Στα 150 δισ. δολάρια θα εκτιναχθεί το κόστος για τα φάρμακα του καρκίνου

Γράφει: Καραγιαννοπούλου Δέσποινα


Εκτίναξη των δαπανών για τα φάρμακα του καρκίνου αναμένεται να σημειωθεί μέχρι το 2020. Συγκεκριμένα, εκτιμάται ότι θα φθάσουν τα 150 δισ. δολάρια μέχρι το 2020, από 107 δισ. δολάρια που ήταν το 2015. Έτος που επίσης αυξήθηκαν κατά 11,5% έναντι του 2014, ενώ αξίζει να επισημανθεί ότι το 2011 οι δαπάνες για τα προαναφερόμενα σκευάσματα ήταν 90 δισ. δολάρια. Στοιχεία που αναφέρονται σε παγκόσμια έκθεση για τον καρκίνο που κυκλοφόρησε από την IMS Health Holdings.


Το εύλογο ερώτημα που ανακύπτει είναι από πού θα προέλθει αυτή η αύξηση. Η έρευνα υποστηρίζει ότι θα προέλθει από τα ακριβότερα μεν, πιο εξελιγμένα δε, σκευάσματα, που έχουν ήδη ξεκινήσει να εμφανίζονται στην αγορά, τα οποία βοηθούν το ανοσοποιητικό σύστημα του ασθενή να εξουθενώσουν τους όγκους. Τα στοιχεία βασίζονται στις τιμές καταλόγου των φαρμάκων, τα οποία αποκλείουν τις εκπτώσεις και τις επιστροφές, και περιλαμβάνουν επίσης φάρμακα υγειονομικής υποστήριξης για την αντιμετώπιση των παρενεργειών, όπως ναυτία και αναιμία που σχετίζεται με πολλές θεραπείες, ιδιαίτερα χημειοθεραπείες. Είναι χαρακτηριστικό, σύμφωνα με την έρευνα, ότι την τελευταία πενταετία 70 νέες θεραπείες καρκίνου έχουν δημιουργηθεί για 20 διαφορετικούς τύπους όγκων.


Αναμφίβολα, υποστηρίζεται στην έρευνα, το τοπίο όσον αφορά τα συγκεκριμένα σκευάσματα μετασχηματίζεται και είναι ενθαρρυντικό ότι δημιουργούνται νέα φάρμακα που στο ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών αντιμετωπίζουν καλύτερα τον καρκίνο- και μάλιστα με πρωτοφανή ποσοστά επιβίωσης για μερικά από τα πιο θανατηφόρα είδη, όπως είναι το προχωρημένο μελάνωμα ή ο (προχωρημένος) καρκίνος του πνεύμονα.


Έλληνας γιατρός από τον χώρο της παιδιατρικής εστιαζόμενος στα παραπάνω στοιχεία υποστηρίζει «Τα νέα φάρμακα απαιτούν μεγαλύτερες επενδύσεις σε νέα τεχνολογία και έρευνα. Εν τω μεταξύ, όσο περισσότερο επιζούν οι καρκινοπαθείς τόσο πιθανόν να αυξάνεται και η χρήση φαρμάκων για τον καρκίνο (υποτροπές, μεταστάσεις, παρενέργειες κλπ) και άρα το συνολικό κόστος.


Τα κρούσματα καρκίνου προφανώς αυξάνονται- άρα και η χορήγηση φαρμάκων. Εξάλλου οι νεότερες θεραπείες στηρίζονται περισσότερο στη χορήγηση περισσότερων και καλύτερων φαρμάκων».


Πόσα όμως τελικά συστήματα υγείας μπορούν να αντέξουν ένα τόσο μεγάλο κόστος;


Αναμφίβολα, μας λέει ο κ. Ευάγγελος Φιλόπουλος, Χειρουργός, Διευθυντής Κλινικής Μαστού του Αντικαρκινικού Νοσοκομείου «Ο ΑΓΙΟΣ ΣΑΒΒΑΣ» και Πρόεδρος της Ελληνικής Αντικαρκινικής Εταιρείας, οι νέες τεχνολογικά προηγμένες και επιλεκτικής δράσης φαρμακευτικές θεραπείες βελτιώνουν συνεχώς το προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών με καρκίνο και αναμένεται να επιφέρουν μία σημαντική αλλαγή προς το καλύτερο στην αντιμετώπιση της νόσου.


Όμως, το μεγάλο πρόβλημα είναι το πολύ υψηλό κόστος τους. Τόσο υψηλό που είναι βέβαιο ότι οι πολίτες στις υπανάπτυκτες, φτωχές χώρες δεν θα μπορέσουν να έχουν πρόσβαση σε αυτά, αλλά επιπρόσθετα, και κράτη πιο εύπορα αλλά με αδύναμα- προβληματικά ασφαλιστικά ταμεία δεν θα μπορέσουν να αντιμετωπίσουν τέτοιας έκτασης έξοδα.


Με δεδομένο, κατά τον ίδιο, ότι η Ελλάδα είναι εξαιρετικά φτωχοποιημένη, ήρθε η ώρα να προχωρήσει η κυβέρνηση και όλοι όσοι μπορούν να επηρεάσουν καταστάσεις σε ενέργειες, συμφωνίες ώστε να εξασφαλίσουν μία εξαίρεση της Ελλάδας από τα συμβαίνοντα στην Ευρώπη σε ότι αφορά το κόστος των ακριβών φαρμάκων. Ταυτόχρονα να αναζητηθούν συμμαχίες με όλα τα ασφαλιστικά ταμεία ή τις κυβερνήσεις ώστε να υπάρχει μια γενικότερη και ισχυρότερη πίεση για συγκράτηση του κόστους των νέων φαρμάκων.


Ένας τρόπος αντιμετώπισης αυτού του αυξανόμενου κόστους, σημειώνει ο ίδιος, είναι η ακόμη μεγαλύτερη διείσδυση των γενοσήμων στην αγορά, γεγονός που θα αφήσει οικονομικά περιθώρια και στο Εθνικό Σύστημα Υγείας να αντεπεξέλθει στο μεγαλύτερο κόστος των φαρμάκων για τον καρκίνο.


Τέλος, ο ίδιος απευθύνει μία έκκληση στους ενδιάμεσους της κατανάλωσης (τους γιατρούς): αυστηρή τήρηση των ενδείξεων χρήσης και αποφυγή συμμετοχής σε πλουσιοπάροχες εκδηλώσεις και προσφορές, που όπως είναι φυσικό δεν επιβαρύνουν τις εταιρείες, αφού το κόστος μεταφέρεται στους τελικούς καταναλωτές του προϊόντος ” φάρμακο”, δηλαδή στους ασθενείς και τα ασφαλιστικά ταμεία τους.