Θωρακίζονται νοσοκομεία, κλινικές από τη γρίπη

Ο εμβολιασμός των λειτουργών Υγείας θα αποτελέσει πρόκριμα για τις ευπαθείς ομάδες

Της Γαληνης Φουρα

Υστερα από μια δοκιμαστική φάση κατά την οποία εμβολιάστηκαν αρκετοί ειδικοί και «συνειδητοποιημένοι» γιατροί αρχίζουν αύριο και τυπικά οι εμβολιασμοί του προσωπικού των νοσοκομείων, των ιδιωτικών κλινικών, του ΕΚΑΒ και των ιδιωτών γιατρών, με το εμβόλιο της νέας γρίπης. Η συμμετοχή των λειτουργών της Υγείας εκτιμάται ότι θα αποτελέσει ισχυρό πρόκριμα για την επιτυχία ή μη του εμβολιασμού και των ευπαθών ομάδων, που αρχίζει τη Δευτέρα 23 Νοεμβρίου.

Στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες (Αγγλία, Γαλλία, Σουηδία, Φινλανδία, Βέλγιο, Ολλανδία), ο εμβολιασμός έχει προχωρήσει. Η Ελλάδα ξεκινάει αύριο με 700.000 εμβόλια και στις 7 Δεκεμβρίου που αρχίζει η τελευταία φάση του εμβολιασμού (παιδιά από τεσσάρων έως 17 ετών και ενήλικες άνω των πενήντα) εκτιμάται ότι θα έχουν παραληφθεί 2,5 εκατομμύρια δόσεις εμβολίων, λίγο περισσότερα από αυτά που απαιτούνται για τον εμβολιασμό των ευπαθών ομάδων. Στο ενδιάμεσο (1η Δεκεμβρίου, σύμφωνα με το πρόγραμμα) θα αρχίσει ο εμβολιασμός των υγιών ενηλίκων από 18 – 49 ετών και των εργαζομένων σε υπηρεσίες, που είναι απαραίτητες για την εύρυθμη λειτουργία του κράτους.

Οι αρμόδιοι κινούνται μεταξύ δύο πόλων: να κινητοποιηθεί ο πληθυσμός να εμβολιαστεί και να μην υπάρξει πανικός, διότι προς το παρόν ούτε ο μηχανισμός εμβολιασμών είναι επαρκής και δοκιμασμένος ούτε τα εμβόλια επαρκούν εάν σπεύσουν όλοι.

Ενώ τα σχολεία κλείνουν όλο και συχνότερα και οι πληροφορίες από Μονάδες Εντατικής Θεραπείας αναφέρουν ότι αυξάνονται οι πνευμονίες λόγω της γρίπης, όλοι ελπίζουν ότι ο καλός καιρός θα συνεχιστεί και όλα θα προχωρήσουν «κατ’ ευχήν».

Σήμερα στην «Κ» ο καθηγητής Καρδιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Χριστόδουλος Στεφανάδης, ο καθηγητής Μαιευτικής – Γυναικολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Βασίλης Ταρλαντζής και ο διευθυντής του Νεφρολογικού Τμήματος του Λαϊκού Νοσοκομείου Γιάννης Μπολέτης εξηγούν γιατί πρέπει να εμβολιαστούν οι ασθενείς με χρόνιες αναπνευστικές – καρδιολογικές παθήσεις, οι ανοσοκατασταλμένοι και οι έγκυοι. Η παιδίατρος – λοιμωξιολόγος Ιωάννα Παυλοπούλου αναφέρεται στα νεότερα δεδομένα για την ασφάλεια του εμβολίου.

Ιωάννα Παυλοπούλου (Παιδίατρος – Λοιμωξιολόγος)

Ηπιες παρενέργειες

«Οι ανεπιθύμητες ενέργειες του εμβολίου της νέας γρίπης είναι ήπιες, αναστρέψιμες και λίγο περισσότερες από το εμβόλιο της εποχικής γρίπης», λέει η λέκτορας Παιδιατρικής Ιωάννα Παυλοπούλου, που εμβολιάστηκε συμβολικά μαζί με αρκετούς συναδέλφους την προηγούμενη εβδομάδα στο «Αγλαΐα Κυριακού».

«Στοιχεία από ένα εκατομμύριο εμβολιασμούς στη Σουηδία έδειξαν ότι η συνηθέστερη ανεπιθύμητη ενέργεια είναι ο ήπιος τοπικός ερεθισμός στο σημείο της ένεσης, κεφαλαλγία, κακουχία, μυαλγία και πυρετός στο 3,8% των περιπτώσεων. Ενώ σε ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ολλανδία, όπου ξεκίνησε ο εμβολιασμός των παιδιών, περιμένουμε περισσότερα στοιχεία από τα αποτελέσματα τριών μελετών που αφορούν και παιδιά από έξι μηνών έως 12 ετών και πραγματοποιούνται εκτός των ΗΠΑ (στις ΗΠΑ τα εμβόλια δεν περιέχουν ανοσοενισχυτικά όπως τα δικά μας).

Στην Ευρώπη τα περισσότερα εμβόλια περιέχουν ανοσοενισχυτικά (ΑSO3 και Μ.F59), τα οποία έχουν χρησιμοποιηθεί στα πανδημικά εμβόλια της γρίπης των πτηνών, (Η5Ν1) και έχουν δοκιμαστεί σε 40.000 τουλάχιστον άτομα και σε παιδιά».

Ανδρέας Πετρουλάκης

Νέα γρίπη, παλιά μου τέχνη

«Σιγά μην κάνω εμβόλιο! Ακουσα στην τηλεόραση ότι είναι επικίνδυνο και έχει φοβερές παρενέργειες».

«Ούτε εγώ. Παιδιά είμαστε τώρα; Δεν άκουσες που είπαν ότι είναι σχέδιο των φαρμακευτικών εταιρειών για να πουλήσουν;».

Ο διάλογος είναι πραγματικός και συνοδευόταν από την επίκληση γνωστών τηλεαστέρων στους οποίους αποδιδόταν και η πατρότητα των «εγκύρων» πληροφοριών. Θα ήταν, δε, ανάξιος αναφοράς αν δεν είχε ακουστεί σε δημόσιο νοσοκομείο, ανάμεσα σε μία νοσηλεύτρια και έναν τραυματιοφορέα, δηλαδή δύο επαγγελματιών της υγείας οι οποίοι στον χώρο δουλειάς τους συστεγάζονται και έχουν την δυνατότητα να συνομιλούν καθημερινά με εκατοντάδες γιατρούς, διαφόρων ειδικοτήτων. Κι όμως, για ένα κατ’ εξοχήν επιστημονικό θέμα, βασίζονταν και οι δύο στη γνώμη δημοσιογράφων ειδικευμένων επί παντός.

Το θέμα της γρίπης Η1Ν1 δεν είναι ασφαλώς τωρινό. Η πρώτη του τηλεοπτική φάση, η φάση του πανικού, είχε περάσει στην αρχή του καλοκαιριού με τον συνήθη κανόνα του τηλεοπτικού ενεστώτος που κρατά τρεις μέρες. Το πρώτο κρούσμα στις ΗΠΑ αναγγέλθηκε με διατυπώσεις έκρηξης πυρηνικής βόμβας. Το πρώτο κρούσμα στην Ευρώπη ήταν διαβαθμίσεως κηρύξεως του Τρίτου Παγκοσμίου Πολέμου. Λίγο αργότερα, ο πρώτος θάνατος στην Ελλάδα ανακοινώθηκε σε τόνους τροχαίου ατυχήματος χωρίς θύματα. Το τηλεοπτικό ενδιαφέρον για το θέμα είχε εξανεμισθεί, στο μεταξύ είχαν προκηρυχθεί και οι εκλογές, τα μονοθεματικά δελτία είχαν ήδη αλλάξει ρότα. Τώρα, που από ό,τι φαίνεται η πραγματική ζωή εισέρχεται στην περίοδο των ορατών κινδύνων μεγάλης εξάπλωσης και άρα ο ρόλος των ΜΜΕ θα ήταν πολύτιμος για ευαισθητοποίηση και καθοδήγηση της κοινής γνώμης, εκείνα επέλεξαν την υποδαύλιση της δυσπιστίας και της ανασφάλειας.

Το γεγονός ότι είμαστε πολίτες μιας τηλεοπτικής δημοκρατίας είναι η μισή αλήθεια. Η άλλη μισή είναι ότι παγίως δυσπιστούμε απέναντι σε κάθε διαβεβαίωση, παρότρυνση ή οδηγία των αρμοδίων αρχών κάθε βαθμίδας. Γιατί, εξοπλισμένοι με έναν πρωτοφανή για πολιτισμένη χώρα πλούτο εμπειριών από τη σχέση μας με το κράτος, με πιο πρόσφατα θύματα αυτούς που απέσυραν τα σαραβαλάκια τους, απλώς δεν το εμπιστευόμαστε. Ετσι η δύσμοιρη η υπουργός Υγείας κάνει εκκλήσεις για μαζικούς εμβολιασμούς στο βρόντο. Αυτό που σε άλλες χώρες θα ήταν βαρυσήμαντο και καταληκτικό του προβληματισμού, η ανακοίνωση δηλαδή της επίσημης κυβερνητικής απόφασης,της υπαγορευμένης και συνεπικουρούμενης από κορυφαίους εξειδικευμένους επιστήμονες, στην όμορφη χώρα μας είναι απλώς μία γνώμη παραπάνω.

Τα πράγματα στην παρούσα φάση περιπλέκονται και από τη συμπεριφορά του ιατρικού μας κόσμου η οποία επιτείνει τη σύγχυση. Διότι, θέλοντας και μη, οι επαγγελματίες της υγείας απέναντι σε αυτήν την επιδημία είναι, εκτός από θεράποντες, και πρότυπα συμπεριφοράς. Αν τελικά δεν εμβολιασθούν σε μεγάλη κλίμακα και οι ίδιοι για λόγους ατομικής και δημόσιας υγείας, τότε ασφαλώς μεγάλος αριθμός πολιτών θα επηρεασθεί αρνητικά. Σε κάθε περίπτωση η συζήτηση για τη σκοπιμότητα ή μη του μαζικού εμβολιασμού έπρεπε να είχε παραμείνει αυστηρά εντός των επιστημονικών τειχών χωρίς τη συμμετοχή εκπροσώπων του Τύπου. Και ο καθένας από μας θα πρέπει να αποταθεί στον ειδικό γιατρό που εμπιστεύεται, ο οποίος θα τον βοηθήσει να σταθμίσει τους κινδύνους κάθε επιλογής.

Ο διάλογος στην αρχή του σημειώματος είχε και συνέχεια. Μία προϊσταμένη παρενέβη στη συζήτηση και ύστερα από προσπάθεια έπεισε τους συναδέλφους της να ζητήσουν τη γνώμη του διευθυντή μιας εκ των παθολογικών κλινικών του Νοσοκομείου. Το επιχείρημά της ήταν ότι τον είχε ακούσει να μιλά για το θέμα σε πρωινή εκπομπή της τηλεόρασης. Εμπιστεύθηκαν δηλαδή στο τέλος τον γιατρό που είχε την τηλεοπτική νομιμοποίηση.

Χριστόδουλος Στεφανάδης (Καθηγητής Καρδιολογίας)

Παραφιλολογία για τους κινδύνους

«Είναι απαράδεκτο, με κριτήρια τελείως υποκειμενικά έως αντιεπιστημονικά, να εκφράζουμε επιφυλάξεις για τον εμβολιασμό και με αυτόν τον τρόπο να δημιουργούμε αμφιβολίες και ανασφάλεια στον πληθυσμό», σημειώνει ο καθηγητής Καρδιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών Χριστόδουλος Στεφανάδης.

«Ο εμβολιασμός γίνεται σε όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο και θεωρείται εκ των ων ουκ άνευ. Επομένως είναι παραφιλολογία όσα υπονοούνται ότι το πρόβλημα δημιουργείται από την προσπάθεια των εταιρειών να αυξήσουν τις πωλήσεις τους.

Επειτα εγείρονται διάφορα ερωτήματα από ειδικούς και μη. Το πρώτο σχετίζεται με την ασφάλεια του εμβολίου. Η απάντηση είναι ότι ακόμη και το εμβόλιο της εποχικής γρίπης κάθε χρόνο αλλάζει και παρασκευάζεται καινούργιο με το νέο στέλεχος. Η τεχνολογία παρασκευής εμβολίων είναι πλέον πολύ ανεπτυγμένη, ενώ ο τεράστιος αριθμός των ανθρώπων που έχουν ήδη εμβολιαστεί (σε σύντομο πράγματι χρονικό διάστημα), παρέχει μιαν εγγύηση ασφάλειας.

Το δεύτερο ερώτημα είναι γιατί να προχωρήσουμε σε μαζικό εμβολιασμό, αφού η γρίπη είναι ήπια και έχει χαμηλό ποσοστό θνητότητας. Η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει ανοσία για τον H1N1 και αυτό ενέχει τον κίνδυνο να νοσήσουν ταυτόχρονα πάρα πολλοί άνθρωποι. Ομως εάν νοσήσει ταυτόχρονα, π.χ., το 20% του πληθυσμού στο ίδιο χρονικό διάστημα κινδυνεύει να καταρρεύσει το σύστημα νοσοκομειακής, εξωνοσοκομειακής περίθαλψης και να παραλύσει το κράτος. Γι’ αυτό πρέπει να ακολουθήσουμε τις οδηγίες της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας, που σε όλες τις μεγάλες απειλές της ανθρωπότητας είχε σωστή τοποθέτηση και δικαιώθηκε από τις εξελίξεις, αλλά και τον Ευρωπαϊκό CDC που θεωρεί το εμβόλιο ασφαλές. Ο ιός προσβάλλει σε πολλές περιπτώσεις το αναπνευστικό σύστημα, εκ του οποίου προκύπτουν και οι σοβαρές επιπλοκές και οι θάνατοι. Κατ’ επέκταση επηρεάζεται και το κυκλοφορικό. Επομένως αυτοί οι οποίοι πάσχουν από καρδιακή ανεπάρκεια, από σοβαρή στεφανιαία νόσο, βαλβιδοπάθειες, συγγενείς καρδιοπάθειες, μυοκαρδιοπάθειες πρέπει να εμβολιαστούν κατά προτεραιότητα, όπως βεβαίως και όσοι πάσχουν από αποφρακτική πνευμονοπάθεια και άλλες σοβαρές αναπνευστικές παθήσεις».

Βασίλης Ταρλαντζής (Καθηγητής Μαιευτικής – Γυναικολογίας)

Οι έγκυοι έχουν ευπάθεια στον ιό

«Σε αρκετές ευρωπαϊκές πόλεις έχουν νοσήσει έγκυοι, ορισμένες από τις οποίες παρουσίασαν τις επιπλοκές και τη βαριά μορφή της γρίπης και νοσηλεύονται σε Μονάδες Εντατικής Θεραπείας», αναφέρει ο Βασίλης Ταρλαντζής, καθηγητής Μαιευτικής – Γυναικολογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, διευθυντής Α΄ Μαιευτικής Γυναικολογικής Κλινικής.

«Κατά ευτυχή συγκυρία μέχρι στιγμής δεν έχουμε αντιμετωπίσει κάποιο σοβαρό περιστατικό, τουλάχιστον στην κλινική που διευθύνω. Ομως, με βάση τα στοιχεία που προέρχονται από τη διεθνή εμπειρία, φαίνεται ότι για λόγους τους οποίους ακόμη δεν γνωρίζουμε πολύ καλά, οι έγκυοι παρουσιάζουν μια ιδιαίτερη ευπάθεια στον ιό H1N1.

Το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν έχουν εμφανιστεί βαριά περιστατικά δεν σημαίνει ότι αυτό ίσως δεν θα συμβεί στο άμεσο μέλλον. Με βάση τη στατιστική και την επιδημιολογία είναι πιθανόν να έχουμε σοβαρά κρούσματα και στην Ελλάδα, ιδιαίτερα όταν ο καιρός επιδεινωθεί περαιτέρω.

Οσον αφορά το επίμαχο ερώτημα του εμβολιασμού των εγκύων, είμαστε υποχρεωμένοι να ακολουθήσουμε τη σύσταση της Παγκόσμιας Οργάνωσης Υγείας και της Εθνικής Επιτροπής Εμβολιασμών. Δεν είναι δυνατόν εφόσον το νόσημα και το εμβόλιο είναι κανούργια να έχουμε ως γιατροί προσωπική εμπειρία και να προβάλλουμε τη δική μας άποψη. Για τα παλαιότερα νοσήματα, πράγματι ο κάθε γιατρός μπορεί να έχει τη γνώση και την εμπειρία, από ανακοινώσεις, συνέδρια, άρθρα, συγγράμματα, περιπτώσεις που έχει αντιμετωπίσει.

Σε ένα όμως νέο νόσημα και εμβόλιο τα όποια στοιχεία τα γνωρίζουν κυρίως οι διεθνείς οργανισμοί που τα συγκεντρώνουν, προκειμένου να διαμορφώσουν την πολιτική και τις κατευθυντήριες οδηγίες. Και οι οδηγίες αυτές αναφέρουν ότι οι έγκυοι είναι σωστό να εμβολιαστούν».

Γιάννης Μπολέτης (Υπεύθυνος Μονάδας Μεταμοσχεύσεων «Λαϊκού»)

Αυτοάνοσοι και μεταμοσχευμένοι

Να εμβολιαστούν, αλλά να μην επαναπαυθούν με τον εμβολιασμό και να τηρούν σχολαστικά τα μέτρα πρόληψης, συνιστούν οι ειδικοί στους ασθενείς που παίρνουν ανοσοκατασταλτικά φάρμακα. Οι ασθενείς αυτοί (άτομα με αυτοάνοσα νοσήματα, χρόνια νεφρική ανεπάρκεια, μεταμοσχευμένοι όλων των οργάνων, καρκινοπαθείς) έχουν μιαν ιδιαιτερότητα: πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να νοσήσουν βαριά, ενώ ο εμβολιασμός τους είναι λιγότερο αποτελεσματικός από τον υπόλοιπο πληθυσμό.

«Το ανοσολογικό σύστημα», διευκρινίζει ο υπεύθυνος της Μονάδας Μεταμοσχεύσεων Νεφρού του Λαϊκού Νοσοκομείου Γιάννης Μπολέτης, «είναι το αμυντικό μας σύστημα που μας προφυλάσσει από διάφορες λοιμώξεις. Οταν χορηγούμε φάρμακα π.χ. σε μεταμοσχευμένους ασθενείς μειώνουμε τη δυνατότητα του ανοσολογικού συστήματος να απορρίψει το μόσχευμα, το οποίο αναγνωρίζει ως ξένο. Παράλληλα όμως μειώνουμε και τη δυνατότητα να αμύνεται επαρκώς εναντίον των διαφόρων λοιμώξεων.

Γι’ αυτό και οι ομάδες αυτές των ασθενών έχουν πολύ μεγαλύτερη πιθανότητα να νοσήσουν βαριά και πρέπει να προφυλαχθούν. Η καλύτερη προφύλαξη που γνωρίζουμε σήμερα είναι ο εμβολιασμός και τα γενικά μέτρα πρόληψης των λοιμώξεων, τα οποία είναι σημαντικά για όλους. Τι συμβαίνει όταν εμβολιάζεται κάποιος; Του προσφέρουμε ένα ακίνδυνο μέρος του εμβολίου, το οποίο ερεθίζει το αμυντικό του σύστημα, ώστε να παράγει αντισώματα. Οταν όμως το αμυντικό του σύστημα είναι αδυνατισμένο με τα φάρμακα που χορηγούμε, τότε η παραγωγή αντισωμάτων παρατηρείται σε μικρότερο βαθμό από ό,τι στον γενικό πληθυσμό. Επομένως, οι μεταμοσχευμένοι ασθενείς και όλοι οι ανοσοκατασταλμένοι είναι επιρρεπείς περισσότερο από τον γενικό πληθυσμό να προσβληθούν από μιαν επιδημία, ενώ ο εμβολιασμός τους είναι λιγότερο αποτελεσματικός από ό,τι στον υπόλοιπο πληθυσμό. Αρα, να μη θεωρήσουν ότι με το εμβόλιο είναι απολύτως ασφαλείς και να μην ξεχνούν τα γενικά μέτρα πρόληψης».