«Ράμπο» στα εργαστήρια

Φύλλο και φτερό θα κάνουν τις επόμενες ημέρες οι «ράμπο» υγείας διαγνωστικά εργαστήρια σε όλη τη χώρα, προκειμένου να διαπιστώσουν εάν πληρούν τις προϋποθέσεις λειτουργίας.

Ο έλεγχος πραγματοποιείται έπειτα από καταγγελίες που έφθασαν στο γραφείο του υπουργού Υγείας Ανδρέα Λοβέρδου και έκαναν λόγο για εργαστήρια μη πιστοποιημένα που εξάγουν ακόμη και λανθασμένα αποτελέσματα εργαστηριακών εξετάσεων, με αποτέλεσμα πολλοί ασθενείς να έχουν διαστρεβλωμένη εικόνα για την κατάσταση της υγείας τους. Οσοι αντιληφθούν το λάθος αναγκάζονται να υποστούν δεύτερο ιατρικό έλεγχο, ενώ για τους άλλους τα πράγματα είναι χειρότερα, καθώς μπορεί να τεθεί σε άμεσο κίνδυνο ακόμη και η ίδια τους η ζωή.

«Ξεκινήσαμε ήδη τους ελέγχους για να εντοπίσουμε αν τα διαγνωστικά εργαστήρια που υπάρχουν στη χώρα τηρούν όλους τους κανόνες λειτουργίας αλλά και αν έχουν όλες εκείνες τις προϋποθέσεις για να πραγματοποιούν αυτές τις εξετάσεις» επιβεβαιώνει ο επικεφαλής του Σώματος Επιθεωρητών Υπηρεσιών Υγείας και Πρόνοιας (ΣΕΥΥΠ) Μιχ. Σαμπατακάκης.

Ταυτόχρονα, οι ερευνητές του σώματος ελέγχουν και αν υπάρχουν παράνομες συνεργασίες εργαστηρίων με δημόσια νοσοκομεία. Οπως τονίζει: «Εξετάζουμε κι αν ενδεχομένως υπάρχουν άτυπες συνεργασίες με δημόσια νοσοκομεία, αν δηλαδή με τη συμβολή ορισμένων γιατρών γίνεται προώθηση εξετάσεων στα κέντρα αυτά ή ακόμη και το ανάποδο. Εάν δηλαδή κάποια διαγνωστικά κέντρα στέλνουν δείγματα προς εξέταση στο ΕΣΥ χρεώνοντας τα νοσοκομεία».

Στο στόχαστρο των «ράμπο» μπαίνουν κυρίως τα εργαστήρια-φασόν, όπως είναι γνωστά. Πρόκειται για εργαστήρια που έχουν λάβει άδεια λειτουργίας ως εργαστήρια αναφοράς και εκτελούν απλές αιματολογικές, βιοχημικές, ανοσολογικές, μικροβιολογικές και ορμονολογικές εξετάσεις συχνά αμφιβόλου ποιότητας επειδή λειτουργούν ανεξέλεγκτα, χωρίς διαπιστεύσεις αλλά και χωρίς ποιοτικό έλεγχο. Είναι ουσιαστικά η πρώτη φορά που ένας ελεγκτικός μηχανισμός (ΣΕΥΥΠ) ξεκινά ελέγχους στον ευαίσθητο αυτό τομέα.

Με βάση τους υπολογισμούς σήμερα στη χώρα μας υπάρχουν περίπου 10 εργαστήρια-φασόν που λαμβάνουν δείγματα προς εξέταση από τα περίπου 3.200 μικροβιολογικά εργαστήρια της χώρας. Να σημειωθεί ότι η Γερμανία με οκταπλάσιο πληθυσμό διαθέτει μόλις 400 μικροβιολογικά εργαστήρια.

Πολλά από τα μικρά διάσπαρτα μικροβιολογικά εργαστήρια δεν διαθέτουν τον απαραίτητο εξοπλισμό για ανάλυση, με αποτέλεσμα να συλλέγουν απλώς βιολογικά δείγματα και να τα αποστέλλουν προς εξέταση στα εργαστήρια-φασόν όπου η διαδικασία κοστίζει πολύ λιγότερο.

Οι επιθεωρητές υγείας -όπως αναφέρουν πληροφορίες- εστιάζουν τις έρευνές τους και στην ποιότητα των αντιδραστηρίων που χρησιμοποιούν τα εργαστήρια-φασόν, καθότι οι καταγγελίες που έφθασαν στο υπουργείο Υγείας μιλούσαν για λανθασμένα αποτελέσματα εξετάσεων που οφείλονται μεταξύ άλλων και σε φθηνά μη πιστοποιημένα αντιδραστήρια.

Σήμερα στη χώρα μας διατίθενται στην ιδιωτική αγορά για εξετάσεις κοντά στα 400 εκατ. ευρώ ετησίως (ασφαλιστικά ταμεία και ιδιωτικά κονδύλια). Από αυτά, σύμφωνα με εκτιμήσεις, περίπου 30 εκατ. ευρώ καταλήγουν σε εργαστήρια-φασόν.

Η υπόθεση «εργαστηριακές εξετάσεις», όμως, δεν φαίνεται να τελειώνει εδώ. Οι επιθεωρητές υγείας επιχειρούν να ξετυλίξουν όλο το κουβάρι των συναλλαγών που γίνονταν τα τελευταία χρόνια μεταξύ ΕΣΥ και ιδιωτικών συμφερόντων. Ηταν άλλωστε κοινό μυστικό ότι γιατροί φρόντιζαν να στέλνουν εργαστηριακές εξετάσεις από τα δημόσια νοσοκομεία στον ιδιωτικό τομέα, ενώ έχουν καταγραφεί και… ανάποδες περιπτώσεις: εργαστήρια να στέλνουν δείγμα για εξετάσεις στο ΕΣΥ, βαθαίνοντας τη «μαύρη τρύπα» των χρεών των νοσοκομείων. Δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι η χώρα μας διαθέτει τις πιο υψηλές τιμές σε εργαστηριακές εξετάσεις. Ενδεικτικά: μια εξέταση ζακχάρου μπορεί να κοστίσει στην Ελλάδα από 2 έως 5 ευρώ, όταν στη Γερμανία η τιμή δεν ξεπερνά το 1 ευρώ. Μια απλή εξέταση αίματος πληρώνεται από τα ταμεία με 2,98 ευρώ, ενώ το κόστος για το νοσοκομείο είναι κοντά στα 9,50 ευρώ.

«Κανένα εργαστήριο-φασόν δεν είναι πιστοποιημένο. Οσα λειτουργούν έχουν πάρει άδεια ως κέντρα αναφοράς ποιοτικού ελέγχου. Η άδεια εκδιδόταν από το υπουργείο Εμπορίου» αναφέρει ο Γιώργος Βιδάκης, επικεφαλής του συνεταιρισμού εργαστηριακών γιατρών.