ΥΓΕΙΑ Τροπολογία που… βγάζει μάτι

 

“Θα εμπιστευόσασταν ποτέ τα μάτια σας σε έναν κρεοπώλη ή σε έναν μανάβη;”. Με το πρωτότυπο αυτό μήνυμα, που αποτυπώνεται σε ενημερωτικά έντυπα για τους πολίτες, οι οπτικοί όλης της χώρας δίνουν τον δικό τους αγώνα κατά της τροπολογίας που προωθεί το υπουργείο Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης για τα καταστήματα οπτικών.

Της Νικολέτας Μπούκα

Όπως καταγγέλλουν τα μέλη της Πανελλήνιας Ένωσης Οπτικών και Οπτομετρών, η τροπολογία δίνει το δικαίωμα σε οποιοδήποτε φυσικό ή νομικό πρόσωπο, δηλαδή σε μη διπλωματούχους οπτικούς, να ανοίξει κατάστημα οπτικών ειδών. Μάλιστα η συγκεκριμένη τροπολογία όχι μόνο κατατέθηκε αιφνιδιαστικά και σε νομοσχέδιο άλλου υπουργείου που δεν έχει καμία σχέση με την υγεία (υπουργείο Ανάπτυξης), αλλά και κανένας εκπρόσωπος της Πανελλήνιας Ένωσης Οπτικών και Οπτομετρών δεν κλήθηκε να εκφράσει τις απόψεις του για το θέμα.

“Οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν πίσω από την τροπολογία αυτή είναι πολλοί. Κυρίως μιλάμε για κίνδυνο για τη δημόσια υγεία, για απειλή χρεοκοπίας πολλών μικρομεσαίων επιχειρήσεων οπτικών ειδών και για υποβάθμιση του επαγγέλματος του οπτικού”, επισημαίνει ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Οπτικών και Οπτομετρών, Στέλιος Μυλόβας.

Παράλληλα, τονίζει ότι η Ένωση, που εκπροσωπεί το σύνολο των 3.200 επιχειρήσεων της χώρας με 10.000 εργαζόμενους, απαιτεί να αποσυρθεί η τροπολογία, η οποία φαίνεται ότι εξυπηρετεί τα συμφέροντα αποκλειστικά και μόνο μιας συγκεκριμένης επιχείρησης, που δραστηριοποιείται στη χώρα μας χωρίς να έχει σχετική άδεια. Επίσης ζητεί να αρχίσει άμεσα διάλογος για τον εκσυγχρονισμό και την ορθολογιστική ανάπτυξη του κλάδου που θα είναι σε όφελος και όχι εις βάρος της δημόσιας υγείας.

Εξάλλου τα μέλη της Πανελλήνιας Ένωσης Οπτικών και Οπτομετρών τονίζουν ότι στη νέα τροπολογία δεν ενσωματώνονται οι σχετικές πρακτικές που ισχύουν για τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και που αφορούν κυρίως την υποχρεωτική παρουσία στα καταστήματα υπευθύνων οπτικών. Αυτό, όπως εξηγούν, εγκυμονεί τον κίνδυνο οι υπεύθυνοι οπτικοί να εμφανίζονται μόνο στα χαρτιά για την απόκτηση της σχετικής άδειας από τον ενδιαφερόμενο επιχειρηματία και την ίδια στιγμή στα καταστήματα να προσλαμβάνονται άτομα άσχετα ως προς την ειδικότητα με βλαβερές συνέπειες για τη δημόσια υγεία.

ΚΙΝΔΥΝΕΥΟΥΝ ΤΑ ΜΑΤΙΑ ΜΑΣ
Από την πλευρά του ο γραμματέας του Συλλόγου Οπτικών και Οπτομετρών Βορείου Ελλάδος Μιλτιάδης Παυλίδης δηλώνει στη “ΜτΚ” ότι μέχρι σήμερα για να ανοίξει κάποιος επιχειρηματίας κατάστημα οπτικών έπρεπε το 51% του καταστήματος να ανήκε σε διπλωματούχο οπτικό.

“Με την τροπολογία που επιχειρεί να περάσει το υπουργείο Υγείας, πλέον ένας ιδιώτης επιχειρηματίας που δεν έχει καν δίπλωμα οπτικού μπορεί να ανοίξει κατάστημα οπτικών μόνος του. Μοναδική ίσως δέσμευση για αυτόν θα είναι να προσλάβει ως υπάλληλο έναν διπλωματούχο οπτικό, προκειμένου οι αρμόδιες υπηρεσίες να του δώσουν την απαραίτητη άδεια λειτουργίας”, εξηγεί ο κ. Παυλίδης.  

Παράλληλα, επισημαίνει ότι η δημιουργία αλυσίδας καταστημάτων οπτικών, των οποίων οι ιδιοκτήτες δεν έχουν καμία σχέση με το επάγγελμα, σίγουρα παρέχει χαμηλότερη ποιότητα υπηρεσιών στους πολίτες.

“Αυτή τη στιγμή το 80% των καταστημάτων με οπτικά έχουν ως ιδιοκτήτες διπλωματούχους οπτικούς, οι οποίοι πονάνε την επιχείρησή τους και προσέχουν τους πελάτες τους. Ωστόσο, με τη νέα τροπολογία, ένας άσχετος με το επάγγελμα επιχειρηματίας μπορεί να ανοίξει κατάστημα οπτικών και να βάλει υπαλλήλους, οι οποίοι και την τεχνογνωσία μπορεί να μην έχουν και τη δυνατότητα και τη διάθεση να εξυπηρετήσουν με τον καλύτερο τρόπο τους πελάτες. Δυστυχώς, με τα μάτια μας δεν πρέπει να παίζουμε”, τονίζει ο κ. Παυλίδης.

Απαράδεκτη χαρακτηρίζει την τροπολογία του υπουργείου Υγείας και η ιδιοκτήτρια καταστήματος οπτικών, οπτικός, Όλγα Μουλαδούδη Σαΐας. Όπως καταγγέλλει, η συγκεκριμένη πρόταση έγινε ερήμην όλων των οπτικών και προσθέτει ότι αποτελεί μία κίνηση που επιχειρεί να καταργήσει το συγκεκριμένο επάγγελμα.

“Το επάγγελμά μας είναι παραϊατρικό και με την τροπολογία αυτή το υπουργείο Υγείας επιχειρεί να το κάνει εντελώς εμπορικό. Επιπλέον, εάν ισχύσει κάτι τέτοιο, θα συρρικνωθούν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις οπτικών. Δυστυχώς, η πολιτεία αποφασίζει για έναν κλάδο, χωρίς ο κλάδος να έχει ερωτηθεί”, διευκρινίζει η κ. Μουλαδούδη Σαΐας.

Επίσης, προσθέτει ότι “η προστασία των ματιών μας πρέπει να εναπόκειται στα χέρια των ειδικών, όχι στα χέρια ενός επιχειρηματία που δεν έχει σχέση με το αντικείμενο. Πόσο μάλλον όταν πρέπει να εκτελέσεις μία συνταγή γιατρού για γυαλιά οράσεως. Πώς μπορεί να το κάνει αυτό ένας υπάλληλος που δεν έχει ειδικευτεί; Σίγουρα η ελεύθερη αγορά είναι μία πραγματικότητα, αλλά θα πρέπει να θεσπίζονται και δικλείδες ασφαλείας”.

ΜΗΤΡΩΟ ΟΠΤΙΚΩΝ
Εξάλλου, πάγιο αίτημα των οπτικών στην Ελλάδα είναι να δημιουργηθεί Μητρώο Οπτικών Καταστημάτων για τον ουσιαστικό έλεγχο στην ίδρυση και λειτουργία τους. Η δημιουργία του μητρώου αυτού προβλέπεται από τη νομοθεσία του 2003, αλλά μέχρι σήμερα βρίσκεται στα χαρτιά.

Επίσης, άλλο παράδοξο της ελληνικής πραγματικότητας είναι ότι, σε αντίθεση με την Ευρώπη, στη χώρα μας υπάρχει ρητή απαγόρευση της άσκησης της οπτομετρίας, παρά το γεγονός ότι ήδη λειτουργούν δύο σχολές οπτικής οπτομετρίας, χωρίς ωστόσο να έχουν αναγνωριστεί τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων τους.

“Είναι κωμικοτραγικό να μπορούμε να εκτελούμε συνταγές για γυαλιά οράσεως και μάλιστα πολλές φορές να διορθώνουμε και τις συνταγές των γιατρών, αλλά να μην μπορούμε εμείς οι ίδιοι να εκδώσουμε συνταγή”, λέει χαρακτηριστικά ο κ. Παυλίδης.

Τέλος, οι οπτικοί υποστηρίζουν ότι με τη συγκεκριμένη τροπολογία δεν ανοίγει το επάγγελμα του οπτικού. Αντίθετα, κλείνει ο δρόμος σε πολλές μικρομεσαίες επιχειρήσεις, οι οποίες παρέχουν ποιοτικές υπηρεσίες στον καταναλωτή, σε τιμές όμοιες ή και πολλές φορές πιο ανταγωνιστικές από ό,τι σε άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Επιπλέον, ξεκαθαρίζουν ότι το επάγγελμά τους δεν είναι κλειστό, παραθέτοντας στοιχεία της Eurostat, σύμφωνα με τα οποία στην Ελλάδα αναλογούν λιγότεροι ασθενείς ανά κατάστημα οπτικών, άρα υπάρχουν περισσότερα καταστήματα, σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Ειδικότερα, στην Ελλάδα αναλογούν 5.238 ασθενείς ανά κατάστημα, στη Γαλλία 6.376 και στη Βρετανία 9.420 ασθενείς ανά κατάστημα.