Πτωχεύουν λόγω νοσηλείας σε θεραπευτήρια

Πτωχεύουν λόγω νοσηλείας σε θεραπευτήρια

50.000 νοικοκυριά το χρόνο καταστρέφονται

Της Γαληνης Φουρα

Πενήντα χιλιάδες ελληνικά νοικοκυριά τον χρόνο οδηγούνται σε
πτώχευση λόγω των υπέρογκων και δυσανάλογων με το εισόδημά τους
δαπανών, που αναγκάζονται να κάνουν για να αντιμετωπίσουν κάποιο σοβαρό
πρόβλημα υγείας.

«Μία πόλη τον χρόνο στην Ελλάδα φτωχαίνει», λέει
ο καθηγητής Οικονομικών της Υγείας κ. Γιάννης Κυριόπουλος,
επισημαίνοντας ότι «το μείζον πρόβλημα του συστήματος υγείας είναι ότι
στη χώρα μας “οι μη έχοντες” πολλά χρήματα πληρώνουν αναλογικά με το
εισόδημά τους περισσότερα».

Σε ημερίδα με θέμα την Ασφάλιση
Υγείας στην Ελλάδα, που οργάνωσε το Ταμείο Υγείας Προσωπικού Εθνικής
Τράπεζας (ΤΥΠΕΤ), σε συνεργασία με το κέντρο Ευρωπαϊκού Συνταγματικού
Δικαίου – Ιδρυμα Θεμιστοκλή και Δ. Τσάτσου, το Εθνικό Κέντρο Κοινωνικών
Ερευνών και τον Τομέα Οικονομικών της Υγείας της Εθνικής Σχολής
Δημόσιας Υγείας, από πολλούς ομιλητές αναδείχθηκε το θέμα των
ανισοτήτων του συστήματος υγείας, το οποίο θεωρητικά και μόνο παρέχει
«δωρεάν και ισότιμες υπηρεσίες σε όλους τους Ελληνες».

«Μιλάμε
για καταστροφικές δαπάνες, τις οποίες έχουμε μετρήσει, υπογράμμισε ο κ.
Κυριόπουλος. Στην Ελλάδα 2,4% των νοικοκυριών τον χρόνο υφίστανται
πτώχευση, δηλαδή, δαπανούν περισσότερο από το 40% του συνολικού
εισοδήματός τους, εξαιτίας ενός μεγάλου, αιφνίδιου ή χρόνιου
προβλήματος υγείας. Στην Ευρώπη, στη δυσχερή αυτή θέση, οδηγείται το
0,4% των νοικοκυριών και στις Ηνωμένες Πολιτείες το 1,2%»…

Ο
καθηγητής χαρακτήρισε αυτές τις συνθήκες ως τη «χειρότερη φτώχεια» και
επισήμανε την ανάγκη να υπάρξουν μηχανισμοί αλληλεγγύης για την
αναπλήρωση του εισοδήματος των νοικοκυριών που πλήττονται.

«Περίπου
το 35% του πληθυσμού, επισήμανε ο λέκτορας του Πανεπιστημίου
Πελοποννήσου κ. Κυριάκος Σουλιώτης, δεν χρησιμοποιούν τις υπηρεσίες,
παρά το γεγονός ότι έχουν κάποιο πρόβλημα υγείας. Μεγάλο μέρος αυτής
της συμπεριφοράς ερμηνεύεται ως προσπάθεια αποφυγής μιας πρόσθετης
δαπάνης. Παράλληλα, στα νοικοκυριά με μηνιαίο εισόδημα έως 1.100 ευρώ,
το 10% δαπανάται για ιατρική, οδοντιατρική και φαρμακευτική φροντίδα.
Είναι φανερό ότι αναγκάζονται να πληρώσουν και αυτοί που δεν έχουν,
περισσότερα αναλογικά, επιβαρύνοντας το οικογενειακό εισόδημα και
στερώντας την οικογένεια από άλλα, βασικά αγαθά».

Μελέτες με βάση
τον δείκτη δικαιοσύνης στη χρηματοδότηση του συστήματος υγείας έδειξαν
ότι στις χώρες με δικαιότερη χρηματοδότηση, όταν δηλαδή οι πολίτες
πληρώνουν σύμφωνα με τις οικονομικές τους δυνατότητες, το προσδόκιμο
επιβίωσης αυξάνεται. Αντίθετα, η φτώχεια και οι ανισότητες συνδέονται
με χαμηλούς δείκτες υγείας.

«Η επιβίωση έπειτα από έμφραγμα του
μυοκαρδίου, σημείωσε ο κ. Σουλιώτης, διαφέρει σύμφωνα με μελέτες μεταξύ
των ομάδων που κατατάσσονται σε διαφορετική εισοδηματική κατηγορία. Οι
οικονομικά ασθενέστεροι αντιμετωπίζουν ανισότητες στην πρόσβαση στις
υπηρεσίες και στη διαχείριση της νόσου, με αποτέλεσμα η επιβίωση να
είναι μικρότερη. Πολλές φορές, το ασφαλιστικό δικαίωμα δεν ασκείται,
λόγω του μεγάλου χρόνου αναμονής για εξετάσεις και επεμβάσεις. Κατά
μέσο όρο, το 65% των πολιτών αποδίδουν μεγάλη σημασία στο κόστος του
χρόνου κατά την επιλογή υπηρεσίας υγείας. Επιλέγουν την οικονομική
επιβάρυνση προκειμένου να αποφύγουν την αναμονή ή να επιλέξουν οι ίδιοι
την υπηρεσία και τον γιατρό».

Αυτό, όπως ανέφερε ο κ.
Κυριόπουλος, συμβαίνει περισσότερο όταν η οικονομική συγκυρία το
επιτρέπει, καθώς σε περιόδους οικονομικής ύφεσης –σύμφωνα με έρευνα– οι
ασφαλισμένοι επιστρέφουν στο ΙΚΑ και την κοινωνική ασφάλιση.

«Δεν
μπορούμε να σχεδιάσουμε οργανωτικό και διοικητικό περίβλημα για τους
φορείς ασφάλισης, χωρίς να έχουμε καταλάβει πώς δέκα εκατομμύρια
Ελληνες συναντούν 150.000 γιατρούς», λέει. «Είμαι αντίθετος με
παρεμβάσεις που δεν σέβονται το κριτήριο της ισότητας και τις
προτιμήσεις των καταναλωτών.

Η ασφάλεια υγείας είναι ένα πρόβλημα
περίπλοκο με μεγάλο βαθμό αβεβαιότητας, όσον αφορά τις δαπάνες. Εχουμε
εκτιμήσει ότι για να διατηρηθεί σταθερό το σημερινό επίπεδο παροχών,
πρέπει οι δαπάνες να αυξάνονται, λόγω της γήρανσης του πληθυσμού, κατά
3% τον χρόνο. Ομως, η μεγάλη “απειλή” δεν είναι, κατά τη γνώμη μου, η
γήρανση, είναι η βιοϊατρική τεχνολογία. Αυτό το οποίο αποκαλώ
ιατροβιομηχανικό σύμπλεγμα και είναι υπεύθυνο για τα ελλείμματα».