαρμακευτικές επιχειρήσεις, εντείνουν περαιτέρω το πρόβλημα της σωστής εκτίμησης της φαρμακευτικής δαπάνης.

Η πρόσφατη αναθεώρηση των Εθνικών Λογαριασμών από την ΕΣΥΕ και η αποδοχή μέρους αυτής από τη Eurostat δημιουργούν πρόσθετα ερωτήματα και ανάγκη αποσαφήνισης της μεθοδολογίας και του περιεχομένου των επίσημων μετρήσεων. Σε κάθε περίπτωση, το σαφές και ξεκάθαρο μεθοδολογικό πλαίσιο της μέτρησης στατιστικών δεδομένων βοηθά στην καλύτερη κατανόηση των μεγεθών, και κατ’ επέκταση στην ορθότερη χρήση αυτών από όλους τους εμπλεκόμενους με την αγορά υγείας φορείς.

Με βάση όλα τα παραπάνω, η υιοθέτηση από τη χώρα μας του Συστήματος Λογαριασμών Υγείας του ΟΟΣΑ θα πρέπει να αποτελεί προτεραιότητα, καθώς τα αξιόπιστα στατιστικά δεδομένα συμβάλλουν στην τεκμηρίωση θεμάτων πολιτικής, τη διαχρονική και διακρατική σύγκριση, τη μέτρηση της αποδοτικότητας του συστήματος και την αναζήτηση και υλοποίηση των κατάλληλων στρατηγικών για τη βελτίωση της υγείας και της ποιότητας ζωής των πολιτών.

*Υπεύθυνη Οικονομικών της Υγείας, του Ινστιτούτου Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών ( ΙΟΒΕ).