Υπηρεσίες υγείας, τρόπος ζωής χαμηλώνουν το προσδόκιμο ζωής

Της ΣΟΦΙΑΣ ΝΕΤΑ

Από μακροζωία δεν φαίνεται να τα πηγαίνουμε καλά, καθώς το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στην Ελλάδα (79,5 έτη) είναι μεν υψηλότερο από τον αντίστοιχο μέσο όρο στον ΟΟΣΑ (79), ωστόσο υπολείπεται σημαντικά σε σχέση με αρκετές ευρωπαϊκές και μη χώρες.

Σε σχέση με την Ιαπωνία, η οποία έχει το υψηλότερο προσδόκιμο ζωής στον κόσμο (82,6 έτη), η Ελλάδα υπολείπεται περισσότερα από 3 χρόνια. Αντίθετα, το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα στην ηλικία των 65 ετών είναι χαμηλότερο (19,6) από τον αντίστοιχο μέσο όρο του ΟΟΣΑ (20,2 έτη).

Τα στοιχεία δόθηκαν στη δημοσιότητα από τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) με την έκδοση «Health at a Glance 2009», η οποία περιλαμβάνει ανάλυση των στατιστικών δεδομένων που σχετίζονται με την υγεία από όλες τις χώρες του ΟΟΣΑ. Τα ευρήματα που αφορούν την Ελλάδα παρουσίασε χθες ο Γιάννης Τούντας, εκπρόσωπος του υπουργείου Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης στην Επιτροπή του ΟΟΣΑ για την υγεία.

Οσον αφορά το προσδόκιμο επιβίωσης στην ηλικία των 65 ετών, εξήγησε ότι ο δείκτης αυτός σχετίζεται με την πρόσβαση και τις δυνατότητες του συστήματος υγείας, καθώς και με τον τρόπο ζωής πριν και μετά την ηλικία των 65 ετών.

Επίσης, αξιοσημείωτα χαμηλά (15%) εμφανίζονται τα ποσοστά των παιδιών 11-15 ετών που έχουν έστω και μέτρια φυσική δραστηριότητα σε καθημερινή βάση στην Ελλάδα, ενώ ο αντίστοιχος μέσος όρος στον ΟΟΣΑ είναι 20,2% και σε κάποιες χώρες είναι εντυπωσιακά υψηλότερος, όπως στη Σλοβακία (42%) και στην Ιρλανδία (31%).

Αισθητά υψηλότερο στην Ελλάδα, σε σχέση με τον μ.ό. του ΟΟΣΑ, είναι και το ποσοστό των παχύσαρκων παιδιών ηλικίας 11-15 ετών, ήτοι 18,8%, έναντι 13,8% που ισχύει στον ΟΟΣΑ. Από την άλλη μεριά, το ποσοστό των καπνιστών (τουλάχιστον 1 φορά εβδομαδιαίως) αγοριών και κοριτσιών ηλικίας 15 ετών κυμαίνεται σε παρόμοια επίπεδα με αυτά του μέσου όρου του ΟΟΣΑ, ήτοι 17% για τα αγόρια και 16% για τα κορίτσια.

Θετική επίσης εξέλιξη είναι η σημαντική μείωση στην κατά κεφαλήν κατανάλωση αλκοόλ στην Ελλάδα, την περίοδο 1980-2007, ακολουθώντας την αντίστοιχη τάση στις χώρες του ΟΟΣΑ.

Σοβαρές ανισότητες παρατηρούνται στη χρήση και στην πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας στην Ελλάδα, σχετιζόμενες με κοινωνικο-οικονομικούς παράγοντες. Είναι εντυπωσιακό ότι οι αναφορές των ατόμων από τις χαμηλότερες εισοδηματικές ομάδες σχετικά με τη συχνότητα παράλειψης ικανοποίησης υγειονομικών αναγκών είναι 4-5 φορές περισσότερες σε σχέση με τα άτομα που ανήκουν στις υψηλότερες εισοδηματικές ομάδες (παρόμοια είναι η κατάσταση και στην Πορτογαλία). Το ποσοστό των γυναικών που ανήκουν στη χαμηλή εισοδηματική ομάδα και κάνει μαστογραφία είναι μόλις 20%, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό των γυναικών που ανήκουν στην ανώτερη εισοδηματική ομάδα ανέρχεται σε 60%. Πρόσθετα, σημαντικές ανισότητες μεταξύ υψηλών και χαμηλών εισοδηματικών ομάδων καταγράφονται στην οδοντιατρική φροντίδα, όπως άλλωστε συμβαίνει και στην Πορτογαλία και τη Δανία.