Βαρελότο από το ευρωδικαστήριο

 

Το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων επιβάλλει στο Δημόσιο να εντάξει τους εργαζομένους με σύμβαση στο σύστημα ασφάλισης που είναι οι υπάλληλοι αορίστου χρόνου

Δυναμίτη στα θεμέλια της ασφαλιστικής «μεταρρύθμισης» βάζει το Δικαστήριο Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων (ΔΕΚ), το οποίο -για πρώτη φορά- αποφαίνεται ότι ο κανόνας της ίσης μεταχείρισης μεταξύ συμβασιούχων και υπαλλήλων αορίστου χρόνου πρέπει να εφαρμόζεται και σε ζητήματα συντάξεων.

Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι όλοι οι υπάλληλοι που απασχολούνται με συμβάσεις ορισμένου χρόνου ή έργου σε φορείς του στενού ή ευρύτερου δημόσιου τομέα αποκτούν πλέον δικαίωμα στην κατοχύρωση πλήρους σύνταξης και εφάπαξ αποζημίωσης.

Η σχετική απόφαση, η οποία αναμένεται να ανατρέψει άρδην τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς για τον «εξορθολογισμό» του ασφαλιστικού και συνταξιοδοτικού συστήματος, αλλά και να επιβαρύνει σοβαρά τα δημόσια οικονομικά του επόμενου έτους, ελήφθη στις 15 Απριλίου 2008 από το τμήμα μείζονος συνθέσεως του ΔΕΚ.

Το αρμόδιο δικαιοδοτικό όργανο της ΕΕ ορίζει ρητά ότι στο πλαίσιο της ίσης μεταχείρισης στην απασχόληση (μεταξύ συμβασιούχων και αορίστου χρόνου) το Δημόσιο δεν μπορεί ως εργοδότης να λαμβάνει μέτρα τα οποία έρχονται σε αντίθεση με τον σκοπό της Κοινοτικής Οδηγίας 1999/70.

Σε άλλο σημείο, το ΔΕΚ σημειώνει ότι ο γενικός κανόνας κοινοτικού δικαίου για την απασχόληση διαμορφώνεται με βάση τις συμβάσεις αορίστου χρόνου.

Γι αυτόν ακριβώς τον λόγο επιβάλλει στους φορείς του Δημοσίου να αποκλείσουν τους συμβασιούχους από τις συντάξεις που εμπίπτουν στο υποχρεωτικό και κατώτατο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης και να τους εντάξουν στο αντίστοιχο σύστημα των υπαλλήλων αορίστου χρόνου.

ΤΑ ΕΠΙΜΑΧΑ ΣΗΜΕΙΑ ΤΗΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ ΤΟΥ ΔΕΚ

Αναλυτικότερα τα κρίσιμα σημεία της απόφασης έχουν ως εξής:

– «Πρέπει να θεωρηθεί ότι εμπίπτουν στην έννοια των “όρων απασχόλησης”, όπως αυτή χρησιμοποιείται στη ρήτρα 4, σημείο 1, της συμφωνίας-πλαισίου, οι συντάξεις οι καταβαλλόμενες, βάσει της σχέσεως εργασίας μεταξύ εργαζομένου και εργοδότη, αποκλειομένων των συντάξεων που προβλέπει ένα υποχρεωτικό σύστημα κοινωνικής ασφάλισης».

  • Στο σημείο αυτό το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο δέχεται ότι στην έννοια της ίσης μεταχείρισης στους όρους απασχόλησης μεταξύ των εργαζομένων ορισμένου και αορίστου χρόνου υπάγονται τόσο οι αμοιβές όσο και οι συντάξεις που καταβάλλονται βάσει της σχέσης εργασίας. Η εξέλιξη αυτή ήταν αναμενόμενη, καθώς η νομολογία του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου τείνει να αντιμετωπίζει τις αμοιβές και τις συντάξεις κάτω από το πρίσμα της ίσης μεταχείρισης.
  • «Οι συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου συνιστούν τη γενική μορφή σχέσεων εργασίας, μολονότι αναγνωρίζεται ότι οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου αποτελούν χαρακτηριστικό της απασχολήσεως σε ορισμένους τομείς ή για ορισμένα καθήκοντα και δραστηριότητες». 
  • Το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο επαναλαμβάνει για ακόμη μία φορά ότι κανόνας της ΕΕ είναι οι συμβάσεις αορίστου χρόνου. Σε εξαιρετικές μόνο περιπτώσεις -και όταν δικαιολογείται από αντικειμενικές συνθήκες- εκλαμβάνονται ως μέτρο οι συμβάσεις ορισμένου χρόνου.
  • «Η αρχή κράτους-μέλους που ενεργεί ως δημόσιος εργοδότης δεν μπορεί να λαμβάνει μέτρα, ερχόμενα σε αντίθεση με τον σκοπό που επιδιώκουν η οδηγία (1999/70) και η συμφωνία – πλαίσιο, την αποτροπή δηλαδή της καταχρηστικής χρησιμοποιήσεως συμβάσεων ορισμένου χρόνου». 
  •  Η διαπίστωση αυτή, που περιλαμβάνεται στην πιο πρόσφατη και τελευταία απόφαση του ΔΕΚ, υψώνει ασπίδα προστασίας στους εργαζομένους, καθώς το δικαστήριο δέχεται ότι και το Δημόσιο υποχρεούται να συμμορφώνεται προς τις επιταγές της ΚΟ 1999/70.

– «Η σταθερότητα της απασχολήσεως θεωρείται ως προέχον στοιχείο της προστασίας των εργαζομένων, ενώ, όπως προκύπτει από το δεύτερο εδάφιο του προοιμίου της συμφωνίας-πλαισίου και από το σημείο 8 των γενικών παρατηρήσεων αυτής, σε ορισμένες μόνον περιπτώσεις οι συμβάσεις εργασίας ορισμένου χρόνου ανταποκρίνονται στις ανάγκες τόσο των εργοδοτών όσο και των εργαζομένων».

  • Η συγκεκριμένη διαπίστωση προϊδεάζει ουσιαστικά και την έκβαση των προδικαστικών ερωτημάτων που έχουν σταλεί από ελληνικά δικαστήρια και οι αποφάσεις επί των οποίων αναμένεται να λύσουν οριστικά το πρόβλημα των συμβασιούχων στην Ελλάδα.

– «Η ρήτρα 4, σημείο 1 της συμφωνίας-πλαισίου για την εργασία ορισμένου χρόνου που συνήφθη στις 18 Μαρτίου 1999, η οποία περιλαμβάνεται στο παράρτημα της οδηγίας 1999/70, είναι απαλλαγμένη αιρέσεων και αρκούντως ακριβής, ώστε να μπορούν οι ιδιώτες να την επικαλούνται ενώπιον εθνικού δικαστηρίου».

  • Η αυθεντική αυτή κρίση του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου όσον αφορά τη δυνατότητα άμεσης εφαρμογής της ρήτρας 4, σημείο 1 (ίση μεταχείριση στην απασχόληση μεταξύ συμβασιούχων και αορίστου χρόνου) παρέχει πλέον το δικαίωμα σε κάθε ιδιώτη να επικαλείται την εφαρμογή της ρήτρας ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων, αξιώνοντας την αποκατάσταση της ζημίας που έχει υποστεί από το κράτος-μέλος.

Παρέμβαση Μαρία- Μαγδαληνή Τσίπρα, δικηγόρος

Επεκτάθηκε η προστασία των εργαζομένων

«Πολλές ερμηνείες και πολλές προσεγγίσεις έχουν υπάρξει για την Κοινοτική Οδηγία 1999/70 ιδιαίτερα στη χώρα μας, η οποία φοβούμαι ότι κατέχει την πρώτη θέση σε παραβιάσεις εργασιακών δικαιωμάτων των συμβασιούχων σε ολόκληρη την Ευρώπη. Για ακόμη μία φορά το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο ερμήνευσε πρωτοτύπως την ΚΟ, δεχόμενο ότι και το Δημόσιο ως εργοδότης δεσμεύεται από αυτήν (την οδηγία), ενώ παράλληλα επέκτεινε την προστασία των εργαζομένων στις αμοιβές αλλά και τις συντάξεις. Είναι πρωτοπόρο το γεγονός ότι αναγνώρισε άμεση εφαρμογή στη ρήτρα 4, παρέχοντας στους ιδιώτες τη δυνατότητα να την επικαλούνται ενώπιον των εθνικών δικαστηρίων. Ολοι εμείς μαζί με χιλιάδες συμβασιούχους αναμένουμε αντίστοιχη θετική έκβαση στα προδικαστικά ερωτήματα που έχουν σταλεί από δικαστήρια της χώρας μας στο ΔΕΚ και γι αυτόν τον σκοπό θα είμαστε παρόντες υπερασπιζόμενοι τα δικαιώματα των εργαζομένων».

220.000 ΥΠΑΛΛΗΛΟΙ

Εφάπαξ έως και 15.000

Η απόφαση του ΔΕΚ ανοίγει τον δρόμο στους συμβασιούχους να διεκδικήσουν -πέρα από τη σύνταξη- και το εφάπαξ που λαμβάνουν οι μόνιμοι και αορίστου χρόνου.

Αν τελικά υπάρξει πραγματική εξομοίωση, οι εργαζόμενοι ορισμένου χρόνου, οι οποίοι σύμφωνα με τα τελευταία στοιχεία υπολογίζονται περίπου στους 220.000, θα λαμβάνουν ως εφάπαξ μέχρι και 15.000 ευρώ ο καθένας. Οσα δηλαδή λαμβάνουν οι αορίστου χρόνου, σύμφωνα με το Προεδρικό Διάταγμα 410/1988.

Οι συμβασιούχοι, για να κατοχυρώσουν δικαίωμα συνταξιοδότησης, υφίστανται τα πάνδεινα. Συχνά δεν συμπληρώνουν ούτε καν τα ένσημα της κατώτατης σύνταξης του ΙΚΑ, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις αναγκάζονται και σε διαδοχική ασφάλιση, ανάλογα με τους φορείς στους οποίους απασχολούνται.