Το κόστος υγείας ροκανίζει τον οικογενειακό προϋπολογισμό

 

Πάνω από 1.200 ευρώ δίνει από τη τσέπη του ο πολίτης σε γιατρούς και εξετάσεις

Της Γαληνης Φουρα

Οι δαπάνες για υπηρεσίες υγείας ροκανίζουν μέσα στη γενικότερη ακρίβεια το εισόδημα του μέσου νοικοκυριού. Ακόμη κι ένα συνηθισμένο πρόβλημα που απαιτεί μερικές επισκέψεις στον οδοντίατρο, μπορεί να ανατρέψει τον οικογενειακό προϋπολογισμό και να οδηγήσει μια οικογένεια σε απόγνωση.

Καθένας από εμάς πληρώνει κατά μέσο όρο 1.200 ευρώ τον χρόνο για την υγεία του και άλλα τόσα πληρώνουν το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία. Στην Πρωτοβάθμια Φροντίδα Υγείας, όμως, (γιατροί, οδοντίατροι, φυσικοθεραπευτές κ.τλ.) καταβάλλουμε ιδιωτικώς, σχεδόν εξ ολοκλήρου τη δαπάνη καλύπτοντας την έλλειψη χρηματοδότησης της Πολιτείας και της κοινωνικής ασφάλισης. Ο πολίτης πληρώνει το 79% του συνολικού κόστους, δηλαδή 570 ευρώ το άτομο τον χρόνο, όταν τα ασφαλιστικά ταμεία πληρώνουν 120 ευρώ και το κράτος μόνο 30 ευρώ…

Τα νεότερα στοιχεία για τη χρηματοοικονομική αξιολόγηση του συστήματος υγείας στα οποία συμπεριλαμβάνεται και η παραοικονομία, αναφέρονται στο νέο βιβλίο του αναπληρωτή καθηγητή κ. Νίκου Πολύζου «Χρηματοοικονομική διοίκηση Μονάδων Υγείας» (εκδόσεις Διόνικος). Σύμφωνα με αυτά, το 2006 η κατά κεφαλήν δαπάνη υγείας, δημόσια και ιδιωτική, εκτιμάται σε 2.400 ευρώ (960 ευρώ για νοσοκομεία, 720 για πρωτοβάθμια, 480 για φάρμακα και 240 για άλλες υπηρεσίες). Το μεγαλύτερο μέρος της φαρμακευτικής δαπάνης (300 ευρώ) καλύπτουν τα ασφαλιστικά ταμεία, 160 ευρώ ο ασθενής και 20 ευρώ το κράτος. Η νοσοκομειακή δαπάνη (960 ευρώ κατά κεφαλήν ετησίως) αντιπροσωπεύει το 40% των συνολικών δαπανών υγείας και κατά ένα μεγάλο ποσοστό (64%) καλύπτεται από το κράτος και τα ασφαλιστικά ταμεία. Οι ιδιώτες με τη συνδρομή ενός ποσοστού από την ιδιωτική ασφάλιση πληρώνουν για νοσηλεία σε νοσοκομεία, κλινικές, μαιευτήρια 390 ευρώ κατά κεφαλήν ετησίως.

Το 80% των κρατικών πόρων για την υγεία κατευθύνεται προς τα νοσοκομεία, γεγονός που εξηγεί τη μεγάλη επιβάρυνση των νοικοκυριών για υπηρεσίες της Πρωτοβάθμιας. Οι πληρωμές μέσω της ιδιωτικής ασφάλισης αντιπροσωπεύουν το 35% των συνολικών εσόδων των ιδιωτικών κλινικών, μαιευτηρίων και διαγνωστικών κέντρων. Το υπόλοιπο, καθώς και το μεγαλύτερο μέρος των ιδιωτικών αμοιβών των γιατρών, προφανώς αντιπροσωπεύει απευθείας ιδιωτικές πληρωμές από τα νοικοκυριά.

Πάντα ήταν υψηλές

Οι δαπάνες των οικογενειακών προϋπολογισμών για υγεία έχουν αυξηθεί την τελευταία δεκαετία από 400 – 800 ευρώ το άτομο το 1999, σε 600 – 1.000 ευρώ το 2004 σε 1.200 ευρώ το άτομο το 2006, αν και ιστορικά, πάντα ήταν υψηλές στη χώρα μας. Ομως, συν τω χρόνω παρατηρείται μια μετακίνηση δαπανών από τον δημόσιο στον ιδιωτικό τομέα, στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες χώρες του ευρωπαϊκού νότου (Ιταλία, Πορτογαλία) όπως και στα κράτη με ανεπτυγμένα συστήματα Υγείας (ΗΠΑ, Ολλανδία, Γερμανία, Σουηδία, Καναδάς, Ιαπωνία).

Στη χώρα μας οι δαπάνες υγείας μέσω των ασφαλιστικών Ταμείων αυξάνονται, οι επιχορηγήσεις μέσω των νομαρχιών φθίνουν και το υπουργείο Υγείας, μέσω του κρατικού προϋπολογισμού, λειτουργεί ως πυροσβέστης γα τα ελλείμματα. Η Αττική απορροφά το 43,3% των δαπανών του κρατικού προϋπολογισμού, ενώ η Πελοπόννησος το 2,42%, η Στερεά το 1,92% και η Δυτική Μακεδονία το 0,95%, δυσανάλογα με τον πληθυσμό τους. Αυτές οι ανισότητες επιβαρύνουν τους πολίτες ή τους αναγκάζουν να μετακινηθούν για να αντιμετωπίσουν το πρόβλημα της υγείας τους και εγκυμονούν κινδύνους για τον πληθυσμό των συγκεκριμένων περιφερειών, καθώς το κόστος, σύμφωνα με έγκυρους αναλυτές (Dun2006 κ.ά.), αναμένεται να αυξηθεί διεθνώς κατά τη δεκαετία που διανύουμε και την επομένη.