«Λόγω έλλειψης στοιχείων αδυνατούμε να υλοποιήσουμε τους λογαριασμούς υγείας που έχει προτείνει ο ΟΟΣΑ για τις χώρες–μέλη του, ώστε να είναι συγκρίσιμα τα μεγέθη», τονίζει στην «Κ» ο συντάκτης της έκθεσης, Μπάμπης Οικονόμου.
Ο ίδιος επισημαίνει ότι η Ελλάδα έχει τις υψηλότερες ιδιωτικές δαπάνες υγείας (3,5% του ΑΕΠ), μετά τις ΗΠΑ, την Ελβετία και το Μεξικό. «Η χώρα μας έχει όμως μια ιδιαιτερότητα, το 90% των χρημάτων που καταβάλλουν οι ιδιώτες αφορούν άμεσες πληρωμές, οι οποίες στις άλλες χώρες γίνονται μέσω της ιδιωτικής ασφάλισης».
Οπως προκύπτει από την έκθεση του ΟΟΣΑ, οι ελλείψεις νοσηλευτικού προσωπικού φθάνουν το 40% του συνολικού αριθμού. Μόνο το 5% του ιατρικού προσωπικού του δημόσιου τομέα στελεχώνει Κέντρα Υγείας και μόνο το 2,5% των Ελλήνων γιατρών έχουν την ειδικότητα της γενικής ιατρικής.
– Οι δυσλειτουργίες του ΕΣΥ έχουν επίπτωση στο προσδόκιμο επιβίωσης;
– Στην έκθεση γίνεται εκτίμηση όσον αφορά τα αποτελέσματα της φροντίδας στην υγεία του πληθυσμού. Το 1990 είχε εκτιμηθεί ότι, εάν οι πόροι είχαν χρησιμοποιηθεί τόσο αποδοτικά όσο στα πιο προηγμένα κράτη, υπήρχε περιθώριο βελτίωσης του προσδόκιμου ζωής περίπου 0,8 – 0,9 έτη. Σήμερα η απόσταση από τις χώρες αυτές μεγαλώνει και κυμαίνεται από 1,7 έως 3 χρόνια.
– Τι προτείνετε στην έκθεση;
– Προτείνονται συγκέντρωση αρμοδιοτήτων σε ένα υπουργείο, έλεγχος της ιατρικής δημογραφίας (η χώρα διαθέτει 64.000 γιατρούς), προσλήψεις νοσηλευτικού προσωπικού. Απαιτείται βελτίωση της διοίκησης με την τοποθέτηση μάνατζερ και τροποποίηση του τρόπου αμοιβής των γιατρών που συμβάλλονται με τα ασφαλιστικά ταμεία. Η δημιουργία του ιατρικού φακέλου του ασθενούς, που θα τον ακολουθεί παντού, πρέπει να συνδυαστεί με την οργάνωση ενός συστήματος παραπομπής, ώστε να μην απευθύνονται όλοι ανεξέλεγκτα στα νοσοκομεία.